Στις 29 Απριλίου ο επικεφαλής της FRONTEX, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας φύλαξης συνόρων, Φαμπρίς Λετζέρι, υποχρεώθηκε σε παραίτηση, ως αποτέλεσμα μιας έρευνας που απέδειξε την ανοχή ή και την εμπλοκή της υπηρεσίας σε παράνομες επαναπροωθήσεις μεταναστών στο Αιγαίο. Οι επαναπροωθήσεις, θέτοντας σε κίνδυνο την ανθρώπινη ζωή, αυτονόητα παραβιάζουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και το Διεθνές Δίκαιο.
Λίγους μήνες πριν, στα μέσα Ιανουαρίου, ο Υπουργός Μετανάστευσης Νότης Μηταράκης είχε βραβεύσει τον κύριο Λετζέρι μαζί με τον περιφερειάρχη Νοτίου Αιγαίου κύριο Χατζημάρκο, «για την συμβολή τους στην αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης…».
Η παραίτηση του επικεφαλής οφείλεται στη δημοσιοποίηση των πρώτων συμπερασμάτων έκθεσης του OLAF (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης), με αναφορές σε κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την FRONTEX. O OLAF ερευνούσε τη δράση της για περισσότερο από έναν χρόνο λόγω των καταγγελιών για συστηματικές επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο. Η έκθεση καταγγέλλει ότι η Υπηρεσία παραβίαζε τα ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία είχε ως σκοπό να υπερασπίζεται. Σειρά μαρτυριών, ήδη από το 2015, αναφέρονται σε επαναπροωθήσεις προς την Τουρκία τις οποίες η FRONTEX δεν επιχείρησε σε καμιά περίπτωση να εμποδίσει. Αλλά εκτός από τον επικεφαλής είναι και το γενικότερο πλαίσιο της δράσης της Υπηρεσίας που πλέον μπαίνει στο μικροσκόπιο. Πάντως, στη σύσκεψη του Διοικητικού Συμβουλίου της FRONTEX (αποτελούμενο από εκπροσώπους των κρατών μελών) ο κύριος Λετζέρι έτυχε της αμέριστης στήριξης από την Ουγγαρία, Πολωνία και Ελλάδα, που υπερασπίστηκαν τη δράση του. Δυστυχώς, καμιά έκπληξη δεν προκαλεί πλέον η ‘παρέα’ με την οποία βρέθηκε η χώρα μας: Η Κυβέρνηση για καιρό καλύπτει τις παράνομες επαναπροωθήσεις, κουκουλώνοντας τα γεγονότα κάτω από τον μανδύα της διατήρησης της ειρήνης στις τοπικές κοινωνίες, σε μια εποχή που πολλά μεγάλα προβλήματα έχουν στρέψει αλλού την προσοχή της κοινής γνώμης.
Τα κράτη μέλη και η ΕΕ δεν μπορούν να παρανομούν. Σε αγαστή συνεργασία με την Κυβέρνηση η οποία και τον βράβευσε, ο κύριος Λετζέρι διέσυρε τις αξίες και αρχές της Ένωσης με παράλληλη μεθοδευμένη προσπάθεια απόκρυψης των πεπραγμένων του, προκαλώντας την άρνηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να εγκρίνει την απαλλαγή του Οργανισμού στο πεδίο των οικονομικών πεπραγμένων για το 2020.
Η δράση του εκλεκτού αυτού κυρίου ήταν ευρύτερα γνωστή, απαξιώνοντας μια υπηρεσία που έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει, ειδικά στο Αιγαίο. Ο Πρωθυπουργός, την ώρα που συνεχίζονταν οι έρευνες, τον υποδεχόταν στο Μαξίμου ενώ ο αρμόδιος υπουργός τον βράβευε. Κατά βάση η κυβέρνηση βράβευσε την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα απολύτως παράνομα push backs, που θέτουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές στη θάλασσα. Η δε στάση της στο Διοικητικό Συμβούλιο της Υπηρεσίας ήταν απόλυτα αήθης.
Μετά τα γεγονότα στον Έβρο κάθε καταγγελία για επαναπροωθήσεις θεωρείτο από την Κυβέρνηση ως φιλοτουρκική προπαγάνδα. Όμως με το ξέσπασμα του σκανδάλου του Λετζέρι ορισμένοι αρθρογράφοι προχώρησαν σε μια άλλη αφήγηση: "οι επαναπροωθήσεις συνάδουν με το δικαίωμα της χώρας να προστατεύεται". Είναι οι ίδιοι που σε άλλες ευκαιρίες, κυρίως σε σχέση με την Τουρκία, υψώνουν, και ορθά, τη σημαία του Διεθνούς Δικαίου και των δικαιωμάτων της χώρας και καλούν όλους να υπερασπιστούν του κανόνες δικαίου! Προφανώς επειδή εκεί μας βολεύει….
Το διεθνές δίκαιο δεν μπορεί είναι κουρελόχαρτο να κομματιάζεται σε επιχειρηματολογίες α λα καρτ. Μια σοβαρή χώρα, που λειτουργεί με αρχές και σέβεται τους διεθνείς κανόνες, θα έπρεπε να το υπερασπίζεται σε κάθε περίπτωση. Η συγκάλυψη παρανομιών του λιμενικού δεν περιποιεί τιμή στη χώρα . Δεν περιποιεί τιμή και στην FRONTEX- η Ένωση όμως είχε τους μηχανισμούς να αντιδράσει , έστω και με καθυστέρηση.
Η Κυβέρνηση δεν δικαιούται να παρανομεί και να θέτει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές . Τόσο απλά. Τίποτα και ποτέ δεν μπορεί να μπει στη ζυγαριά με την απόλυτη αξία της ανθρώπινης ζωής. Η κατάπτυστη στάση να προχωρούμε σε μαζικές επαναπροωθήσεις «τώρα που δεν μας βλέπουν» πρέπει να τελειώσει μια για πάντα.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Αναπλ. Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μέλος ΔΣ του ΙΔΙΣ)