Υπήρξε ένα μόνο ζήτημα που αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συμφωνίας μεταξύ των επιτελών των δυο φιναλίστ του δεύτερου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Ήταν η επιλογή του ζεύγους των δημοσιογράφων που θα συντόνιζε τη μεταξύ τους τηλεμαχία. Για όλα τα υπόλοιπα αποφάνθηκε η κληρωτίδα. Και τελικά η κληρωτίδα δικαιώθηκε. Αποτέλεσμα ήταν ένας εξαιρετικός διαξιφισμός που δεν άφησε κανέναν να πλήξει. Θα ξέρουμε αργότερα μέσα στην ημέρα σε ποιο ύψος ανέβηκε η τηλεθέαση, αλλά το πιθανότερο είναι να έκανε ρεκόρ.
Επί της ουσίας, η διαδικασία της κλήρωσης άρχισε κλείνοντας το μάτι στην Λεπέν. Της έκανε το μεγάλο δώρο να ανοίξει πρώτη τη συζήτηση και μάλιστα με το θέμα που αποτέλεσε σε όλη την προεκλογική περίοδο το δυνατό χαρτί της: την αγοραστική δύναμη των Γάλλων. Ο Μακρόν είχε ζητήσει να είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία. Όπως θα αποδεικνυόταν στη συνέχεια, είχε τους λόγους του. Θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να αποδιοργανώσει την αντίπαλό του από τα αποδυτήρια, μια και οι προσωπικές σχέσεις της Λεπέν με τον Πούτιν ήταν η αχίλλειος πτέρνα της. Η κληρωτίδα αποφάσισε υπέρ της Λεπέν. Από εκεί και πέρα ο καθείς με τα όπλα του.
Ούτως ή άλλως ο Μακρόν θα έπαιζε εντός έδρας. Ήταν το φαβορί. Οι δημοσκοπήσεις του έδιναν μάλιστα ένα ακόμα πλεονέκτημα: το σταθερό προβάδισμα που στον πρώτο γύρο επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά και στον δεύτερο φαινόταν να το διατηρεί σταθερά. Όλες οι μετρήσεις κατέγραφαν μια απόσταση που αυξανόταν καθημερινά. Οι χθεσινές δε, ανήμερα της πολυαναμενόμενης τηλεμαχίας, έδειχναν την ψαλίδα να ανοίγει στις 11 μονάδες. Σοβαρό ψυχολογικό ατού για τον απερχόμενο Πρόεδρο. Του επέτρεπε να συγκεντρωθεί στον στρατηγικό του στόχο με λιγότερο άγχος.
Έφτανε να κρατήσει καλή άμυνα. Να μην πάρει ρίσκα. Να μη δείξει επιθετικότητα που εύκολα θα εκλαμβάνονταν για πολλοστή φορά ως αλαζονεία. Να μη διακινδυνεύσει κανένα από τα κεκτημένα πλεονεκτήματα της εικόνας του. Ειδικότερα δε την αποδεδειγμένη διαλεκτική του δεινότητα και την πολύ καλή γνώση οποιουδήποτε φακέλου.
Αυτό το χάρισμά του , άλλωστε, το είχε επιδείξει επανειλημμένα. Ακόμα και στις χειρότερες στιγμές της θητείας του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι εμφανίσεις που έκανε όταν προσπαθούσε να εκτονώσει τη μείζονα κρίση που είχε προκαλέσει το κίνημα των κίτρινων γιλέκων.
Επί έξι μήνες γύριζε όλη τη Γαλλία οργανώνοντας ανοιχτούς δημόσιους διαλόγους με πλήθη κοινωνικών, επαγγελματικών και αυτοδιοικητικών φορέων. Κάθε φορά καθόταν επί ώρες και απαντούσε επί παντός επιστητού με λεπτομέρειες και με απαράμιλλη παιδαγωγική ικανότητα. Όλες οι απαντήσεις του ήταν αναλυτικές και άκρως τεκμηριωμένες. Ούτε μια φορά δεν πέταξε την μπάλα στην εξέδρα. Ούτε μια φορά δεν παρέπεμψε σε κάποιον αρμόδιο. Ούτε μια φορά δεν επικαλέστηκε άγνοια και ας επρόκειτο για τεχνικά ζητήματα και δευτερεύουσας σημασίας θέματα που κανένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν θα ήταν υποχρεωμένος να ξέρει ή να ασχολείται μαζί τους.
