Πρωτομαγιά και πέρα από μέρα μνήμης και αφύπνισης για το εργατικό κίνημα φαίνεται ότι είναι η επίσημη μέρα λήξης (;) της πανδημίας στη χώρα, ενώ αυτή οδεύει προς την «κανονικότητα». Από 1η Μαΐου «πάγωσαν» σχεδόν όλοι οι περιορισμοί για την πανδημία του κορονοϊού, με εξαίρεση τις μάσκες σε κλειστούς χώρους που θα παραμείνουν μέχρι 31 Μαΐου.
Ποιες είναι οι αλλαγές;
- Τα πιστοποιητικά εμβολιασμού και νόσησης από 01.05.22 έως 31.08.22 δεν θα χρησιμοποιούνται για πρόσβαση σε όλους τους χώρους κλειστούς και ανοικτούς.
- Από 01.05.22 ορίζεται ένα rapidtest την εβδομάδα για την πρόσβαση των ανεμβολίαστων στους χώρους εργασίας.
- Από 01.05 έως 31.08 επανέρχεται η λειτουργία όλων των χωρών στο 100%. Γεγονός που σημαίνει ότι και όλα τα καταστήματα εστίασης και διασκέδασης θα μπορούν να λειτουργούν με απόλυτη πληρότητα και χωρίς ουσιαστικά αποστάσεις στα τραπέζια.
- Από την 1η Μαΐου για την είσοδο στα εμπορικά καταστήματα δεν θα απαιτείται η επίδειξη του πιστοποιητικού εμβολιασμού ή νόσησης, ή των rapid test για όσους δεν έχουν εμβολιαστεί.
- Από τις 31 Απριλίου αίρεται το πρόστιμο υποχρεωτικού εμβολιασμού.
- Οι μαθητές θα επιστρέψουν στις τάξεις μετά τις διακοπές του Πάσχα χωρίς self tests.
Επιτέλους να ανασάνουμε και λίγο! Θα σκέφτηκαν πολλοί πολίτες, αν όχι οι περισσότεροι, ανεξαρτήτως του βαθμού ανησυχίας (sic) τους ως προς τη σοβαρότητα του Covid ή συμμόρφωσης τους με τα μέτρα. Δύο χρόνια τώρα η πανδημική κόπωση, όπως είναι ο χαρακτηριστικός όρος, είναι ευδιάκριτη σε όλα τις εκφάνσεις της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Αν συνυπολογίσουμε τη δυσχερή οικονομική συγκυρία και την ανάγκη βελτιστοποίησης του οφέλους από τις τουριστικές ροές η πρωτομαγιάτικη «επιστροφή στη κανονικότητα» είναι αναμενόμενη από τους πολίτες, μοιάζει αυτονόητη για την οικονομία και αποτελεί το επιστέγασμα της συνετής και συνεπούς κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας την τελευταία διετία.
Είναι όμως έτσι; Κάνει πράγματι η Κυβέρνηση το αυτονόητο; Διαχειρίζεται με σύνεση και συνέπεια, με υγειονομική και κοινωνική ενσυναίσθηση την πανδημία σήμερα, αλλά και ολόκληρη την τελευταία διετία;
Πολύ φοβάμαι πως όχι. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε α) τις συνεχιζόμενες απώλειες συνανθρώπων μας, που έχουν ξεπεράσει τις 29.000 (29.153 σύμφωνα με την Ημερήσια Έκθεση του ΕΟΔΥ, 30/4) κατατάσσοντας την Ελλάδα στις χώρες με τις χειρότερες επιδόσεις διεθνώς, β)τις ακάλυπτες υγειονομικές ανάγκες που έχουν εκτοξευθεί στο 24% από 8% που ήταν το 2019 – πρακτικά σημαίνει ότι 1 στους 4 συμπολίτες μας δεν μπορεί να έχει με οποιονδήποτε τρόπο την υγειονομική φροντίδα που χρειάζεται. Η «τακτική» νοσηρότητα παραμελήθηκε, με χειρουργικές αίθουσες και τακτικά ιατρεία να κλείνουν, θεραπείες για σοβαρές ασθένειες να καθυστερούν, τις υπηρεσίες του ΕΣΥ να μειώνονται δραματικά σε αριθμό, την πρόληψη να μετατρέπεται σε υπηρεσία πολυτελείας και όσους μπορούσαν να στρέφονται στον ιδιωτικό τομέα. Lose lose κατάσταση δηλαδή για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας που βίωσε και βιώνει υγειονομική επισφάλεια και οικονομική αιμορραγία.
