Η παραίτηση Leggeri από τη θέση του εκτελεστικού διευθυντή του Frontex ήταν κάτι αναμενόμενο. Οι εναλλακτικές ήταν να παραιτηθεί ή να περιμένει να αποπεμφθεί.
Ο Leggeri παραιτήθηκε πριν δώσει εξηγήσεις στη διοίκηση του Οργανισμού για όσα του καταλογίστηκαν στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF). Η έκθεση του OLAF, παρά την πίεση από το Ευρωκοινοβούλιο, δημοσιογράφους και την Κοινωνία των Πολιτών, δεν έχει δημοσιοποιηθεί. Όλοι γνωρίζουν, όμως, πως αφορά την εμπλοκή του Οργανισμού σε περιπτώσεις παράνομης επαναπροώθησης αλλοδαπών.
Ο ίδιος ο Leggeri, σε αποχαιρετιστήρια επιστολή του προς τους συνεργάτες του, ισχυρίζεται πως έκανε το καθήκον του σύμφωνα με την εντολή που έλαβε και πως τα πράγματα άλλαξαν, σιωπηρά αλλά αποτελεσματικά, μετά το 2019.
Ποια ήταν όμως η εντολή που έλαβε και τι άλλαξε μετά το 2019;
Για τον Γάλλο πρώην ανώτατο δημόσιο υπάλληλο ο Οργανισμός εξελίσσεται σε ένα σώμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που θα εποπτεύει τη δράση των κρατών μελών στα σύνορα. Ισχυρίζεται πως η «δουλειά» που ανέλαβε ήταν να φτιάξει το πρώτο ένστολο (και ένοπλο) ευρωπαϊκό σώμα που θα ενδυνάμωνε τα κράτη μέλη στη διαχείριση και προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ. Πίστεψε λοιπόν πως ο σκοπός (της φύλαξης των συνόρων) αγιάζει τα μέσα (παράνομες επαναπροωθήσεις);
Ο Leggeri φαίνεται να έχει συνηθίσει να λειτουργεί ανέλεγκτα και θεωρεί πως έκανε «ότι ανέμεναν από αυτόν τα κράτη μέλη και οι Ευρωπαίοι πολίτες». Εντυπωσιακή διατύπωση για κάποιον που είχε προσληφθεί ως «γραφειοκράτης». Η αρχή της μη επαναπροώθησης, αρχή του διεθνούς δικαίου έτσι κι αλλιώς, αναφέρεται 14 φορές στον Κανονισμό του FRONTEX που ισχύει σήμερα. Αναφερόταν 11 φορές σε αυτόν που ίσχυε μέχρι το 2019. Αυτόν τον Κανονισμό επικαλείται ο Leggeri, ερμηνεύοντας όχι το γράμμα ή, έστω, το πνεύμα του αλλά το «όραμα του νομοθέτη», όπως γράφει στην επιστολή του.
Ο Leggeri αποχωρεί από την υπηρεσία, προφανώς δεν θα «χαθεί», έχοντας τύχει τιμών από το Ελληνικό Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου που νομοθέτησε ειδική διάταξη για να απονέμει «διαμνημονεύσεις» σε όσους συνέβαλαν, σύμφωνα με την κρίση του υπουργείου, «στην αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης, καθώς και των επιπτώσεών της στις τοπικές κοινωνίες». Τη «νομιμοποίηση» που παρείχε η δική μας κυβέρνηση, μαζί με κάποιες άλλες, επικαλείται άλλωστε. Φαίνεται πως υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία και μια συνεργασία στην πράξη ώστε να μην εφαρμοστεί το γράμμα του Κανονισμού και το Διεθνές Δίκαιο. Ίσως μοιράστηκε «κοινά οράματα».
Για την ΕΕ δεν νοείται, και καλώς, η κατάργηση του δικαιώματος στο άσυλο. Μόνο ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις το ζητούν. Ο Leggeri φαίνεται να αποδέχεται αυτά που κραυγάζει ο Όρμπαν. Όμως το ζήτημα της διαχείρισης των συνόρων παραμένει ένα σημαντικό ευρωπαϊκό ζήτημα. Κοινά ευρωπαϊκά σύνορα αλλά, στην πράξη, όχι και τόσο.
