Από την αγωνιστική περίοδο 2023-2024, το Τσάμπιονς Λιγκ θα διεξάγεται με διαφορετικό τρόπο. Εγκαταλείπεται η υφιστάμενη μορφή, όπου 32 ομάδες χωρίζονται σε οκτώ ομίλους και προκρίνονται οι δύο πρώτοι κάθε ομίλου στους «16» και εισάγεται ένας ενιαίος όμιλος 32 ομάδων. Στο πλαίσιο αυτού του ομίλου κάθε ομάδα θα αναμετρηθεί με τις οκτώ (από τις 32) ομάδες, μόνο μία φορά (τέσσερις αγώνες εντός έδρας και τέσσερις εκτός, αλλά με διαφορετικές ομάδες). Δε θα παίξουν όλοι εναντίον όλων, όπως γίνεται σε ένα τυπικό πρωτάθλημα. Από τον όμιλο θα προκύψει μία ενιαία βαθμολογία. Οι 8 πρώτοι θα προκριθούν στους «16». Οι δεκαέξι που θα τερματίσουν από την 9η έως την 24η θέση θα σχηματίσουν, οκτώ ζευγάρια που θα παίξουν νοκ-άουτ αγώνες. Οι νικητές θα πάνε συναντήσουν τους 8 που έχουν ήδη προκριθεί, σχηματίζοντας τη φάση των «16». Από εκεί και πέρα οι ομάδες θα αναμετρηθούν σε ζευγάρια, με αγώνες με απευθείας αποκλεισμό (νοκ-άουτ), όπως γίνεται μέχρι σήμερα. Συνολικά, για να πάρει μία ομάδα το Κύπελλο θα πρέπει να δώσει 17 αγώνες.
Ιστορικά, αυτός ο τρόπος διεξαγωγής της διοργάνωσης είναι, ο τρίτος. Στην αρχική του μορφή το Κύπελλο Πρωταθλητριών, ξεκίνησε το 1955.Οι ομάδες κληρώνονταν σε ζευγάρια και έφταναν στον τελικό, ύστερα από νοκ-άουτ αγώνες. Μέχρι το 1992 ο κυπελλούχος χρειαζόταν εννέα ματς, για να πάρει το Κύπελλο.
Το 1993 και υιοθετήθηκε το σύστημα των Ομίλων. Παράλληλα όμως, εκτός από τους πρωταθλητές κάθε χώρας, στη διοργάνωση συμμετείχαν περισσότερες ομάδες από τα πιο ισχυρά πρωταθλήματα. Και μάλιστα, στη φάση των ομίλων προκρίνονταν αυτοδικαίως οι ισχυρότερες ομάδες. Για παράδειγμα, οι τρεις πρώτες ομάδες του αγγλικού, του γερμανικού, του ιταλικού και του ισπανικού πρωταθλήματος, προκρίνονταν απευθείας στη φάση των ομίλων. Αργότερα οι τρεις ομάδες έγιναν τέσσερις. Αυτό, πρακτικά, μείωνε τις θέσεις για τις ομάδες από λιγότερο δυνατά πρωταθλήματα.
Σε κάθε περίπτωση, η ομάδα που κατακτάει το Κύπελλο, σήμερα, πρέπει να δώσει 13 ματς. Με το νέο σύστημα που θα ισχύσει από τη μεθεπόμενη χρονιά, θα πρέπει να δώσει 15 ή 17…
Ποσότητα - Ποιότητα: Σημειώσατε 2
Είναι προφανές ότι η ΟΥΕΦΑ προχώρησε σ’ αυτή την απόφαση, επειδή αισθάνθηκε την πίεση των ισχυρών ευρωπαϊκών κλαμπ, που, πριν ένα χρόνο, επιχείρησαν να αποχωρήσουν από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις και να φτιάξουν μία δική τους κλειστή λίγκα. Το νέο σύστημα εξασφαλίζει μεγαλύτερο αριθμό αγώνων και, επομένως, οι ομάδες προσδοκούν να κερδίσουν περισσότερα χρήματα.
Όμως, είναι προφανές ότι όταν οι ποδοσφαιριστές δίνουν περισσότερους αγώνες σε πολύ υψηλό ρυθμό και επίπεδο, η σωματική επιβάρυνσή τους μεγαλώνει. Είναι, επομένως, εξασφαλισμένη η ποιότητα του θεάματος της νέας διοργάνωσης;
Την απάντηση τη δίνει η ιστορία του ίδιου θεσμού. Την περίοδο 1999-2000 και για μερικές αγωνιστικές περιόδους, η ΟΥΕΦΑ διεξήγαγε το Τσάμπιονς Λιγκ με δύο φάσεις ομίλων. Δηλαδή, οι δύο πρώτες ομάδες που προκρίνονταν από τη φάση των 32 στη φάση των 16 δεν έπαιζαν διπλούς αγώνες νοκ άουτ, αλλά χωρίζονταν εκ νέου σε τέσσερις ομίλους των τεσσάρων ομάδων. Οι δύο πρώτες έπαιρναν το εισιτήριο για τα προημιτελικά, όπου οι αγώνες ήταν με απευθείας αποκλεισμό («νοκ-άουτ»). Επομένως, για να πάρει κάποια ομάδα το Κύπελλο έπρεπε να παίξει 17 ματς!
