Το τρίπτυχο πανδημία, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός διαμορφώνει το οικονομικό κλίμα στην παρούσα φάση, αναμένεται δε να επηρεάσει την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο σύνολο του έτους 2022.Με τον Covid-19 να μεταμορφώνεται κάθε τόσο και να απειλεί τη ζωή και την καθημερινότητά μας και τη ρωσική ηγεσία να φροντίζει με τις πυρηνικές απειλές της να μας κόβει κάθε τόσο την ανάσα, νοικοκυριά και επιχειρήσεις λειτουργούν υπό καθεστώς φόβου και ανασφάλειας, τα οποία επηρεάζουν και τις όποιες αποφάσεις τους.
Είναι γεγονός, ότι τα φαινόμενα είναι εισαγόμενα και πλήττουν όλες τις χώρες και ιδιαίτερα της Ευρώπης. Έντονες πληθωριστικές πιέσεις, επιβράδυνση του αναπτυξιακού ρυθμού, αδιέξοδα στην πολιτική ενεργειακής απεξάρτησης από τη Ρωσία καταγράφονται παντού. Όμως όχι με την ίδια ένταση και κυρίως με τις ίδιες διαγραφόμενες προοπτικές για το μέλλον. Οι διαφοροποιήσεις οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε πιο στοχευμένες και γι’ αυτό αποτελεσματικότερες επιλογές, ενώ σε ότι αφορά στο ούτως ή άλλως αβέβαιο μέλλον, η πορεία θα εξαρτηθεί από τα προβλήματα που κουβαλάει κάθε χώρα στην πολυτάραχη διαδρομή της τελευταίας δεκαετίας, αλλά και από το μέγεθος του ρήγματος που θα αφήσει πίσω του ο ευρωπαϊκός πόλεμος καθώς και ο πλανητικός ανταγωνισμός για την οικονομική και πολιτική επικυριαρχία.
Η οικονομική συγκυρία
Μέσα σε αυτό το ταραγμένο περιβάλλον η ελληνική οικονομία, έχει να αντιμετωπίσει πρόσθετες προκλήσεις, οι οποίες πηγάζουν από την καθυστέρηση στην εφαρμογή ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων, το υπέρογκο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος καθώς και το προβληματικό ακόμη αξιόχρεο της χώρας. Το αρνητικό κλίμα καταγράφεται σε όλες τις εκθέσεις με τη μορφή σεναρίων, με μεγάλες μάλιστα αποκλίσεις, κυρίως επειδή οι εξελίξεις στο μέτωπο του πολέμου είναι άγνωστες. Σε θολά νερά ειδικότερα διαμορφώνονται και οι τιμές στα καύσιμα, στα τρόφιμα και στα επιτόκια, όπου η μεν νομισματική πολιτική δείχνει ανίσχυρη να παράσχει ικανά στηρίγματα, τα δε κράτη να έχουν εξαντλήσει τον όποιο δημοσιονομικό χώρο διέθεταν για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Έτσι, εκτός από την αναθεώρηση επί το δυσμενέστερο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Τράπεζα της Ελλάδος, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή καθώς και των οίκων αξιολόγησης S&P και Moody’s, προέβη και το υπουργείο οικονομικών στο νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2023-2026 σε διόρθωση τόσο του προβλεπόμενου ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ όσο και του αναμενόμενου ύψους στο γενικό επίπεδο των τιμών. Τα ακριβή ποσοστά των προβλέψεων σε ένα περιβάλλον έντονης ανησυχίας και αβεβαιότητας, έχουν μόνο ενδεικτική σημασία για την τάση, αφού οι παράμετροι και οι υποθέσεις που στηρίζονται αποτελούν τη μεγάλη άγνωστο για το σύνολο του έτους 2022. Αξιοσημείωτη επίσης είναι και η πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για το οικονομικό κλίμα, όπου αναφέρεται ότι ο σχετικός δείκτης τον Απρίλιο βρέθηκε στις 105 μονάδες, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο του τελευταίου χρόνου. Επίσης, ανησυχητική είναι και η αναφορά στην έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ινστιτούτου, ότι επιδεινώθηκαν οι επιχειρηματικές προσδοκίες στη βιομηχανία, στις κατασκευές και στις υπηρεσίες, ενώ το λιανικό εμπόριο δείχνει να έχει ισχυρότερες αντιστάσεις. Ακόμη, οι εξελίξεις, όπως ήταν αναμενόμενο, έφεραν στο προσκήνιο και δύο άλλα μεγάλα προβλήματα, τα οποία πριν από την εμφάνιση της ενεργειακής κρίσης και της ανάφλεξης του πολέμου δεν απασχολούσαν ιδιαίτερα τους φορείς της οικονομικής πολιτικής.
