Μπορεί οι γαλλικές προεδρικές εκλογές να μονοπωλούν το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον το τελευταίο διάστημα, με το βλέμμα στραμμένο στον επικείμενο δεύτερο γύρο μεταξύ Ε. Μακρόν και Μ. Λεπέν, ωστόσο, μια ακόμη εκλογική αναμέτρηση έλαβε χώρα στις αρχές Απριλίου, με προεκτάσεις για την ευρύτερη γειτονιά μας, αυτή των Δυτικών Βαλκανίων.
Στις 3 Απριλίου πραγματοποιήθηκαν προεδρικές, βουλευτικές και δημοτικές εκλογές στην Σερβία. Στο αποτέλεσμα των τριπλών εκλογών, που διεξήχθησαν υπό τη σκιά του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και της οικονομικής αβεβαιότητας σε όλη την Ευρώπη, αποτυπώνεται τόσο η εσωτερική πολιτική κατάσταση της χώρας όσο και ο τρόπος που εκλαμβάνεται ο πόλεμος.
Πολύ περισσότερο, όμως, έχει σημασία να γίνει κατανοητό το διακύβευμα των σερβικών εκλογών ως προς την ευρύτερη περιοχή, η οποία παραμένει μια από τις πιο ευαίσθητες περιοχές στο διεθνές στερέωμα και έχει -δικαίως- χαρακτηρισθεί ως η «πυριτιδαποθήκη» της Ευρώπης.
Κυριαρχία Βούτσιτς
Το κόμμα του Αλεξάντερ Βούτσιτς (Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα, SNS) υπερίσχυσε με ιδιαίτερη ευκολία, με τον ίδιο να επανεκλέγεται στην προεδρία της Σερβίας με σχεδόν 60% και το κόμμα του να επικρατεί και στις βουλευτικές εκλογές (43%). Ο αντίπαλος συνασπισμός (Ενωμένοι για τη Νίκη) έλαβε 13% και το Σοσιαλιστικό Κόμμα 11%. Για πρώτη φορά επίσης μπήκε στη βουλή μια συμμαχία Αριστεράς - Οικολόγων (5%) που αναδείχθηκε από το μαζικό κίνημα κατά των εξορύξεων λιθίου και της περιβαλλοντικής καταστροφής.
Η ατζέντα της αντιπολίτευσης στηρίχθηκε στις κατηγορίες για διαφθορά και διαπλοκή της κυβέρνησης Βούτσιτς, ενώ έκανε λόγο για προεκλογική σπατάλη υπέρογκων ποσών, ψηφοφορία «φαντασμάτων», για χρηματισμό πολιτών και για εκτεταμένες παρατυπίες.
Η επικράτηση Βούτσιτς, η οποία οφείλεται εν μέρει και στον -καταγγελλόμενο- έλεγχο των ΜΜΕ και του Τύπου, εδραιώνει πλέον ένα προσωποπαγές σύστημα εξουσίας που συνδυάζει αυταρχικές πολιτικές και νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική με μια ευέλικτη εξωτερική πολιτική μιας και ο ίδιος καταφέρνει και διατηρεί ισορροπίες ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία.
Δεσμοί με τη Ρωσία
Η Σερβία καταδίκασε μεν στον ΟΗΕ τη ρωσική εισβολή και την παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας (και πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει διαφορετικά όταν η μη καταδίκη θα υπονόμευε τις αξιώσεις της ίδιας της Σερβίας απέναντι στο Κόσοβο και στο θέμα της εδαφικής κυριαρχίας;), χωρίς όμως να συμμετέχει στις κυρώσεις που έχει επιβάλει το δυτικό μπλοκ. Όχι μόνο γιατί υπάρχουν ιστορικοί και πολιτιστικοί δεσμοί μεταξύ των δύο λαών αλλά κυρίως λόγω των οικονομικών τους σχέσεων και της ενεργειακής εξάρτησης της Σερβίας από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Ταυτόχρονα, οι δύο χώρες έχουν αναπτυγμένη στρατιωτική συνεργασία η οποία ισχυροποιήθηκε με την άνοδο του Βούτσιτς στην εξουσία το 2017. Την τελευταία πενταετία η Σερβία αγόρασε από την Ρωσία άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα και συστήματα αεράμυνας, ενώ προσφάτως προχώρησε σε περαιτέρω εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών της αγοράζοντας συστήματα πυραυλικής αεράμυνας από την Κίνα με την οποία διατηρεί στενή εμπορική συνεργασία, ανακοινώνοντας παράλληλα ότι εξετάζει και την αγορά γαλλικών Rafale. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η Σερβία βασίζεται στη στήριξη της Ρωσίας στο θέμα του Κοσόβου καθώς και οι δύο χώρες δεν αναγνωρίζουν την ανεξαρτησία του.
