Ο δανεισμένος τίτλος από το ομώνυμο τραγούδι του αείμνηστου Τζίμη Πανούση φαίνεται να ταιριάζει γάντι στο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μετά και από τις πρόσφατες ανακοινώσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για την απογραφή του πληθυσμού που διεξήχθη το 2021. Για την ιστορία αλλά και για τις ανάγκες του άρθρου μας αξίζει να αναφέρουμε ότι ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδας ανέρχεται στα 10.432.481 άτομα, καταγράφοντας μια μείωση σε ποσοστό 3,5% σε σχέση με το 2011, όταν είχαν καταγραφεί 10.816.286 άτομα στην Ελλάδα. Δηλαδή μέσα σε μια δεκαετία ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 383.805 άτομα. Όπως δε ανακοίνωσε ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ, Αθανάσιος Θανόπουλος, από τα 10.432.481 άτομα οι άνδρες είναι 5.075.249 και οι γυναίκες είναι 5.357.232.
Αναζητώντας τις αιτίες του ελληνικού δημογραφικού προβλήματος, σε μια περίοδο μάλιστα που ο πληθυσμός του πλανήτη αυξάνεται και αναμένεται να φτάσει τον Νοέμβριο τα 8 δισεκατομμύρια(!), καθώς και τις προτάσεις των ειδικών για ενδεχόμενη βελτίωση της κατάστασης, αφού σύμφωνα με τις εκτιμήσεις η Ελλάδα το 2050 ενδέχεται να έχει πληθυσμό λιγότερο των 9 εκατομμυρίων ατόμων, «πέσαμε» πάνω σε μια αποκαλυπτική έρευνα της διαΝΕΟσις του 2019, η οποία επικεντρώνεται σε ένα από τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν το δημογραφικό πρόβλημα, τη γονιμότητα. Δηλαδή, γιατί οι Ελληνίδες γεννούν λιγότερα παιδιά, με αποτέλεσμα τα πολύ χαμηλά ποσοστά σε σχέση με τα όρια αναπαραγωγής των γενεών. Σύμφωνα με την έρευνα «Στην Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 κιόλας, όταν ο δείκτης γονιμότητας πέρασε κάτω από το 1,5, ένα κρίσιμο όριο. Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, "καμία κοινωνία που έχει πέσει κάτω από αυτό το επίπεδο μέχρι σήμερα δεν έχει κατορθώσει να επιστρέψει ξανά πάνω από αυτό"».
Το πρόβλημα, που οι επιστήμονες έχουν ονομάσει «δεύτερη δημογραφική μετάβαση» είναι σύνθετο με έναν από τους βασικούς παράγοντες να αποτελεί το βιοτικό επίπεδο ζωής. Και αυτό όμως με τη δική του πολυπλοκότητα, αφού σε προηγούμενες δεκαετίες η άνοδος του οδήγησε σε μείωση των γεννήσεων, ενώ σύμφωνα με τη διαΝΕΟσις «μέσα στην κρίση, η αύξηση της ανεργίας και η οικονομική αβεβαιότητα οδήγησαν τα ζευγάρια στο να καθυστερούν την απόκτηση του πρώτου παιδιού και στο να αναβάλλουν την απόκτηση δεύτερου ή τρίτου παιδιού». Και επιπλέον «η αναζήτηση και η αξιοποίηση των ευκαιριών απασχόλησης και για τα δύο φύλα δεν συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη επαρκών παροχών, καθώς και δομών και υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους για τη στήριξη της οικογένειας».
Επιπλέον, στην Ελλάδα υπάρχει και μια άλλη ιδιαιτερότητα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και μάλιστα ευκατάστατες. Στη χώρα μας «έχουμε το μικρότερο ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου (9,4%)», γεγονός που παίζει σημαντικό ρόλο, αφού οι Ελληνίδες και καθυστερούν να παντρευτούν ή δεν παντρεύονται και δεν επιλέγουν τα εκτός γάμου παιδιά. Δηλαδή σε άλλες χώρες μπορεί να έχουμε χαμηλότερα ποσοστά γάμων σε σχέση με παλαιότερες δεκαετίες, όπως ακριβώς και στην Ελλάδα, αλλά η γεννητικότητα έχει επηρεαστεί σαφώς λιγότερο. Επιπροσθέτως, σήμερα οι μισοί Έλληνες νέοι που έχουν πλήρη απασχόληση ζουν με τους γονείς τους, γεγονός που μαρτυρά τόσο την οικονομική τους δύναμη όσο και τη βούλησή τους -που σχετίζεται με αυτή την οικονομική δύναμη- να δημιουργήσουν το δικό τους νοικοκυριό.
Αυτό που αποτελεί κοινό τόπο, μεταξύ άλλων, στις προτάσεις για την επίλυση του προβλήματος, είναι η ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης και παροχών, αφού η άμβλυνση των οικονομικών προβλημάτων κάνει πιο εύκολη την απόφαση για τεκνοποίηση και οι νέοι μπορούν να ατενίζουν το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Αλλά δεν είναι μόνο η έρευνα της διαΝΕΟσις που, εκτός των άλλων συμπερασμάτων, καταλήγει σε αυτό. Σύμφωνα με τον κ. Βύρωνα Κοτζαμάνη,ο οποίος δίδαξε για χρόνια Δημογραφία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και τώρα είναι υπεύθυνος του Ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά προτάγματα στην έρευνα και πρακτική στην Ελλάδα», σε πρόσφατη τηλεοπτική παρέμβασή του, στην εκπομπή «Συνδέσεις» της ΕΡΤ1«θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να στηρίξουν το παιδί και την οικογένεια, ώστε να μην μειωθούν περισσότερο οι γεννήσεις και προοδευτικά, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα να αυξηθούν. Αν δεν τα κάνουμε αυτά τα πράγματα, ο πληθυσμός μας θα συνεχίσει να μειώνεται και μετά το 2050, θα είμαστε ένας πληθυσμός πιο γηρασμένος και θα έχουμε και έλλειμμα στους ανθρώπους που θα είναι σε ηλικία για να εργαστούν».
Και από την άλλη πλευρά ο κ. Κοτζαμάνης, θέτει το ζήτημα του braindrain και των μεταναστευτικών ρευμάτων που φτάνουν στη χώρα μας επισημαίνοντας ότι «Δεν υπάρχουν πολλές λύσεις βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα δηλαδή τις επόμενες δύο – τρεις δεκαετίες, εκτός από τη μετανάστευση, που σημαίνει αρχικά να ανακόψουμε τη φυγή των νέων μας, αλλά και να συγκρατήσουμε στη χώρα μας κάποιους ανθρώπους που έρχονται από τρίτες χώρες και να είναι παραγωγικοί, να έχουν ίσα δικαιώματα με μας και να ενσωματωθούν στην κοινωνία και στην οικονομία, να μην τους έχουμε σε γκέτο και να ενισχύσουν και τις γεννήσεις».
Τέλος, κι επειδή ο αριστοφανικός-πανουσικός τίτλος μας μπορεί να οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι το δημογραφικό πρόβλημα δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να γίνει αφορμή για την επανάκαμψη αναχρονιστικών και σκοταδιστικών αντιλήψεων όπως αυτή του «αγέννητου παιδιού» που προωθείται ευρέως τα τελευταία χρόνια - στην αρχή «κάτω από τα ραντάρ» του ευρέος κοινωνικού συνόλου και προσφάτως με «συνέδρια» ή αρθρογραφία κατά των αμβλώσεων κοκ. Το δημογραφικό πρόβλημα είναι υπαρκτό, αλλά οι λύσεις δεν βρίσκονται στον περιορισμό των ελευθεριών, αλλά στη δημιουργία καλύτερων συνθηκών ζωής για όλους τους κατοίκους της ελληνικής επικράτειας…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος-ιστορικός)