Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι αποτελεί εξαιρετική τιμή για έναν πρωθυπουργό να είναι ο πρώτος στη ιστορία της χώρας του που μιλάει στο αμερικανικό Κογκρέσο -Βουλή των Αντιπροσώπων και Γερουσία-, αφού οι ΗΠΑ αποτελούν τη μοναδική υπερδύναμη αλλά και την κοιτίδα των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών. Το πλαίσιο είχε δοθεί από την Πρόεδρο της Βουλής Νάνσι Πελόζι, η οποία στην πρόσκληση που απηύθυνε στον Έλληνα πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, έδωσε το στίγμα που ήταν η επίκληση των δημοκρατικών αξιών με αναφορές στην Αρχαία Αθήνα αλλά και στην επέτειο για τα διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, με προβολή φυσικά στα σύγχρονα τεκταινόμενα και στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Θα αποτελούσε επίσης μιζέρια και μεμψιμοιρία να αναζητήσουμε λάθη στις λεπτομέρειες ή εκεί που δεν υπάρχουν, για να βρούμε σκιές στην επίσκεψη του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, θολώνοντας τη μεγάλη εικόνα. Αντιθέτως εκεί που χρειάζεται ουσιαστική κριτική καλό θα είναι να γίνεται όταν το ταξίδι τελειώνει κι έχουμε τη συνολική εικόνα – τουλάχιστον αυτή που μας αποκαλύπτεται. Γιατί είναι πολύ δύσκολο να ξέρουμε τι ειπώθηκε ή τι δεν ειπώθηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες. Όπως είναι λογικό, τα πλατιά χαμόγελα να μην μπορούν να αποτυπώσουν την πραγματική δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ των συνομιλιών των αντιπροσωπειών των δύο πλευρών, τερέν στο οποίο παίζεται το «realgame» της εξωτερικής πολιτικής.
Η συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Αμερικανό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν φαίνεται να μην κόμισε κάποια δομική αλλαγή στον πρόσφατο χαρακτήρα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Μάλιστα, σε αυτή την πρόωρη αποτίμηση θα μπορούσαμε να πούμε ότι κινείται στις ράγες που έχουν μπει με τη θητεία του Τζέφρι Πάιατ στην Αθήνα, αυτού του δραστήριου και διορατικού για τα αμερικανικά συμφέροντα διπλωμάτη. Τίποτε παραπάνω, τίποτε λιγότερο, αφού οι διευθετήσεις τακτοποιήθηκαν πριν από το ταξίδι του Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, με την επικύρωση της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας. Το ζήτημα, λοιπόν, και που δικαίως έβαλαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης ανάμεσα στη συνάντηση των δύο ηγετών και την ομιλία στο Κογκρέσο, είναι αν μπορεί να μπει «χαλινάρι» στον αποχαλινωμένο γείτονα.
Σε αυτό το επίπεδο, λοιπόν, οι εκατέρωθεν στάσεις δεν φάνηκαν τόσο σαφείς. Από τη δική μας πλευρά οι αναφορές δεν ήταν, και απ’ ότι φαίνεται δεν θα μπορούσε να είναι, ξεκάθαρες, αφού δεν μπορείς να είσαι επιθετικός στο «σπίτι» του «άλλου» αν εμφορείσαι από τος στοιχειώδεις αρχές άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Από την πλευρά του, ο οικοδεσπότης, επιβεβαιώνει τη θεώρηση ότι μια περιστασιακή «πατρική» αγκαλιά αρκεί για το «παιδί» που νιώθει παραμελημένο, να νιώσει ότι βρίσκεται έστω και για λίγο στο επίκεντρο της προσοχής. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, ο λόγος του Έλληνα Πρωθυπουργού, στην πιο δημοφιλή στιγμή του ταξιδιού του, δεν μπορούσε παρά να είναι ετεροβαρής υπέρ της ιστορίας, αρχαίας και σύγχρονης. Για την «Πολιτεία» του Πλάτωνα και τις μεγάλες ανθρωπιστικές αξίες, που φυσικά πρέπει δεν πρέπει να ξεχνάμε.
Τι διαφορετικό θα μπορούσε να γίνει; Όχι πολλά πράγματα. Σαφώς, όπως και έγιναν, αναφορές άμεσες και έμμεσες στον τουρκικό αναθεωρητισμό και στην τουρκική προκλητικότητα, που αποθρασύνεται περισσότερο όσο ενισχύεται ο ρόλος της στο Ουκρανικό Ζήτημα. Αλλά πέρα από αυτό και ως ένα quidproquo για τη συνεισφορά μας στην άμυνα της Ουκρανίας και για την ανθρωπιστική βοήθεια, θα μπορούσε να είναι η προσφορά τεχνογνωσίας για μια οικονομική πολιτική όπως αυτή του Τζο Μπάιντεν, που δίνει βάρος στην κρατική παρέμβαση, καθώς και προώθηση επαφών για πραγματικές επενδύσεις. Έτσι θα μπορούμε να μιλάμε για μια ανταποδοτική σχέση που ενδυναμώνεται από τις κοινές αξίες. Ίδωμεν… Αλλά αν δεν μπορείς ή δεν θέλεις να κοιτάξεις προς αυτή την κατεύθυνση, τότε δεν σου μένει τίποτε άλλο από την υποκατάσταση του παρόντος από το παρελθόν. Και με αυτήν έννοια η ομιλία ήταν ιστορική…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος-ιστορικός)