Αποτέλεσμα; Για να βγει το πρόγραμμα, οι παίκτες έπαιζαν, χωρίς διακοπές, από τον Σεπτέμβριο μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, και από τα μέσα Φεβρουαρίου μέχρι τον Απρίλιο, σχεδόν κάθε εβδομάδα. Δηλαδή, για την εγχώρια και την ευρωπαϊκή διοργάνωση έδιναν έναν αγώνα κάθε τρεις μέρες.
Το σύστημα δε λειτούργησε και η ΟΥΕΦΑ κατάργησε τη δεύτερη φάση των ομίλων (των 16 ομάδων), για να εξορθολογήσει το πρόγραμμα. Με τη μείωση των αγώνων, το Τσάμπιονς Λιγκ δεν έχασε την εμπορικότητά του. Αντιθέτως, κάθε χρόνο εξασφαλίζει περισσότερους χορηγούς. Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο όμως, είναι ότι βελτιώθηκε το θέαμα. Άρα, το ζήτημα δεν είναι η ποσότητα, αλλά η ποιότητα.
Η επιτυχία του Τσάμπιονς Λιγκ
Αν το Τσάμπιονς Λιγκ θεωρείται (και είναι) επιτυχημένη διοργάνωση, το οφείλει σε δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι η ΟΥΕΦΑ, με την πάροδο των χρόνων έθεσε, προϋποθέσεις για τις ομάδες που συμμετέχουν σε αυτό. Στις αυστηρές προδιαγραφές που τέθηκαν, συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις, τα γήπεδα, οι ακαδημίες και η διοικητική οργάνωση τους. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ένα μεγάλο μέρος των εσόδων το διένειμε στις ομάδες, δίνοντάς τους το κίνητρο και την ευκαιρία να το αξιοποιήσουν, για να βελτιώσουν το επίπεδό τους.
Εκτός από τα μπόνους που μοιράζει η ΟΥΕΦΑ, το Τσάμπιονς Λιγκ είναι μία εξαιρετική βιτρίνα για νέους παίκτες. Επομένως, η τιμή τους, στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο συχνά εκτοξεύεται, προς όφελος του ταμείου της ομάδας που θα τους πουλήσει.
«Ανοικτή» διοργάνωση
Υπάρχει και ένας τρίτος λόγος, στον οποίο μπορεί να αποδοθεί η επιτυχία της συγκεκριμένης διοργάνωσης: Αφορά στην επιλογή της ΟΥΕΦΑ να μη δημιουργήσει μία κλειστή λίγκα, στην οποία θα συμμετέχουν οι ίδιες ομάδες, αλλά μία ανοιχτή διοργάνωση. Δηλαδή, ένα θεσμό, όπου δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν εκείνες οι ομάδες που θα προκρίνονται, βάσει της κατάταξής τους στο εθνικό πρωτάθλημα της χώρας τους. Με άλλα λόγια διατήρησε το λεγόμενο «Αθλητικό κριτήριο».
Βέβαια, οι πιέσεις που υπέστη η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου, από τις ισχυρά κλαμπ, την υποχρέωσαν ιστορικά να κάνει συμβιβασμούς. Έτσι, αυξήθηκαν οι ομάδες από τα μεγάλα πρωταθλήματα που έχουν δικαίωμα συμμετοχής και μειώθηκαν οι θέσεις για τους μικρούς. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές το αθλητικό κριτήριο διατηρήθηκε.
Εξάλλου, στις περισσότερες χώρες, οι ιθύνοντες κατάλαβαν ότι για να προκριθεί και να διακριθεί κάποιος στο Τσάμπιονς Λιγκ, θα πρέπει να αγωνίζεται σε ένα υψηλής ποιότητας εθνικό πρωτάθλημα. Γι’ αυτό οι ομάδες συνασπίστηκαν, επένδυσαν στο προϊόν: «Εθνικό πρωτάθλημα», επιδίωξαν την αναβάθμισή του. Εν τέλει,μέσω της βελτίωσης της ποιότητας του εθνικού πρωταθλήματος, κατέκτησαν με την αξία τους το δικαίωμα να λαμβάνουν μέρος με περισσότερες ομάδες. Φυσικά, στην Ελλάδα απέχουμε κατά πολύ από αυτή τη λογική και γι’ αυτό οι ελληνικές ομάδες συστηματικά καταποντίζονται, αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως ζήτημα.
