Συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τότε που ο κ. Ανδρουλάκης ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για την προεδρία του ΚΙΝ.ΑΛ. και επτά μήνες από τη μέρα που εκλέχτηκε αρχηγός του. Κοινό χαρακτηριστικό όλης αυτής της περιόδου είναι η απουσία ξεκάθαρου ιδεολογικού στίγματος. Παιδί ο ίδιος των εσωτερικών κομματικών μηχανισμών, οι οποίοι και τον ανέδειξαν πρόεδρο, το μόνο που έχει καταφέρει μέχρι τώρα είναι να ανανεώσει σε έναν βαθμό τα στελέχη του, για να ελέγξει καλύτερα το κόμμα του.
Ο αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ., πράγματι, δεν έχει αποσαφηνίσει τη βασική πολιτική στρατηγική που θα ακολουθήσει. Ό,τι έκανε ως υποψήφιος το κάνει και ως αρχηγός, δηλαδή μια θολή αναφορά σε μια σοσιαλδημοκρατική λύση. Για ένα διάστημα, μάλιστα, εμφανιζόταν ως ηγέτης μεγάλου κόμματος, το οποίο θα επιβάλλει τις δικές του λύσεις. Ευτυχώς για τον ίδιο φαίνεται να κατέβηκε από το καλάμι. Αρνείται να απαντήσει ξεκάθαρα ποια κυβέρνηση θα στηρίξει μετεκλογικά, αφού θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι κανένα κόμμα δε θα έχει αυτοδυναμία. Υποτίθεται ότι κάνει διμέτωπο αγώνα, κατά Ν.Δ. και ΣΥ.ΡΙΖ.Α., όμως, κατά την εκτίμησή μου, κλείνει το μάτι στο κυβερνών κόμμα και θεωρεί ως μεγαλύτερό του αντίπαλο τον κ. Τσίπρα. Για την ώρα πατάει σε δύο βάρκες προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στις κυρίαρχες τάσεις που υπάρχουν στο κόμμα του: τη μια, που θα ήθελε συγκυβέρνηση με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και την άλλη, που δεν το συζητά καν και στοχεύει σε μετεκλογική στήριξη του κ. Μητσοτάκη.
Ο πρωθυπουργός, καιρό τώρα, προσπαθεί να εμφανιστεί ως υπερκομματικός και να δείξει ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα να αξιοποιήσει στελέχη, τα οποία ο ίδιος θεωρεί ικανά να υπηρετήσουν την πολιτική του και προέρχονται από άλλους χώρους. Στο παιχνίδι αυτό, μάλιστα, παραλίγο να συμμετάσχει και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με την ανάθεση του υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας στον κ. Αποστολάκη, η οποία απετράπη την τελευταία στιγμή. Να θυμηθούμε, λοιπόν, ότι υπουργοποιήθηκαν από τον κ. Μητσοτάκη πολιτικοί που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέθηκαν με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ειδικότερα με την εκσυγχρονιστική του πτέρυγα. Άνθρωποι που με μεγάλη άνεση άλλαξαν κόμμα, σαν να ήταν πουκάμισο, όπως η κ. Μενδώνη και οι κκ. Χρυσοχοΐδης, Γεραπετρίτης, Πιερρακάκης, Θεοδωρικάκος, Λιβάνιος κ.λπ. Επιπλέον, πρότεινε την κ. Διαμαντοπούλου για Γ.Γ του ΟΟΣΑ, τον κ. Βενιζέλο για μέλος της Επιτροπής Σοφών του Συμβουλίου της Ευρώπης και την κ. Χριστοφιλοπούλου, για να τεθεί επικεφαλής της Αρχής Προστασίας Δεδομένων. Τέλος, φημολογείται ότι θα εντάξει στα ψηφοδέλτια της Ν.Δ. πρώην υπουργούς σαν τους κκ. Βερελή, Μανιάτη κ.α. Ποια είναι η αντίδραση του κ. Ανδρουλάκη στη συστηματική μετακίνηση των στελεχών του στην «ομπρέλα» του κ. Μητσοτάκη; Καμία. Αντιθέτως, άναψε το πράσινο φως στον κ. Βενιζέλο να δεχτεί τη θέση και μπήκε στη διαδικασία να συζητήσει την πρόταση που έγινε στην κυρία Χριστοφιλοπούλου!!! Μήπως, όμως, όλα αυτά αποτελούν τελική πρόβα συγκυβέρνησης;
Είναι ολοφάνερο ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες. Από τη μια δεν έχει ελπίδες να ηγεμονεύσει στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, τον οποίο έχει καταλάβει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., και από την άλλη χάνει μεγάλο μέρος του κεντροδεξιού χώρου με τη μητσοτακική τακτική της «αρπαγής» των στελεχών του. Αν ο κ. Ανδρουλάκης φιλοδοξεί να διατηρήσει ή και να αυξήσει τα ποσοστά του κόμματός του, πρέπει να ξεκαθαρίσει την ιδεολογική φυσιογνωμία του χώρου του. Αν δε θέλει στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις που, πιθανώς, θα ακολουθήσουν να δει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. να βυθίζεται σε ποσοστά προ Γεννηματά, απαιτείται να κάνει απολύτως σαφή την πολιτική του τακτική. Ο κ. Ξεκαλάκης, πρώην γραμματέας του κόμματος, με μια δήλωση που θυμίζει το ιστορικό ΠΑ.ΣΟΚ. χαρακτήρισε τον εαυτό του παιδί του Αν. Παπανδρέου και ξεκαθάρισε ότι είναι αντίθετος σε μια συνεργασία με τη Ν.Δ. Ένας από τους συνεργάτες του, δηλαδή, του έδειξε δημοσίως ποιον δρόμο χρειάζεται να ακολουθήσει το ΠΑ.ΣΟΚ. Θα τον ακούσει ο κ. Ν. Ανδρουλάκης;
(Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας)