Τα τρία τελευταία χρόνια η Εκπαιδευτική κοινότητα, όπως και το σύνολο της Κοινωνίας, βιώνουμε μία πρωτοφανή καθημερινότητα που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον φόβο και την αβεβαιότητα. Η πανδημία και ο εγκλεισμός των μαθητών στα σπίτια τους έχει αφήσει σημαντικό αποτύπωμα στην συμπεριφορά των παιδιών, κάτι που ήταν ολοφάνερο την σχολική χρονιά που πλησιάζει στο τέλος.
Η τηλεκπαίδευση, παρόλο που σχεδόν «αγιοποιήθηκε» από την κα Κεραμέως και την υπόλοιπη ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, έχει οδηγήσει τις έφηβες και τους έφηβους σε μία πρωτόγνωρη και ιδιότυπη απομόνωση από την οποία προσπαθούν να ξεφύγουν.
Κατά το χρονικό διάστημα της παρατεταμένης καραντίνας, διαπιστώσαμε ότι οι προτεραιότητες της Κυβέρνησης βρίσκονται σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από την ορθή: από αυτήν, δηλαδή, που θα αναζητούσε δρόμους ψυχοπαιδαγωγικής προσέγγισης των εφηβικών ονείρων μέσα από τον θεσμό του Σχολείου. Το Υπουργείο είχε κατά νου να νομοθετήσει την αύξηση των μαθητών ανά τμήμα, την θέσπιση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής και την Τράπεζα Θεμάτων.
Σε αυτή την αξιοσημείωτη «εμμονή», ή η «λατρεία», του Υπουργείουσε κάθε είδους εξέταση είναι δεδομένη. Δεδομένη ωστόσο, αλλά και τεκμηριωμένη, είναι η αντίθετη πεποίθηση της σύγχρονης Παιδαγωγικής εδώ και πολλά χρόνια. Η παρωχημένη άποψη που έχει υιοθετήσει το Υπουργείο συνοψίζεται στην φράση:
Η εκπαιδευτική διαδικασία στο σχολείο οφείλει να έχει ως τελικό κριτήριο αξιολόγησης την εξέταση για την προαγωγή ή την απόλυση στο τέλος της σχολικής χρονιάς.
Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα διαχέεται και η αντίληψη που συνοψίζεται στην φράση: «οι τελικές προαγωγικές ή απολυτήριες εξετάσεις δρουν ως μοχλός πίεσης προς τους μαθητές ώστε κατά την διάρκεια της σχολικής χρονιάς που προηγείται να μελετούν». Θεμέλιο αυτής της αντίληψης είναι η θρησκευτική – μονολιθική προσήλωση της κας Κεραμέως σε πολλές εξοντωτικές εξεταστικές διαδικασίες απόρριψης και αποκλεισμού.
Πρόκειται άραγε μόνο για ένα «εκπαιδευτικό καθεστώς» που ισχύει;
Πρόκειται για μία εσφαλμένη παιδαγωγικά αντίληψη;
Μήπως πρόκειται για ένα επικίνδυνο και αναχρονιστικό στερεότυπο, του οποίου η αποδυνάμωση και η οριστική απομάκρυνσή του είναι επιβεβλημένη;
Η θητεία κάθε μαθήτριας και κάθε μαθητή στο σχολείο αποσκοπεί σε πολλούς και ποικίλους στόχους. Το σχολείο είναι ο πρώτος οργανωμένος θεσμός της Κοινωνίας που συναντά στην ζωή του ένα παιδί, και δαπανά εκεί 12 χρόνια!
Χρόνια πολύτιμα, όπως είναι όλα τα χρόνια, αλλά χρόνια που χτίζονται τα θεμέλια της προσωπικότητας του, της κοινωνικοποίησης του, της διαμόρφωσης δημοκρατικής συγκρότησης αλλά και ανίχνευσης του εαυτού του, ανακάλυψης και καλλιέργειας των δεξιοτήτων του. Στην 12ετία αυτή κάθε παιδί θα εκπαιδευθεί στον Αόριστο Β΄, θα μάθει για την Αναγέννηση, θα γνωρίσει την αξία του συνημιτόνου και θα πειραματισθεί στην εφαρμογή του Θεμελιώδους Νόμου της Μηχανικής.
