Η πρωτιά της Μελόνι είχε προεξοφληθεί από την ημέρα της προκήρυξης των πρόωρων εκλογών στην Ιταλία καθώς παρά τις ιδιαιτερότητες της χώρας σε γενικές γραμμές ισχύει μια δυναμική που καταγράφεται στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών.
Από την Άνοιξη του 2010 που άρχισε η κρίση στην Ευρωζώνη η Δεξιά –Κεντροδεξιά αλλά και Αριστερά –Κεντροαριστερά εναλλάσσονται στην εξουσία για να επιβεβαιώσουν ότι στο σημερινό πλαίσιο της Ε.Ε είναι αδύνατη μια διαφορετική διαχείριση με τον ψηφοφόρο να έχει στην ουσία δύο επιλογές, την αποχή ή τον αντισυστημικό λαϊκισμό της Ακροδεξιάς.
Η κατάρρευση του Σοβιετικού Μπλοκ αλλά και η δυναμική της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ακύρωσαν σε μεγάλο βαθμό την Αριστερά και την Κεντροαριστερά ως εναλλακτική πρόταση διαχείρισης της εξουσίας.
Με άλλα λόγια την ώρα που η Κομμουνιστική Αριστερά με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ιταλία προσπαθούσε να μετεξελιχθεί σε Σοσιαλδημοκρατία ακυρωνόταν το διακριτό ιδεολογικό και προγραμματικό στίγμα με χαρακτηριστικές περιπτώσεις την κεντρώα μετάλλαξη των Εργατικών στην Βρετανία υπό τον Μπλερ, των Σοσιαλδημοκρατών στην Γερμανία υπό τον Σρέντερ και του Δημοκρατικού Κόμματος στην Ιταλία υπό τον Ντ΄ Αλέμα.
Η κρίση ταυτότητας δεν περιορίσθηκε στην Αριστερά αλλά έπληξε και την Κεντροδεξιά που είχε ως σημαία την κοινωνική οικονομία της Αγοράς.
Χαρακτηριστική σκηνή που αποτυπώνει το αδιέξοδο της Αριστεράς είναι ο Ζοσπέν που κέρδισε τις πρόωρες εκλογές της Άνοιξης του 1997 επικεφαλής μιας κυβέρνησης της «πληθυντικής αριστεράς» με ένα από τα κύρια του συνθήματα να είναι η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Το μόνο που πέτυχε ήταν να δεχθεί η Γερμανία την αλλαγή του τίτλου σε «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάκαμψης».
Αν η Ε.Ε και η Ευρωζώνη προβάλλουν ως μη επιδεχόμενες μεταρρύθμιση η κοινωνική δυσαρέσκεια γίνεται αποχή ή ψήφος διαμαρτυρίας ένα προνομιακό πεδίο για μια πολυσυλλεκτική πλέον Ακροδεξιά που στοχοποιεί στην ρητορική της την Ευρώπη και κυρίως την αδιαπραγμάτευτη συνεχή δημοσιονομική λιτότητα που έχει επιβάλλει η Γερμανία.
Το 2016 η νίκη του Brexit και η εκλογή του Τραμπ απέδειξαν ότι σε εποχές κρίσης δεν υπάρχουν αδιανόητα σενάρια.
Η Ιταλία είναι μια από τις χώρες της Ευρωζώνης που συμπιέσθηκε σε οριακό βαθμό από την πολιτική σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής που επέβαλλε η Γερμανία μετά το 2010.
Τον Νοέμβριο του 2011 μετά από δημόσια παραίνεση αν όχι εντολή των Μέρκελ-Σαρκοζί ο Μπερλουσκόνι απομακρύνθηκε από το αξίωμα του Πρωθυπουργού και αντικαταστάθηκε από τον πρώην Επίτροπο Μόντι επικεφαλής κυβέρνησης τεχνοκρατών.
Την Άνοιξη του 2021 , μετά το τέλος της δεύτερης καραντίνας σχηματίσθηκε από τον πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ Ντράγκι μια σχεδόν οικουμενική κυβέρνηση με την Ακροδεξιά της Μελόνι να μονοπωλεί την αντιπολίτευση.
Τον Μόντι και τον Ντράγκι τους στήριξε σε βαθμό ταύτισης το Δημοκρατικό Κόμμα.
Οι επιλογές των Βρυξελλών και του Βερολίνου διαμόρφωσαν στην Ρώμη ένα σκηνικό όπου παιζόταν ήδη το θεατρικό έργο περιμένοντας …την Τζόρτζια!
(Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος- διεθνολόγος)