Η ΕΕ για πολλά χρόνια πίστεψε πως θα αντιμετωπίσει το ζήτημα χτίζοντας ένα δεύτερο εσωτερικό σύνορο με τον Κανονισμό Δουβλίνο. Τα κράτη πρώτης εισόδου στην ΕΕ ανέλαβαν βάρος που δεν τους αναλογούσε. Η κατάρρευση του Κανονισμού Δουβλίνο, την περίοδο 2015-2016, αντιμετωπίστηκε από τις ηγεσίες των κρατών μελών με την Κοινή Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας. Κατασκευάστηκε ένα τρίτο, περίπου θεσμικό, σύνορο. Ήταν ένας εναλλακτικός τρόπος να επαναχαραχθούν τα σύνορα, ειδικά για τους πρόσφυγες. Κρίθηκε, χωρίς ιδιαίτερη νομική τεκμηρίωση αλλά και με κοντόφθαλμη πολιτική λογική, πως πρώτη ασφαλής χώρα για τους πρόσφυγες που έφευγαν από την Συρία ήταν η Τουρκία. Η Τουρκία, μέσω της Κοινής Δήλωσης, παρουσιάστηκε ως κράτος που διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, περίπου ως ευρωπαϊκό. Δεν υπήρχε κάποια σοβαρή μελέτη γι αυτό. Αρκούσε η προθυμία της Τουρκίας που στο κείμενο της Κοινής Δήλωσης «χώρεσε» όλη σχεδόν την ευρωτουρκική ατζέντα. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό, βιωμένο με δραματικό τρόπο στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, στις ευρύτερες ελληνοτουρκικές και ευρωτουρκικές σχέσεις αλλά και στα δικαιώματα των Τούρκων αντιφρονούντων.
Με τα γεγονότα του Έβρου, την εργαλειοποίηση των προσφύγων από την κυβέρνηση Ερντογάν, κηρύχθηκε το τέλος της εφαρμογής της Κοινής Δήλωσης. Το σχέδιο των ηγεσιών της ΕΕ απέτυχε παταγωδώς επειδή η Τουρκία έπαψε να είναι πρόθυμη.
Η έκρυθμη κατάσταση στον Έβρο απαίτησε απαντήσεις από την ελληνική πλευρά που δόθηκαν με αξιοσημείωτη πολιτική συναίνεση. Από τότε όμως κάτι φαίνεται πως πάει στραβά. Οι καταγγελίες για παράνομες επαναπροωθήσεις, που πάντα υπήρχαν, πλήθυναν. Δημοσιογραφικές έρευνες από μεγάλα δημοσιογραφικά δίκτυα αλλά και εκθέσεις οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών παρείχαν στοιχεία για διάφορα περιστατικά που δεν ερευνήθηκαν. Ο, Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, Filippo Grandi, σε δήλωσή του Φεβρουαρίου του 2022, ανέφερε πως είχαν καταγραφεί 540 (!) περιστατικά παράνομων επαναπροωθήσεων προς την Τουρκία από τα ελληνικά χερσαία και θαλάσσια σύνορα. Η Τουρκία, κράτος που παραβιάζει συνεχώς το διεθνές δίκαιο με κάθε πιθανό τρόπο δεν υπέστη κυρώσεις για τη συμπεριφορά της. Τα φώτα της διεθνούς δημοσιογραφίας στράφηκαν αλλού. Η ελληνική κυβέρνηση προέβη σε αλλεπάλληλες διαψεύσεις κατηγορώντας αδιακρίτως τους καταγγέλλοντες ως φορείς της τουρκικής προπαγάνδας. Ακόμα και Τούρκους πολίτες που καταγγέλλεται πως μετά την επαναπροώθηση τους βρέθηκαν καταδικασμένοι για την πολιτική τους δράση σε τουρκικές φυλακές.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ασθμαίνοντας και παλινδρομώντας, προσπαθεί να δομήσει μια κοινή πολιτική για τη μετανάστευση και το άσυλο. Οι αρχές, οι αξίες, το διεθνές δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο συνηγορούν στην επίτευξη λύσης που συνάδει με την, διαχρονικά διατυπωμένη, εθνική θέση. Να επιμεριστούν οι ευθύνες για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο αναλογικά στα κράτη μέλη. Ευθύνη και αλληλεγγύη στην ΕΕ δεν μπορεί παρά να είναι αλληλένδετες απροϋπόθετες αρχές.
O Leggeri, με την επιστολή- πολιτικό «μανιφέστο» του, εθνικοποιεί την ευρωπαϊκή πολιτική για τη Μετανάστευση και τη Ζώνη Σένγκεν. Κατασκευάζει θεωρητικό πλαίσιο, εκ των υστέρων, για τις πρακτικές του. Λειτουργεί ως ανασχετικός παράγοντας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που άλλες φορές, μάλλον με θράσος, επικαλείται. Πίσω από την αδιαφάνεια και την έλλειψη λογοδοσίας για το τι ακριβώς συμβαίνει στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ υπονοεί την υπεράσπιση κάποιου αόριστου εθνικού συμφέροντος. Ένα εθνικό συμφέρον που ακούγεται ευχάριστα στα αυτιά της ευρωσκεπτικιστικής, εθνολαϊκιστικής πλευράς της ΕΕ που, δυστυχώς, αποτελεί ισχυρή και επικίνδυνα επιδραστική μειοψηφία.
H επιστολή που έστειλε ο Leggeri στους συνεργάτες του:
(Ο Βασίλης Χρονόπουλος είναι νομικός, ειδικός σε θέματα μετανάστευσης και ασύλου)