Αυτό είναι μόνο ένα κομμάτι της σχολικής ζωής.
Είναι αυτό που εμείς οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς αλλά και το μεγαλύτερο κομμάτι της Κοινωνίας έχουμε μάθει να ερμηνεύουμε στην προσπάθεια να δώσουμε περιεχόμενο στην έννοια «σχολείο». Ο χώρος που κάθε παιδί «μαθαίνει γράμματα».
Κάθε σχολική χρονιά είναι ένα ταξίδι που οφείλει να στοχεύει σε όλους τους προαναφερθέντες στόχους. Κάθε παιδί όταν ξεκινά τις καλοκαιρινές διακοπές του πρέπει να έχει πάρει όλα εκείνα τα μαθήματα που θα οικοδομήσουν τον Πολίτη του Αύριο.
Η διαδικασία της εκπαίδευσης είναι σύνθετη! Ακριβώς γι’ αυτό ονομάζεται «Λειτουργία» και οι άνθρωποι που την υπηρετούν, οι εκπαιδευτικοί δηλαδή, δικαίως αποκαλούνται «Λειτουργοί». Κάθε διδακτική ώρα, σε κάθε μαθητική δραστηριότητα ακόμα και στο διάλειμμα και στην εκπαιδευτική επίσκεψη και στην πολυήμερη εκδρομή, τα παιδιά «μαθαίνουν».
Μαθαίνουν συμπεριφορές, παίρνουν μαθήματα στάσης ζωής και διαβάζουν χαρακτήρες. Τις παραστάσεις που προσλαμβάνουν από τους δασκάλους τους, τις φιλτράρουν, τις αποκωδικοποιούν και στο τέλος τις απορρίπτουν, τις αποδέχονται ή τις αποθεώνουν. Χτίζουν έτσι το δικό τους εσωτερικό «Σύμπαν», που μετά τα 18 θα συνεχίζουν να εμπλουτίζουν αλλά σε θεμέλια που πλέον έχουν τεθεί οριστικά!
Σε αυτό το απολύτως προσωπικό, για κάθε παιδί, περιβάλλον η διαδικασία της μάθησης είναι μία ιδιαίτερα δύσκολη άσκηση. Κάθε στιγμή διδασκαλίας καθίσταται πολύτιμη, όχι για να κάνουμε στον πίνακα μία άσκηση παραπάνω, αλλά για να ανιχνεύσουμε... Να κοιτάξουμε βαθιά μέσα στα παιδιά και να αντικρίσουμε τον φόβο απέναντι στο άγνωστο και στο λάθος. Να τους πείσουμε ότι απαιτείται πείσμα και θέληση προκειμένου το άγνωστο να γίνει γνωστό, προσφέρεται αμέριστη αγάπη ώστε το λάθος να μην είναι καταδικαστέο, αλλά κυρίως να πείσουμε ότι και αν δεν τα καταφέρουν αυτό δεν αποτελεί αιώνια καταδίκη!
Το σχολείο ΔΕΝ είναι απλώς «ο χώρος που κάθε παιδί μαθαίνει γράμματα». Πρωτίστως πρέπει να είναι ο χώρος που κάθε παιδί αντιλαμβάνεται την αξία της μόρφωσης, εκεί όπου «μαθαίνει να μαθαίνει». Οφείλουμε να το βοηθήσουμε να συνειδητοποιήσει ότι η μαθησιακή διαδικασία δεν είναι στατική, δεν είναι μόνιμη και δεν είναι μονοσήμαντη. Να αντιληφθεί ότι κάθε μάθημα έχει την δική του ιδιαίτερη ομορφιά, την οποία προσπαθούμε να του αποκαλύψουμε αλλά και πως αν δεν την εντοπίσει, κάτι στο οποίο μπορεί να ευθυνόμαστε εμείς οι εκπαιδευτικοί – μην το λησμονούμε αυτό, δεν θα καταστραφεί και η ζωή του.
Σε ένα τέτοιο σχολείο ο διδακτικός χρόνος είναι ακριβός και πολύτιμος. Κάθε σχολική ώρα αλληλεπίδρασης των μαθητριών/τών μεταξύ τους ή με την/τον εκπαιδευτικό τους είναι ένα στοιχείο για την προίκα της ζωής τους. Ο διδακτικός χρόνος δεν αντικαθίσταται και δεν διαπραγματεύεται. Κάθε διεύρυνσή του είναι ένα προστιθέμενο όφελος για την ζωή των παιδιών. Κάθε δευτερόλεπτο αυτού του χρόνου βοηθά στο να ξεκλειδώσουμε σκέψεις και να απαλείψουμε παρανοήσεις.
Κάθε τέτοιο δευτερόλεπτο αυξάνει την πιθανότητα να αυξηθεί η ανοχή των παιδιών προς τον θεσμό «σχολείο» μέχρι η ανοχή να γίνει συμπάθεια ή να γίνει αγάπη. Κάθε δευτερόλεπτο εμπλουτίζει κι εμάς τους εκπαιδευτικούς, και αυτό δεν είναι λίγο...
Σε ένα τέτοιο σχολείο οι τελικές εξετάσεις δεν είναι η Δαμόκλειος Σπάθη για τα παιδιά. Θεωρώ ότι είναι ολοφάνερο από όσα προαναφέρθηκαν, πως συμμερίζομαι την άποψη και την στάση ότι δεν μπορεί η τελική εξέταση ούτε να υποκαταστήσει την διδασκαλία ούτε να συνεχίσει να θεωρείται ως εκείνος ο βραχίονας εξάσκησης πίεσης για την πρόοδο των παιδιών.
Αλίμονο στο εκπαιδευτικό σύστημα που θα υποβάθμιζε την αξία της διδασκαλίας και δεν θα συμφωνούσε με την χρονική διεύρυνσή της.
Αλίμονο στο εκπαιδευτικό σύστημα που θα εξακολουθούσε σήμερα, τον 21ο αιώνα, να αξιολογεί την επιτυχία του στον βαθμό των παιδιών σε μία δίωρη εξέταση τον Ιούνιο.
Αλίμονο στο εκπαιδευτικό σύστημα που θα πάσχιζε να εξασφαλίσει την καθημερινή πειθαρχία στην μελέτη των μαθητριών/τών μέσω του «μπαμπούλα» των τελικών προαγωγικών εξετάσεων.
Αλίμονο στον εκπαιδευτικό που ενώ συνυπάρχει για αρκετές δεκάδες ώρες με κάθε παιδί, κατά την διάρκεια του εννεάμηνου ταξιδιού, περιμένει μία γραπτή εξέταση για οποιαδήποτε αξιολόγηση.
Αλίμονο, τέλος, σε όλη την Κοινωνία αν δεν αντιληφθεί έγκαιρα ότι καλός Εκπαιδευτικός δεν είναι αυτός που μαθαίνει στα παιδιά τεχνικές επίλυσης ασκήσεων, αλλά εκείνος που κάθε ημέρα, κάθε ώρα ανάβει μία ακόμα πυρκαγιά στα μυαλά και στις καρδιές των αυριανών πολιτών.
Αλίμονο στην Κυβέρνηση και στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας που θεωρούν ότι η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και η Τράπεζα Θεμάτων οδηγούν σε μία καλύτερη Παιδεία…
(Ο Στράτος Χρ. Γεωργουδής είναι Φυσικός – Δρ. Πανεπιστημίου Πάτρας Υπεύθυνος Εκπαιδευτικών Θεμάτων της Ο.Ι.Ε.Λ.Ε.)