Η επιστροφή στον ακριβό δανεισμό
Η ανοδική πορεία των αποδόσεων τόσο των 7ετών όσο και των 10ετών τίτλων του ελληνικού δημοσίου ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2021, ταυτόχρονα με την εκτόξευση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων στα προθεσμιακά συμβόλαια. Αυτή οδήγησε στα ύψη τον πληθωρισμό κι ως εκ τούτου στην ανάγκη νομισματικών παρεμβάσεων από την πλευρά των Κεντρικών Τραπεζών μέσω περιορισμού της ρευστότητας (συρρίκνωση του ισολογισμού τους) και της αύξησης των επιτοκίων αναφοράς. Με δύο διαδοχικές αυξήσεις η FEDτων Ηνωμένων Πολιτειών όρισε πρόσφατα τα επιτόκια μεταξύ 0,75 και 1%, ενώ αμέσως μετά ακολούθησε η Τράπεζα της Αγγλίας στο 1% που είναι και το υψηλότερο επίπεδο από το 2009.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στην τελευταία συνεδρίαση του Δ.Σ. της με αρκετή καθυστέρηση, κάτι που αποδυναμώνει το Ευρώ έναντι του Δολαρίου, προχώρησε σε αλλαγή πλεύσης και με δηλώσεις αξιωματούχων προανήγγειλε τη λήξη τον Ιούλιο του προγράμματος αγοράς ομολόγων (APP) καθώς και την αύξηση στη συνέχεια του επιτοκίου αναφοράς πιθανώς κατά 0,50%, κάτι που σημαίνει, ότι από το -0,50% που βρίσκεται σήμερα θα ανέλθει μέσα στο 2022 στο 0,00%, ίσως ακόμη και σε θετικό πρόσημο. Όμως, τα νομισματικά μέτρα δεν έχουν πάντα ως στόχο το μέγεθος της επιβάρυνσης του κόστους χρηματοδότησης, αλλά και τη σηματοδότηση της αλλαγής των χρηματοδοτικών συνθηκών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Τώρα, αν με την πολιτική αύξησης των επιτοκίων θα καταφέρει η ΕΚΤ να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, αυτό παραμένει κατά την άποψή μας ζητούμενο, αφού με τα μέτρα αυτά δεν είναι δυνατό να αγγίξει τις αιτίες που οδηγούν στον επίμονα υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων 40 ετών. Εκείνο που θεωρείται σχεδόν βέβαιο είναι, ότι η πολιτική αυτή θα οδηγήσει σε περαιτέρω συρρίκνωση της αναπτυξιακής δυναμικής και θα συμβάλλει στην εγκατάσταση, για πόσο χρόνο άραγε, του στασιμοπληθωρισμού.
Οι πληθωριστικές πιέσεις και οι ποικίλες διαταραχές που προκάλεσε ο πόλεμος αλλά και η ανοδική πορεία των επιτοκίων αναφοράς των κεντρικών τραπεζών, εγκατέστησαν στις αγορές κλίμα αβεβαιότητας, το οποίο εκφράζεται σε αυξημένο κόστος για τις χώρες κυρίως με υψηλό δανεισμό και ως εκ τούτου μεγάλο ρίσκο για τους επενδυτές. Έτσι, το ελληνικό 10ετές ομόλογο άγγιξε ήδη το 3,4%, εκεί δηλαδή που βρίσκονταν τον Απρίλη του 2019, με αποτέλεσμα να ωθεί και το κόστος του δημόσιου δανεισμού σε υψηλότερα επίπεδα. Το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε προβληματική περιοχή όπου οι συνθήκες έχουν αλλάξει, φανερώθηκε περίτρανα στην πρόσφατη επανέκδοση του 7ετούς ομολόγου λήξης το 2027, όπου η χώρα μας βγήκε στις αγορές με σκοπό να δανειστεί 2 δις Ευρώ και δανείστηκε τελικά 1,5 δις με επιτόκιο μάλιστα 2,4%. Το πλέον ανησυχητικό είναι, ότι ενώ υπήρξαν προσφορές για 4,8 δις Ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος δεν έγινε αποδεκτό πρώτον διότι θα ανέβαζε υψηλότερα το επιτόκιο και δεύτερον επειδή προέρχονταν από μη σοβαρούς επενδυτές.
