Θα αναρωτηθούν εύλογα οι αναγνώστες μας γιατί ακόμη ένα κείμενο για την υπόθεση της Πάτρας. Δεν μας φτάνουν τα ρεπορτάζ και οι τηλεοπτικές αναλύσεις; Και επιπλέον, τι έχει να συνεισφέρει στην αναζήτηση της αλήθειας σε αυτή τη πολύκροτη υπόθεση που παρακολουθεί όλη η Ελλάδα με ανοιχτό το στόμα, που δυστυχώς τείνει να μοιάσει σε αυτό των «αποχαυνωμένων» θεατών μιας κακής θεατρικής παράστασης ή ταινίας που όμως παραμένουμε καθηλωμένοι για να την παρακολουθήσουμε. Κι εδώ δεν μιλάμε για μυθοπλασία, αλλά για τον θάνατο ή τη δολοφονία τριών μικρών παιδιών, με την φερόμενη δολοφόνο να είναι η ίδια τους η μητέρα. Μια τραγική ιστορία που όπως λένε οι ειδικοί των αστυνομικών εγκλημάτων θα μείνει στην ιστορία και θα γίνει casestudy στην εγκληματολογία.
Το έγκλημα ή οι θάνατοι είναι δυστυχώς γεγονός. Το κεφαλαιώδες ζήτημα είναι πώς αντιμετωπίζουμε τις αποκαλύψεις που έρχονται στο φως, τόσο ως κοινωνία και άτομα όσο και ως μέσα μαζικής ενημέρωσης και θεράποντες της δημοσιογραφίας στην υπηρεσία της κοινής γνώμης και του κοινωνικού συνόλου.
Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα χρειάζονται να επιστρέψουμε σε βασικές αρχές που θα έπρεπε να διέπουν διαχρονικά την κοινωνία μας και τον επαγγελματικό μας κλάδο. Κανείς δεν είναι τόσο αφελής ώστε να περιμένει ότι ξαφνικά θα γυρίσουμε τον διακόπτη και θα εκλείψει η νόθα κουλτούρα που «μολύνει» τη δημόσια σφαίρα και την μετατρέπει σε αρένα,όπου όλοι είναι εναντίον όλων. Μια κατάσταση όπου λιοντάρια και μονομάχοι έχουν γίνει ένα, με τον απρόσωπο «καίσαρα» της σύγχρονης ενημέρωσηςνα έχει μόνιμα το αντίχειρα γυρισμένο προς τα κάτω, για να χορτάσουμεως όχλος «αίμα» και να εκτονωθούν τα βασικά μας ένστικτα. Μια διαδικασία που προσπερνά ηθικές αξίες και απλώς επιβεβαιώνει αυτό που έλεγαν παλαιότερα οι συνάδελφοι, τη μακρινή πλέον δεκαετία του 1960, ότι αυτό που «πουλάει» είναι το τρίπτυχο «αίμα, σπέρμα, στέμμα».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, και με τον αθέμιτο ανταγωνισμό των κλικς και της τηλεθέασης, έχουμε φτάσει -αν δεν τα έχουμε ξεπεράσει- στα όρια περιύβρισης νεκρών. Ολογράμματα νεκρών παιδιών, κάμερες στην εκταφή, «το τάμπλετ μίλησε» και άλλα μακάβρια, αλλά εύπεπτα και «υβριστικά» ενημερωτικά προϊόντα κατακτούν καθημερινά τα μάτια μας και το μυαλό μας. Και ζητάμε κι άλλο. Και ως προσφορά και ως ζήτηση, αφού και αυτή η σχέση προσιδιάζει όσο τίποτε στους νόμους της αγοράς, αλλά στην πιο σκληρή εκδοχή τους.
Και όλα τα παραπάνω δεν επιδιώκουν την επίκληση στο θυμικό, αλλά δυστυχώς αποτελούν μια νηφάλια, θέλουμε να πιστεύουμε, αποτύπωση των όσων «προσφέρουμε και καταναλώνουμε», από τότε που ξεκίνησε η δημοσιοποίηση αυτής της τραγικής υπόθεσης.
Αλήθειες υπάρχουν πολλές, τα γεγονότα είναι μοναδικά και σε αυτή την υπόθεση είναι ότι έχουμε ως θύματα τρία μικρά πλασματάκια. Χωρίς να κάνουμε συμψηφισμό μεταξύ της φερόμενης ως παιδοκτόνου και της κοινής γνώμης, δείχνουμε στην πλειονότητά μας να μην σεβόμαστε το θάνατό τους και τη μνήμη τους. Είμαστε σοκαρισμένοι και το διαχειριζόμαστε με τον πιο λάθος τρόπο, αφού τα αντανακλαστικά μας δεν διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο της κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά ενός απομονωτικού ατομικισμού, που αποτελεί την πιο βαριά παθογένεια των σύγχρονων κοινωνιών. Γιατί μπορεί ο Ευριπίδης για πέντε «τάλαρα» να «απογείωσε» τον μύθο της Μήδειας, ωστόσο στις αρχαίες κοινωνίες οι ζωντανοί περιποιούσαν σεβασμό στους νεκρούς…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος- ιστορικός)