Με αφορμή την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ως προσκεκλημένου του Πρίγκιπα Καρόλου στο «Dumfries House», μια έπαυλη λόρδων που έχει ανακαινιστεί με τη συμμετοχή του «The Prince's Foundation»και με επίσημη αιτιολογία του ταξιδιού, τη συμβο(υ)λή του διαδόχου του βρετανικού θρόνου σχετικά με την αξιοποίηση του αποκαλούμενου «βασιλικού» κτήματος του Τατοΐου, διαβάσαμε και ακούσαμε διάφορα, που μόνο εποικοδομητικά δεν είναι για τους όποιους σχεδιασμούς σχετικά με το εν Ελλάδι ιστορικό ακίνητο.
Ξεκινώντας από τα βασικά, να αναφέρουμε ότι ο επισκέψιμος πολυχώρος του Dumfries House, αποτελεί όντως ένα μοντέλο αξιοποίησης, με την επιφύλαξη πάντα της εξεύρεσης πόρων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχουν ρεπορτάζ για «αμφιλεγόμενες» χρηματοδοτήσεις και χορηγίες. Αλλά αυτό είναι ζήτημα των Σκώτων και των Βρετανών και εμάς μας αφορά στο επίπεδο των πραγματικών δυνατοτήτων μας για την αξιοποίηση των πρώην θερινών ανακτόρων.
Κανείς δεν μπορεί να ψέξει τον πρωθυπουργό για την επίσκεψη καθαυτή, ωστόσο, η προβολή της σε μια τόσο δυσχερή συγκυρία, αποτελεί αστοχία του επικοινωνιακού του επιτελείου και των συμβούλων του. Δεν μπορεί οι πολίτες να μην έχουν να πληρώσουν το ρεύμα και τη βενζίνη τους και ο ΠΘ να απαθανατίζεται με τον πρίγκιπα Κάρολο σε μουσειακά εκθέματα ή προϊόντα που παραπέμπουν σε χλιδή. Το «Scottish» ή «Britishdream» σίγουρα δεν έχουν κανένα σημείο αναφοράς στον νεοέλληνα.
Επιπλέον, η διαρροή περί του ρόλου του Καρόλου ως συμβούλου, εύλογα προκάλεσε αντιδράσεις, αφού υπάρχουν στην Ελλάδα εξαιρετικοί αρχιτέκτονες, τοπογράφοι, μουσειολόγοι, περιβαλλοντολόγοι και μάνατζερ πολιτιστικής κληρονομιάς που ίσως να μπορούν να συμβάλουν με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο στην αξιοποίηση αυτού του δημόσιου κτήματος, που έχει πληγεί από δύο μεγάλες πυρκαγιές, αυτή του 1916 με παρ’ ολίγον θύματα τον Κωνσταντίνο Α’ και την οικογένειά του και το περσινό καλοκαίρι με τις φωτιές στην Αττική.
Τρίτον και εξίσου σημαντικό, δεν μπορείς να στρέφεσαι σε έναν wannabee βασιλιά για την αξιοποίηση ενός πρώην «βασιλικού» κτήματος, σε μια εδώ και μισό περίπου αιώνα αβασίλευτη δημοκρατία. Όσο «large»και «openmind» να είμαστε ιδεολογικά, υπάρχουν κάποιες ιστορικές αναφορές εξαιρετικά ευαίσθητες, εκτός αν υπάρχει πολιτική στόχευση σε συγκεκριμένη δεξαμενή ψήφων που θα χρειαστούν στις ερχόμενες εκλογές. Κάτι για το οποίο η οικογενειακή πολιτική παράδοση του νυν Έλληνα ΠΘ εγκαλείται, όπως έγινε και στη συγκεκριμένη περίπτωση από ρεπορτάζ και άρθρα αντιπολιτευόμενων εφημερίδων.
Από την άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση, επικαλούμενη αυτή την αρθρογραφία με τα σημαντικά, αλλά retros pective θέματα, όπως το «unfair» και τα «κοντέινερ» του πατρός Μητσοτάκη, μπήκε ανώφελα σε μια συζήτηση περί πολιτειακού ζητήματος που δεν θεωρούμε ότι τίθεται πια στη χώρα μας. Επιπροσθέτως, δεν είναι αρνητικό να υπάρχουν σκέψεις και σχέδια για επωφελή αξιοποίηση δημόσιων ιστορικών χώρων, όπως το Τατόι, που αποτελούν μέρος της σύγχρονης ιστορίας και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, χωρίς να μπει πολιτικό πρόσημο στους επιθετικούς προσδιορισμούς που θα συνοδεύουν την επίσημη ονομασία του χώρου.
Επίσης, θα φαινόταν πολιτικά θεμιτό η αξιωματική αντιπολίτευση να κατηγορήσει την κυβέρνηση για «πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα», αλλά επί του πολιτικού να μείνει σε αυτό, γιατί σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης η στάση της εκλαμβάνεται ως ένα απροϋπόθετο «όχι σε όλα», κάτι που από τη μια δεν βοηθάει στην αποτύπωση της πραγματικής δυναμικής της και από την άλλη αδικεί την δουλειά που κάνουν οι άνθρωποι που ασχολούνται με το χαρτοφυλάκιο του πολιτισμού στον ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος, το βασικό επίδικο στο ζήτημα του κτήματος του Τατοΐου είναι η συνολική αναγέννηση του χώρου. Κατ’ αρχήν οφείλουμε ως κράτος, φορείς και πολίτες να πιέσουμε για την αναδάσωση ενός από τους σημαντικότερους και ομορφότερους πνεύμονες πρασίνου της Αττικής. Δεύτερον και σημαντικό, ο σχεδιασμός θα πρέπει να περιλαμβάνει τη σύγχρονη αποϊδεολογικοποίηση του χώρου. Δηλαδή, δεν πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο τοπόσημο της ελληνικής μοναρχίας. Έκθεση της ιστορίας και «αβασίλευτη» χρήση, όπως είναι οι Βερσαλλίες στη Γαλλία.
Στο πλαίσιο αυτό και όταν εκπονηθεί ένα ολιστικό σχέδιο θα πρέπει να ανακαινιστούν οι υποδομές ανάλογα με τη χρήση που θα έχει η κάθε μια και σταδιακά. Είναι άλλο πράγμα η αναστήλωση λόγου χάρη μιας κρήνης και άλλο η ανακαίνιση ολόκληρων εσωτερικών χώρων που θα φιλοξενούνται επισκέπτες. Δηλαδή, προτεραιότητες που θα οδηγήσουν στην εν κινήσει αναγέννηση και αξιοποίηση αυτού του ιστορικού χώρου που είναι αναπόσπαστα δεμένος με την ελληνική φύση και ιστορία. Γιατί αλλιώς, με τα λόγια χτίζουμε όλοι «ανώγεια και κατώγεια» και στη συγκεκριμένη περίπτωση «Τατόγια»…