Σε αντίθεση, όμως, με την Λεπέν, που μετά την πανωλεθρία της στην τηλεμαχία του 2017 θα της ήταν αρκετή χθες μια απλώς καλύτερη από εκείνη εμφάνιση για να κερδίσει τις εντυπώσεις, ο Μακρόν δεν θα μπορούσε να αρκεστεί σε ένα απλώς καλό αποτέλεσμα.
Γιατί το ζητούμενο για τον απερχόμενο Πρόεδρο δεν είναι μια έστω οριακή επανεκλογή. Είναι ένας εκλογικός θρίαμβος με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφορά. Γιατί από την επόμενη κιόλας ημέρα θα βρισκόταν και πάλι αντιμέτωπος με έναν λαό του οποίου το 56% τον είχε αποδοκιμάσει στον πρώτο γύρο και του οποίου ένα μεγάλο μέρος, αν όχι το μεγαλύτερο, του είχε δείξει απροκάλυπτα ότι τον «μισεί». Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που τις προάλλες ο πατέρας του αισθάνθηκε την ανάγκη να δηλώσει σε συνέντευξη που παραχώρησε σε μεγάλης κυκλοφορίας περιφερειακή εφημερίδα της Νότιας Γαλλίας ότι θαυμάζει το κουράγιο που έχει ο γιος του να κυβερνά έναν λαό που είναι «αχάριστος».
Η επανεκλογή του με μικρή διαφορά θα έκανε ακόμα δυσκολότερη την αποδοχή του από έναν λαό που, «αχάριστος» ή μη, ετοιμάζεται από τώρα για τον τρίτο γύρο των προεδρικών εκλογών που θα είναι σε ενάμιση το πολύ μήνα οι βουλευτικές εκλογές. Ήταν κάτι που ο Μακρόν ήξερε πολύ καλά, όταν καθόταν χθες απέναντι στην αντίπαλό του και ήταν λογικό να είναι αυτό το μόνο άγχος του.
Όπως λογικό ήταν να τον αγχώνει η υπόθεση ότι η Λεπεν, θα εμφανιζόταν όπως είχε εμφανισθεί ο Μιτεράν απέναντι στον Σιράκ. Ως κατέχουσα, δηλαδή, το «μονοπώλιο της καρδιάς» και της εγγύτητας προς τον λαό και τα προβλήματά του. Ίσως να τον άγχωνε ακόμα άθελά του και η κατάρα που στοιχειώνει ενίοτε τη μοίρα των φαβορί. Πάσχουν από το σύνδρομο της αναμενόμενης πρωτιάς και χάνουν από τα αουτσάιντερς που δεν διακατέχονται από παρόμοια σύνδρομα.
Ευτυχώς πάντως για τον Μακρόν, ενώ έδειξε στην αρχή κάπως αγχωμένος, στη συνέχεια άρχισε να δίνει την εντύπωση σχεδόν ότι βαριόταν χωρίς, όμως, να γίνει ποτέ υπεροπτικός. Αυτό μάλλον κατάφερε να το ελέγξει πλήρως. Ίσως μόνο να αναρωτιόταν τι δουλειά είχε αυτός εκεί την ώρα που ο πόλεμος βρίσκεται ακόμα στην πόρτα της Ευρώπης. Εξ ου και από τις καλύτερες στιγμές του χθες ήταν αυτές που αναφερόταν στην κρίση της Ουκρανίας και στο μέλλον της Ευρώπης.