Κινδυνεύουμε από την αύξηση των επιτοκίων;
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η δυσμενής αυτή εξέλιξη μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα που βιώσαμε στο πρόσφατο παρελθόν σχετικά με την εξυπηρέτηση του χρέους. Χωρίς αμφιβολία, η δαπάνη για την κάλυψη του προγράμματος δανεισμού, το οποίο προβλέπει το δανεισμό άλλων 9 δις Ευρώ μέσα στο 2022 θα είναι σημαντικά αυξημένη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Όμως δεν τίθεται θέμα αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, αφού το ελληνικό χρέος είναι ρυθμισμένο μέχρι το 2033 με ευνοϊκούς για την εξυπηρέτησή του όρους, ενώ το ελληνικό δημόσιο διαθέτει και ένα σημαντικό ταμειακό απόθεμα 40 δις Ευρώ περίπου, ικανό να καλύψει τις όποιες έκτακτες ανάγκες ήθελε προκύψουν.
Χωρίς αμφιβολία, η αποτυχημένη έξοδος στις αγορές εκπέμπει πολύ σημαντικά μηνύματα. Το κυριότερο, ότι η Ελλάδα συνεχίζει να είναι η πιο υπερχρεωμένη χώρα της Ευρώπης και συνεπώς ο αδύναμος κρίκος της. Ταυτόχρονα, η χώρα μας δεν διαθέτει επενδυτική βαθμίδα, την οποία αναμένουμε να αποκτήσουμε το δεύτερο εξάμηνο του 2023, πέντε χρόνια μετά την έξοδο από τα μνημόνια και σε διπλάσιο χρόνο από ότι χρειάστηκαν οι άλλες μνημονιακές χώρες. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη δεν έχει πείσει τις αγορές για τη δημοσιονομική της ευταξία και σταθερότητα.
Η πανδημία καθώς και η ενεργειακή κρίση δημιούργησαν πράγματι την ανάγκη στήριξης ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας και μικρών επιχειρήσεων. Όλα τα κράτη διέθεσαν σημαντικά ποσά για το σκοπό αυτό μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, δαπανώντας 43 δις Ευρώ τη διετία 2020-2021, εκ των οποίων τα 30 προήλθαν από δανεισμό. Άλλα 5 δις Ευρώ προς το παρόν εκτιμάται ότι θα κοστίσει στο κράτος η ενεργειακή ανακούφιση, κυρίως σε ότι αφορά το σκέλος της ανόδου των τιμών που προκάλεσε ο πόλεμος. Ασφαλώς οι αυξημένες κρατικές δαπάνες σε περιόδους κρίσης είναι ευεργετικές και καθόλα αναγκαίες για την κοινωνία και την οικονομία. Τα ερωτήματα που τίθενται για την ελληνική περίπτωση με τα μακροοικονομικά χαρακτηριστικά που περιεγράφηκαν πιο πάνω, είναι κατά πόσον οι ενισχύσεις ήταν στο σύνολό τους φειδωλές και ακόμη αν λειτούργησαν στοχευμένα αριστοποιώντας την αποτελεσματικότητά τους. Το κευνσιανό υπόδειγμα μας παρέχει το εργαλείο άσκησης αποτελεσματικής οικονομικής πολιτικής υπό δύο όμως προϋποθέσεις. Τη σωστή επιλογή για τη χρονική στιγμή της εφαρμογής καθώς και για το μέγεθος της δοσολογίας. Σε καιρούς μάλιστα, όπου οι κοινωνίες βρίσκονται μπροστά σε πλανητικούς κινδύνους, υποχρέωση της οικονομικής πολιτικής είναι η προστασία της χώρας από τις δραματικές αλλαγές που κυοφορούνται. Ασπίδα προστασίας perexcellence αποτελεί η δημοσιονομική σταθερότητα και η κοινωνική συνοχή, η οποία διασφαλίζεται από μια δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων ως εναλλακτική λύση της αδιέξοδης αύξησης του δανεισμού.
(Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς)