Ως Πρωτοβουλία για την Ανανέωση της Σοσιαλδημοκρατίας είμαστε εδώ για να σας εκθέσουμε τις απόψεις και τις ιδέες μας για την Ελλάδα, την Ευρώπη και την παγκοσμιοποίηση. Στα λίγα λεπτά που μου αναλογούν δεν θα σας παρουσιάσω τη Διακήρυξη, την έχετε άλλωστε μπροστά σας, αλλά το πνεύμα της.
Πριν απ’ όλα όμως θα ήθελα να κάνω μια αναφορά στην αντίσταση του ουκρανικού λαού και των πολιτικών εκπροσώπων του και στον αγώνα που δίνει κατά της αμφισβήτησης του δικαιώματος του, να αποφασίζει μόνος του για τη ζωή του, για το πώς και ποιοι θα τον κυβερνούν. Να αποφασίζει δηλαδή για το αν θέλει ή όχι τη δημοκρατία. Γιατί αυτό που γίνεται σήμερα στην Ουκρανία δεν είναι μόνο μια εισβολή κατά ενός ανεξάρτητου κράτους, αλλά και μια εισβολή κατά της δημοκρατίας. Και η δημοκρατία δεν είναι παιγνίδι που όταν το βαρεθούμε το πετάμε, η δημοκρατία είναι αξία που είτε την υπερασπίζεσαι παντού και πάντα είτε την εγκαταλείπεις στο έλεος όλων όσοι την θεωρούν παιγνίδι και παίζουν με αυτήν.
Σε πείσμα όλων όσοι υποστηρίζουν πως στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της τεχνοκρατίας, της φιλικής προς τις μεγάλες εταιρείες παγκοσμιοποίηση, της ψευδεπίγραφης κοινωνίας των άξιων από τη μια και των «αποτυχημένων» από την άλλη, αλλά και σε αντίθεη με κάθε οργανωτικισμό κομμάτων καρτέλ ή σουπερμάρκετ, οι ιδέες όχι μόνο δεν έχουν μπει στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», αλλά ακριβώς λόγω του ότι αντιμετωπίζονται έτσι, έχουν ανοίξει διάδρομοι για την άνοδο του λαϊκισμού.
Στενά συνδεδεμένη με αυτήν την άνοδο είναι η άποψη πως η διάκριση Αριστερά- Δεξιά είναι ξεπερασμένη. Αν όμως είναι ξεπερασμένη, αν όλοι μοιάζουν μεταξύ τους, τότε να μην απορούμε που πίσω απ’ αυτό παραμονεύει ο λαϊκισμός για να πει πως μόνο αυτός δεν μοιάζει.
Ο λαϊκισμός δεν φυτρώνει μόνος του. Καλλιεργείται
Και καλλιεργείται πάνω στην αίσθηση της ανημποριάς ορισμένων στρωμάτων να εξηγήσουν όχι μόνο τι συμβαίνει στον κόσμο αλλά και στην προσωπική και οικογενειακή τους ζωή. Τι συμβαίνει και ενώ μέχρι το 1980 ήταν εγγυημένη η ανοδική κοινωνική κινητικότητα αυτών και των παιδιών τους, τώρα τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους γνωρίζουν πως όχι μόνο τίποτα δεν τους εγγυάται μια καλύτερη ζωή, αλλά όλα δείχνουν και πως αυτή η ζωή δεν θα είναι και ακριβοδίκαιη μαζί τους.
Αυτά που πιστώνονται στη σοσιαλδημοκρατία είναι το κράτος πρόνοιας, η αναδιανομή, το πρωτείο της δημοκρατίας και της παραγωγής, ο σεβασμός της προς την ακριβοδίκαιη κοινωνία και στην αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου ανεξαρτήτων γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων, ανεξαρτήτως της κατάρτισής του. Και είναι αυτή η αίσθηση πως στον δρόμο της κάπου ξέχασε αυτές τις αρχές. Αυτή η «αφηρημάδα» οδήγησε στην κρίση εμπιστοσύνης προς αυτήν. Δεν είναι οι γενικολογίες περί μετώπου κατά του νεοφιλελευθερισμού, αλλά η επιστροφή στην ακριβοδικία και στον σεβασμό στην αξιοπρέπεια τόσο των μορφωμένων αλλά και των λιγότερο μορφωμένων που θα μονιμοποιήσει την όποια επιστροφή της.
Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να ξαναθυμηθεί πως σε πείσμα κοινοτοπιών που ακούγονται πολύ στη χώρα μας, αυτή δεν ήταν ποτέ η παράταξη του Κέντρου, αλλά η παράταξη εκείνης της Αριστεράς από τις πληθυντικές Αριστερές που ένωνε και δεν διαχώριζε τις κοινωνίες. Μιλούν για Κέντρο την εποχή ακριβώς που έχει χαθεί η ταξική του βάση. Η μεσαία τάξη. «Περιέργως» - ενώ οι κοινωνίες διχοτομούνται όχι πλέον σ’ ένα και δυο τρίτα, αλλά σε δυο μισά, σ’ αυτούς δηλαδή που παρακολουθούσαν με άνεση τις εξελίξεις στην τεχνολογία και την παγκοσμιοποίηση και σ’ αυτούς που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τους ρυθμούς της αγοράς- κυρίαρχο δόγμα έγινε η άποψη πως οι μάχες κερδίζονται στο πολιτικό Κέντρο. Οι πολιτικές γίνονται στα κέντρα των κοινωνιών, οι μάχες όμως κερδίζονται στα αριστερά ή στα δεξιά τους. Ο Μακρόν κοίταξε αριστερά στον Β’ γύρο για να κερδίσει. Το Κέντρο το είχε, αλλά δεν του έφτανε. Το ίδιο θα κάνει και τώρα στις εθνικές εκλογές. Γιατί αν μη τι άλλο είναι έξυπνος.
Μα μπροστά στο gov.grδεν υπάρχει Αριστερά- Δεξιά ισχυρίζονται ορισμένοι. Και έχουν δίκιο. Μπροστά όμως στο αν χρειάζεται προοδευτική ή επίπεδη φορολογία, κράτος πρόνοιας ή δίχτυ ασφαλείας, ατομικές ή συλλογικές συμβάσεις, αναδιανομή ή η μέσω των αγορών διάχυση του πλούτου προς τα κάτω, αν οι ανισότητες είναι φυσικό ή κοινωνικό φαινόμενο και εκεί δεν υπάρχει Αριστερά-Δεξιά;
Ο διαχωρισμός «φίλοι-εχθροί» της δημοκρατίας στη θέση του Αριστερά-Δεξιά στέλνει τα ασθενέστερα και λιγότερο μορφωμένα στρώματα κατευθείαν στο στόμα του λύκου των νατιβιστικών λαϊκισμών. Οι πολίτες όταν κοιτούν αριστερά-δεξιά και βλέπουν μόνο «Κέντρο», εξομοίωση δηλαδή, είναι φυσικό να στρέφονται στον εθνικολαϊκισμό που κολακεύει τα ένστικτα και όχι τη λογική. Αλλά και η αδιαφορία για τα προβλήματα που γεννά ο φόβος, κυρίως των λιγότερο μορφωμένων στρωμάτων, για αλλοίωση -λόγω της μετανάστευσης- της εθνικής τους ταυτότητας ενισχύει τον νατιβισμό. Η απάντηση σ’ αυτές τις ανησυχίες είναι η μετάβαση από την απαξιωτική «αξιοκρατία» στην αξιοκρατία για τον καθένα και στην αξιοπρέπεια γι’ όλους. Αυτό ζητούν οι απογοητευμένοι από την αδυναμία των φιλελεύθερων Δημοκρατιών να εκφράσουν και τις δικές τους αγωνίες.
Σήμερα κυριαρχούν δυο ανεπαρκείς προσεγγίσεις που ερμηνεύουν την άνοδο του λαϊκισμού είτε ως επιλογή ρατσιστών και νατιβιστών εχθρών της δημοκρατίας είτε ως απάντηση στον φόβο που γεννά στην εργατική και τη μεσαία τάξη η παγκοσμιοποίηση. Αυτές οι δυο ερμηνείες χαρακτηρίζουν ως λαϊκισμό οποιαδήποτε κριτική στις ελίτ. Μια νέα σοσιαλδημοκρατική αφήγηση όμως δεν μπορεί να μη εστιάζει στις ευθύνες και των ελίτ για όσα συμβαίνουν σήμερα. Δεν μπορεί κορμό των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών να αποτελούν η «κανονικότητα», η τεχνοκρατία και η «αξιοκρατία» και όχι η μάχη κατά των ανισοτήτων με όπλο την προοδευτική φορολογία εισοδημάτων, περιουσιών και κληρονομιάς. Οι σοσιαλδημοκράτες είναι με τις αλλαγές, με την ανανέωση, με τις μεταρρυθμίσεις, με τις δημοκρατικές τομές και όχι με την κανονικότητα της συνεργασίας με τη Δεξιά.
Τέλος, η ελληνική σοσιαλδημοκρατία είναι αυτόνομη όχι γιατί δεν είναι με τον συντηρητισμό του άγιου Παϊσιου ενός μεγάλου κομματιού της ΝΔ ή με τον αριστερόστροφο λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ, όχι γιατί δεν θέλει πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη ή τον κ. Τσίπρα, αλλά γιατί θέσει είναι η παράταξη της κυβερνησιμότητας του τόπου και φύσει αυτή η κυβερνησιμότητα της οφείλει να μεταφράζεται σε πολιτικές προστασίας της αξιοπρέπειας των ανθρώπων και της ακριβοδικίας των κοινωνιών