Με σχετική ευκολία ξεπέρασε και το άγχος που ήταν λογικό να αισθάνεται όντας στην αντικειμενικά πολύ δυσκολότερη θέση, του απερχόμενου Προέδρου, που ενδεχομένως υποχρεωνόταν να υπερασπιστεί ένα κυβερνητικό έργο, που επιπλέον είχε σημαδευτεί από αλλεπάλληλες κρίσεις, απέναντι σε μια υποψήφια Πρόεδρο που είχε την πολυτέλεια να επαγγέλλεται οτιδήποτε, καλλιεργώντας κοινωνικές προσδοκίες και να διαχειρίζεται ανέξοδα την πολιτική φθορά του αντιπάλου της και τις πολιτικές δυσαρέσκειες που αναπόφευκτα είχε προκαλέσει κυβερνώντας.
Περιέργως η Λεπέν ελάχιστα δοκίμασε να αποδομήσει τον Μακρόν σε αυτό το επίπεδο. Προτίμησε να αντιπαρατάξει τη δική της Γαλλία με τη δική του, το δικό της σχέδιο με το δικό του. Ήταν προφανές ότι εκείνο που επεδίωκε ήταν να μεταθέσει την αναμέτρηση σε ιδεολογικό επίπεδο. Να αναδείξει τη διαφορά του δικού της πατριωτισμού από τον ευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό του αντιπάλου της.
Ο λόγος έγινε γρήγορα κατανοητός. Είχε και πάλι την ίδια δυσκολία που είχε και το 2017, να τα βγάλει πέρα με τα νούμερα. Κάθε φορά που ο Μακρόν εξηγούσε μακροοικονομικά τις πολιτικές επιλογές του, η Λεπέν δυσκολευόταν και πάλι να τον παρακολουθήσει και πολύ περισσότερο να τον αντικρούσει. Επικοινωνιακά μάλλον δεν έκανε λάθος. Τα ακροατήρια στα οποία απευθύνεται ενδιαφέρονται τόσο λίγο για τα μακροοικονομικά, όσο λίγο ενδιαφέρθηκε και η ίδια να αποδομήσει τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων του Μακρόν.
Το εντυπωσιακό, ωστόσο, ήταν ότι δεν κατέβαλε σχεδόν καμία προσπάθεια να διευρύνει τα ακροατήριά της και δη προς την κατεύθυνση των ακροατηρίων της αριστεράς και των αναποφάσιστων από τα οποία εξαρτάται και η τύχη της την προσεχή Κυριακή. Δεν έδωσε καν μάχη για την αξιοπιστία της προκειμένου να προσδώσει στην εικόνα της τουλάχιστον την αναγκαία «προεδρικότητα». Σαν να είχε προσέλθει στην τηλεμαχία έχοντας αποδεχθεί ότι θα έχανε τον πόλεμο μια ακόμα πενταετίας.
Γι’ αυτό και η μόνη σε τελική ανάλυση μάχη που έδωσε με συνέπεια και επιτυχία ήταν αυτή της πλήρους αποδαιμονοποίησής της. Δεν έκανε καν το απονενοημένο διάβημα που από τη θέση του αουτσάιντερ ήταν το μόνο που της απέμενε να κάνει.
Να «αναποδογυρίσει», δηλαδή, το τραπέζι μη έχοντας τίποτα να χάσει. Προφανώς είχε επιλέξει συνειδητά να παραδώσει τα όπλα της για να σώσει την εικόνα της. Την εικόνα της συναινετικής και καθόλου επιθετικής «μάνας του λαού». Γι’ αυτό και δεν έδωσε την άλλη μάχη με την οποία γράφεται κατά κανόνα η ιστορία των τηλεμαχιών: τη μάχη των λέξεων. Την έδωσε και την κέρδισε ο Μακρόν όταν ζήτησε από την Λεπέν να απευθυνθεί στον τραπεζίτη που της έδωσε τα δάνεια για το κόμμα και τις καμπάνιες της, εννοώντας προφανώς τον Πούτιν.
(Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός αναλυτής-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)