Το αγγλικό παράδειγμα
Σήμερα, ο ποδοσφαιρικός αγώνας στον Πλανήτη, με το μεγαλύτερο χρηματικό έπαθλο δεν είναι ούτε ο τελικός του Μουντιάλ, ούτε ο τελικός του EURO, ούτε ο τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ. Είναι το μπαράζ ανόδου από τη δεύτερη κατηγορία του αγγλικού ποδοσφαίρου (Championship) στην ανώτατη κατηγορία: την Premier League. Η ομάδα που προβιβάζεται στην Premier League εξασφαλίζει μπόνους, που μόνο για τηλεοπτικά δικαιώματα (δηλαδή, χωρίς να υπολογίζουμε έσοδα από εισιτήρια, χορηγούς κλπ), φτάνει τα 120 εκ. Ευρώ. Η Πρέμιερ Λιγκ είναι μία διοργάνωση που τα ετήσια έσοδά της από τηλεοπτικά δικαιώματα μόνο, φτάνουν τα 4 δισ. Ευρώ το χρόνο. Τη χρονιά που πέρασε μοίρασε στις ομάδες που συμμετέχουν περί τα 3 δισ.
Οι αγγλικοί σύλλογοι πέτυχαν αυτό επειδή συνασπίστηκαν, επένδυσαν στη διαρκή βελτίωση της ποιότητας και εν τέλει έφτιαξαν το πιο ανταγωνιστικό και ποιοτικό πρωτάθλημα στον Κόσμο. Η Πρέμιερ Λιγκ όμως, είναι ένα «ανοικτό πρωτάθλημα». Δηλαδή, μία διοργάνωση, όπου μπορεί να συμμετάσχει οποιαδήποτε ομάδα, πληροί τις τυπικές προδιαγραφές (γήπεδο, υποδομές, διοίκηση), αλλά κατακτά το δικαίωμα συμμετοχής στο γήπεδο. Το όνομα της ομάδας ή η δημοφιλία της δεν αρκούν για να συμμετάσχουν στην Πρέμιερ Λιγκ.
Για παράδειγμα, μία από τις πιο δημοφιλείς ομάδες στο «Νησί» η Νιουκάστλ τα προηγούμενα χρόνια είχε υποβιβαστεί δύο φορές. Η Νότιγχαμ Φόρεστ, που έχει κατακτήσει δύο φορές το Κύπελλο Πρωταθλητριών δεν έχει καταφέρει να αγωνιστεί στην Πρέμιερ Λιγκ.
Επίσης, είναι ένα πρωτάθλημα ανοικτό σε εκπλήξεις. Μπορεί να το κερδίσει οποιαδήποτε ομάδα. Από τη φημισμένη Λίβερπουλ και την πάμπλουτη Μάντσεστερ Σίτι, μέχρι τις «ταπεινές» Μπλάκμπουρν και Λέστερ. Μέσα από την ανάπτυξη του εθνικού πρωταθλήματός τους, οι Άγγλοι κατάφεραν να πρωταγωνιστούν στο Τσάμπιονς Λιγκ και να είναι η χώρα με τις περισσότερες ομάδες που έχουν λάβει μέρος σε αυτό.
Ο άλλος δρόμος
Η ΟΥΕΦΑ, υπό την πίεση των ισχυρών κάνει βήματα προς τα πίσω. Οδηγείται περισσότερο προς τη λογική του «κλειστού πρωταθλήματος», παρά προς το άνοιγμά του. Είχε άλλη επιλογή;
Η απάντηση δεν είναι απλή… Δεδομένης, όμως, της ισχύος της, θα περίμενε κανείς να παρέμβει πιο αποφασιστικά στις εθνικές ομοσπονδίες αλλά και τις επαγγελματικές ενώσεις των ομάδων που διοργανώνουν τα πρωταθλήματα («λίγκες») και να θέσει συγκεκριμένες προδιαγραφές όχι μόνο στις ομάδες που συμμετέχουν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, αλλά και στα ίδια τα πρωταθλήματα από τα οποία προέρχονται. Αυτό δηλαδή που οι Άγγλοι, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι και οι Ισπανοί (η αναφορά και η σειρά της αναφοράς δεν είναι τυχαία) έκαναν αυτοβούλως, σε άλλες χώρες θα μπορούσε να γίνει υπό την πίεση της ΟΥΕΦΑ. Στο κάτω-κάτω, καταστατικός σκοπός της ΟΥΕΦΑ είναι η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και όχι των δυνατών κλαμπ.
Είναι γεγονός ότι η ΟΥΕΦΑ, αρχικά, αντιτάχθηκε με σθένος στην απόπειρα πραξικοπήματος των μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων. Τώρα, όμως, με την αλλαγή του τρόπου διεξαγωγής του Τσάμπιονς Λιγκ προσπαθεί να συμβιβάσει καταστάσεις και συμφέροντα. Θέλει να εξασφαλίσει την εύνοια των ισχυρών, χωρίς να χάσει και τον κόσμο που αντιπροσωπεύουν οι αδύνατοι. Έτσι όμως, καταλήγει να επενδύει στην ποσότητα και όχι στην ποιότητα. Με δειλό βηματισμό, βάζει το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο σε μία νέα εποχή, που θα χαρακτηρίζεται από μεγάλη αβεβαιότητα.
(Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος - Διεθνές Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ / Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών - CIES -FIFA)