Στην πραγματικότητα το δομικό πρόβλημα στη διαχείριση της πανδημίας ήταν η ψευδαίσθηση της προσωρινότητας του φαινομένου και της σύντομης λήξης της υγειονομικής απειλής. Αυτή η προσέγγιση ευθύνεται για επιμέρους στρεβλώσεις και λάθος χειρισμούς και κυρίως για το διογκούμενο έλλειμμα εμπιστοσύνης μεγάλου μέρους της κοινωνίας στην πολιτική και δυστυχώς στην (συχνά εργαλειοποιημένη) επιστημονική διαχείριση της πανδημίας.
Αυτή η αίσθηση προσωρινότητας και οι κυβερνητικές εμμονές για αντιμετώπιση μιας κρίσης δημόσιας υγείας με το ιδεολόγημα της ατομικής ευθύνης και βεβαίως του μικρότερου ΕΣΥ οδήγησαν σε ένα μοναδικό φαινόμενο: να είμαστε σήμερα 26 μήνες μετά την έλευση της πανδημίας στην Ελλάδα σε μία κατάσταση απόλυτης χαλαρότητας απέναντι στον όποιο κίνδυνο και με ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας εμφανώς λιγότερων δυνατοτήτων, χωρίς καμία σοβαρή επένδυση ή σχέδιο για το παρόν και το μέλλον. Ένα ΕΣΥ με λιγότερους και εξαντλημένους ανθρώπους, με λιγότερες υπηρεσίες που όμως καλείται να αντιμετωπίσει περισσότερες και νέες ή παλαιότερες, συμπιεσμένες ανάγκες υγείας μιας πιο φτωχής, ταλαιπωρημένης και – είναι λίγο αδόκιμος ο όρος – κακοφροντισμένης υγειονομικά κοινωνίας την τελευταία διετία.
Είναι απόλυτα φυσιολογικό οι πολίτες να ελπίζουν, να εύχονται, να επιζητούν την επιστροφή στην κανονικότητα και να έλκονται από αισιόδοξα αφηγήματα. Οι κυβερνήσεις όμως δεν μπορούν, εμφανίζοντας συμπτώματα βαριάς επικοινωνιακής βουλιμίας, να σφυρίζουν «λήξη της πανδημίας» και εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας αναχαίτισης της διασποράς, προστασίας της Δημόσιας Υγείας και στήριξης του Εθνικού Συστήματος Υγείας, χωρίς αίσθηση επιδημιολογικής πραγματικότητας και βεβαίως χωρίς αίσθηση πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης.
Το κυβερνητικό τζογάρισμα με την πανδημία ενισχύει την αβεβαιότητα για την πορεία της υγειονομικής κρίσης, της οποίας την επιστροφή για τον Σεπτέμβρη (!) προαναγγέλλει ο ίδιος ο Υπουργός Υγείας, εντείνει το αίσθημα ανασφάλειας στις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού και ναρκοθετεί τελικά την πορεία και της ίδιας της οικονομικής και ειδικότερα της τουριστικής δραστηριότητας σε μία ενδεχόμενη και δυστυχώς όχι απίθανη εκ νέου επιδείνωση.
Στην πραγματικότητα επιβεβαιώνεται ότι εδώ και καιρό η Κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν κυβερνά για την κοινωνία, για τη δημόσια υγεία, για την οικονομία ή την ανάπτυξη. Κυβερνά απλά και μόνο για τη δική της πολιτική επιβίωση.
(Ο Σταμάτης Βαρδαρός είναι Σύμβουλος για θέματα Πολιτικής Υγείας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρα, Υπεύθυνος Στρατηγικού Σχεδιασμού του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, πρώην Αν. Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υγείας)