«Le choix est possible dans un sens, mais ce qui n’est pas possible, c’est de ne pas choisir. Je peux toujours choisir, mais je dois savoir que si je ne choisis pas, je choisis encore»…
Με αυτό το απόφθεγμα του Ζαν-Πολ Σαρτρ -που εν συντομία μεταφράζεται: «και η μη επιλογή είναι επιλογή»-ως ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook, επιχειρεί ο ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο ParisIΠάνθεον – Σορβόννη, Ρομπέρ Φρανκ, να κινητοποιήσει τους αριστερούς ψηφοφόρους να πάνε στην κάλπη των γαλλικών προεδρικών εκλογών την Κυριακή 24 Απριλίου, για να εμποδίσουν την Μαρίν Λεπέν να εκλεγεί Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Και αυτό γίνεται μόνο με την ψήφο υπέρ του απερχόμενου Γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν, αφού η αποχή ευνοεί την ακροδεξιά υποψήφια.
Ο γράφων είχε τη βιωματική εμπειρία να βρίσκεται στη Γαλλία εκείνη την άνοιξη του 2002, όταν ο πατέρας της Μαρίν Λεπέν, Ζαν-Μαρί Λεπέν, πέρασε στον δεύτερο γύρο με αντίπαλο τον Ζακ Σιράκ. Το σοκ μετά τα αποτελέσματα της βραδιάς του πρώτου γύρου ήταν τεράστιο αλλά και τα αντανακλαστικά εξαιρετικά γρήγορα, αφού με smsειδοποίησης κατέβηκε πλήθος κόσμου να διαδηλώσει υπέρ της δημοκρατίας και της γαλλικής της παράδοσης στην πλατεία της Βαστίλης, τόπο ιερού δημοκρατικού συμβολισμού. Ωστόσο, αυτό που δεν κατανοήσαμε καλά εκείνο το προ εικοσαετίας δύσκολο βράδυ ήταν ότι αυτά τα αντανακλαστικά λειτούργησαν μόνον εκ των υστέρων, δημιουργώντας μια άλλου τύπου επικίνδυνη για τη δημοκρατία πολιτική συμπεριφορά.
Ευτυχώς για τη Γαλλία, την Ευρώπη και τον κόσμο οι Γάλλοι ψηφοφόροι έδωσαν ένα συντριπτικό ποσοστό στον κεντροδεξιό-γκωλικό υποψήφιο Σιράκ, διαλύοντας προς το (τότε) παρόν τα μαύρα αντιδημοκρατικά σύννεφα. Ωστόσο, από τότε και μετά, με εξαίρεση τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις που συμμετείχε ο σκληρός δεξιός υποψήφιος Νικολά Σαρκοζί -η γαλλική κοινωνία έχει δημοκρατική παράδοση, αλλά είναι βαθιά συντηρητική-, η ακροδεξιά των Λεπέν παρέμεινε παρούσα. Και όχι μόνον αυτό, αλλά στις φετινές εκλογές οι αξιώσεις της είναι εμφανώς μεγαλύτερες. Αυτό κατά συνέπεια μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το γαλλικό πολιτικό σύστημα δεν έκανε σημαντικά πράγματα για να μην αφήσει έρμαιο των ακραίων συνθημάτων μεγάλα τμήματα των εκλογέων και της κοινωνίας.
Τα κόμματα του παλαιού γαλλικού δικομματισμού, συνέχισαν τις πολιτικές διαχείρισης και εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο, αφήνοντας χώρο σε έναν επαγγελματία διαχειριστή, τον πρόεδρο Μακρόν, που λειτουργεί με όρους επικράτησης του τεχνοκρατισμού και των αγορών στην πολιτική, ενώ η Αριστερά δεν μπόρεσε να βρει κοινό βηματισμό, με αποτέλεσμα ο ριζοσπάστης Ζαν-Λυκ Μελανσόν να μείνει εκτός δευτέρου γύρου μόλις για το 1,2% των ψήφων. Μια πραγματικότητα που καταδεικνύει με τον πιο εύγλωττο τρόπο ότι τα μηνύματα του 2002 δεν έχουν βρει ακόμη κανέναν παραλήπτη. Αντιθέτως, μάλιστα, η αντιδεξιά ρεπουμπλικανική ψήφος στο δεύτερο γύρο, ενώ δίνει προσωρινή λύση στο πρόβλημα, λειτουργεί σαν ναρκωτικό που οδηγεί τις δημοκρατικές δυνάμεις σε πολιτική νιρβάνα.
Προφανώς και επιθυμούμε να εκλεγεί ο Μακρόν με όσο το δυνατό μεγαλύτερο ποσοστό. Αυτό όμως που πρέπει να γίνει αμέσως μετά τις εκλογές είναι ο Μακρόν και οι επίδοξοι διάδοχοί του να μην τρέχουν πάλι να ξανασυναντήσουν την ξεχασμένη Αριστερά, όπως πολύ εύστοχα αποτύπωσε ένα πρωτοσέλιδο της Λιμπερασιόν, ούτε να λαϊκίζουν με τις συντάξεις ή άλλα σημαντικά κοινωνικά ζητήματα. Η γαλλική και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν ανάγκη από πολιτικές βιωσιμότητας που στο επίκεντρό τους θα είναι ο άνθρωπος και όχι οι αριθμοί. Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» παρά την παρέκκλισή του και τα ιδεολογικά του αδιέξοδα το ανέδειξε καθαρά αυτό. Οι σύγχρονοι «sansculottes» (ξεβράκωτοι) είναι εδώ και πληθύνονται ζητώντας κοινωνική δικαιοσύνη.
Κράτος Δικαίου και δημόσιες κοινωνικές πολιτικές λοιπόν, αλλιώς «àquoisertl’ histoire?» («σε τι βοηθάει η ιστορία;»), που έλεγε το πλακάτ που κρατούσε μια κοπέλα, μια σύγχρονη «Marianne», ανεβασμένη εκείνο το βράδυ της 21ης Απριλίου του 2002 στο άγαλμα της Βαστίλης…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος-ιστορικός)