Ο λαός της Σερβίας, με ανεξίτηλες τις μνήμες από τον επί 78 ημέρες βομβαρδισμό της χώρας του από το ΝΑΤΟ το 1999 και τον καταστροφικό πόλεμο που βίωσαν, θεωρεί ότι τα εθνικά του συμφέροντα απειλούνται κυρίως από τη Δύση και το ΝΑΤΟ είτε στο Κόσοβο είτε στη θέση της Σερβικής Δημοκρατίας στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και των Σέρβων στο Μαυροβούνιο. Το 83% αυτών θεωρούν την Ρωσία φιλική χώρα (η Σερβία είναι η μοναδική χώρα όπου πραγματοποιήθηκε πορεία υπέρ του Β. Πούτιν), την ίδια στιγμή μάλιστα που πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πλέον μόνο 1 στους 5 έχει θετική γνώμη για την ΕΕ και το 50% δεν επιθυμεί ένταξη στην ΕΕ, αν προϋπόθεση είναι η αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου.
Τα διακυβεύματα για τα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή
Το αποτέλεσμα των εκλογών, η άνοδος εθνικιστικών παρατάξεων με ακροδεξιά στοιχεία, ο εξοπλισμός της Σερβίας και η όξυνση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών προκαλούν ανησυχίες και σηματοδοτούν την αναβίωση ενός συγκρουσιακού και ανταγωνιστικού συστήματος. Η πρόσφατη δήλωση του Υπουργού Εσωτερικών της Σερβίας περί «σερβικού κόσμου» υπό την έννοια της πολιτικής-θεσμικής ενοποίησης των σερβικών κοινοτήτων στα Δυτικά Βαλκάνια τις εντείνει ακόμη περισσότερο.
Η διαχρονικά σιγοκαίουσα εστία έντασης στην περιοχή, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης αποσταθεροποίησης. Το αίτημα της Βοσνίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ έχει προκαλέσει την αντίδραση του Κρεμλίνου και φυσικά την αντίθεση του ηγέτη των Σερβοβόσνιων, Μ. Ντόντικ, ο οποίος, παρουσιάζοντας τη Συμφωνία του Ντέιτον ως όχημα δυτικών συμφερόντων που καταπατά τα δικαιώματα των Σερβοβόσνιων, δεν κρύβει τις αποσχιστικές διαθέσεις του. Πρόσφατα απέσυρε την Σερβική Δημοκρατία από ομοσπονδιακούς θεσμούς όπως το φορολογικό σύστημα και ο στρατός, ενώ πλήρης απόσχιση των Σερβοβόσνιων θα προκαλέσει εχθροπραξίες και αιματηρή ανατροπή των υφιστάμενων συνόρων.
Οι χρονίζουσες βαλκανικές εντάσεις και η γενικευμένη εμπόλεμη συνθήκη που έχει προσφάτως δημιουργηθεί από τη ρωσική εισβολή χρειάζεται να θεραπευθούν από ένα συλλογικό και αδιαίρετο σύστημα ασφάλειας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, μέρος του οποίου θα έπρεπε να είναι τόσο τα Δυτικά Βαλκάνια όσο και η Ρωσία. Η εξοπλιστική κούρσα που έχει ήδη ξεκινήσει από τα κράτη πρέπει να αντικατασταθεί από διπλωματία, συνεννόηση, συνανάπτυξη και γενικευμένη μείωση των εξοπλισμών.
Η οικονομία του πολέμου προς την οποία οδεύει η Ευρώπη δημιουργεί αναπόφευκτα εθνικιστικές εξάρσεις και εθνοτικές διαμάχες, ενώ παράλληλα περιορίζει τους διαθέσιμους πόρους σε βάρος της δίκαιης ανάπτυξης, της ευημερίας των λαών και του κοινωνικού κράτους. Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων πρέπει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας και το όχημα προς την σταθεροποίηση της περιοχής.
(Η Αντιγόνη Βουλγαράκη είναι Πολιτική Επιστήμονας, MSc Ευρωπαϊκό Δίκαιο & Πολιτική – Eπιστημονική συνεργάτιδα Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ)