Η Ευρώπη βλέπει τα φαντάσματά της ένα-ένα να επιστρέφουν. Μετά την αναρρίχηση στην πρωθυπουργία της Βρετανίας της σκληροπυρηνικής θατσερικής αντίληψης Λιζ Τρας και την άνοδο στην εξουσία της ακροδεξιάς στη Σουηδία, σειρά είχε η Ιταλία.
Την προηγούμενη Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022, την πρώτη θέση στις ιταλικές εκλογές κατέλαβε το κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας, στο οποίο ηγείται η Τζόρτζια Μελόνι, η κατά πάσα πιθανότητα πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της χώρας. Η ακροδεξιά και νεοφασιστικής ιδεολογίας παράταξή της, που κατέγραψε ποσοστό λίγο πάνω από το 26%, θα αποτελέσει τον βασικό κορμό μιας ακρο-δεξιάς κυβέρνησης (και όχι κεντροδεξιάς όπως κάποιοι αρέσκονται να την αποκαλούν) σε συνεργασία με τα κόμματα των Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Ματέο Σαλβίνι κ.α.
Για το πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο υπάρχουν διάφορες εξηγήσεις και λόγοι που ανταποκρίνονται στις αντικειμενικές συνθήκες και στη σκοπιά που επιλέγει ο κάθε αναλυτής. Ανάμεσα σε αυτές υπάρχει και μια που επιρρίπτει ευθύνες στην κεντρο-αριστερά για την άνοδο των ακροδεξιών και λαϊκιστικών κομμάτων στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, πάνω στο παράδειγμα της Ιταλίας κινδυνολογούν οι πολιτικές δυνάμεις της συντήρησης, όπως λόγου χάρη η ελληνική κυβέρνηση, που φαίνεται να ξεχνάει πως η επιλογή της για επίτροπος στην ΕΕ και αντιπρόεδρος της Κομισιόν,ο κ. Μαργαρίτης Σχοινάς (https://www.ieidiseis.gr/parapolitika/157255/ti-trexei-me-ton-margariti-sxoina-kai-tin-evropaiki-akrodeksia) είχε σχετικά πρόσφατα συμμετάσχει στο συνέδριο της νεολαίας του κόμματος της κας Μελόνι.
Ωστόσο, το ερώτημα που εμείς οφείλουμε να θέσουμε αφορά στην απάντηση της κεντρο-αριστεράς στην Ευρώπη και την Ελλάδα απέναντι στο φαινόμενο της ανόδου και της επικράτησης στην πολιτική σκηνή πολλών κρατών-μελών της ΕΕ των ακροδεξιών κομμάτων.
Αν εξαιρέσουμε την ιβηρική χερσόνησο όπου οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας δείχνουν να τα πηγαίνουν καλά, στις υπόλοιπες χώρες η κατάσταση μάλλον είναι απογοητευτική. Στη Γερμανία, τα ποσοστά των κυβερνώντων σοσιαλδημοκρατών φαίνονται να βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, γεγονός που συνδέεται με τη διαχείριση του Ουκρανικού ζητήματος και το ενεργειακό πρόβλημα. Στη Γαλλία, η σημαντική εμφάνιση του κεντρο-αριστερού συνασπισμού υπό τον Ζαν-Λικ Μελανσόν δεν αναχαίτισε ούτε την επικράτηση Μακρόν ούτε τη διατήρηση των ποσοστών της Μαρίν Λεπέν που παρέμειναν υψηλά. Καταγραφές που καταδεικνύουν ότι οι χώρες ατμομηχανές της Ευρώπης μετά και το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία ρέπουν προς τον νεοφιλελευθερισμό ή τον ακροδεξιό «λαϊκισμό» ή και προς τα δύο μαζί.
Στη χώρα μας που αυτή μίξη ενυλώνεται στη σύνθεση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και παρά τις συνεχείς αποτυχίες της, η κεντρο-αριστερά δεν καρπώνεται αναλογικά με τη λάθος πορεία της χώρας και την πραγματική διάσταση των σκανδάλων μεγάλα οφέλη. Σίγουρα σε αυτό παίζει ρόλο η αντιμετώπιση που έχει η κυβέρνηση από τα μμε και ειδικά από την τηλεόραση από την οποία συνεχίζει μονολιθικά να ενημερώνεται μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος, καθώς και η κινδυνολογία πάνω σε λάθη της προηγούμενης διακυβέρνησης, όμως κάτι φαίνεται να μην γίνεται σωστά. Κάποια σημεία της πολιτικής στρατηγικής χωλαίνουν και η μονοδιάστατη εξήγηση περί μεροληψίας των μμε δεν φαίνεται πλέον επαρκής. Πόσο μάλλον όταν έχει μεσολαβήσει και αυτό το μεγάλο σκάνδαλο των υποκλοπών.
Κατά τη γνώμη μας ένας βασικός λόγος είναι ότι πρώτον ότι το μήνυμα προς το εκλογικό σώμα δεν είναι καθαρό και δεύτερον ότι το όποιο υπάρχον μήνυμα δεν έχει την απαιτούμενη κοινωνική απήχηση που θα σφυρηλατήσει την παράσταση νίκης. Αν σε κάτι δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε είναι η επιλογή του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξη Τσίπρα, να μιλήσει ξεκάθαρα για προοδευτική διακυβέρνηση, που σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα προϋποθέτει τη σύμπηξη ενός μετώπου των προοδευτικών δυνάμεων της χώρας. Ωστόσο, όταν αυτό μπερδεύεται με την τακτική του «ώριμου φρούτου», καθώς και με τη μόνιμη πλέον προσωποποιημένη επίθεση μόνο στον Κυριάκο Μητσοτάκη -είναι λογικό λόγω του σκανδάλου των υποκλοπών αλλά και αυτό μέχρι ενός σημείου- και όχι στις βασικές πολιτικές της κυβέρνησης, τότε οι διαφορές στις δημοσκοπήσεις, έστω και με αποκλίσεις, θα επιβεβαιώνονται.
Απαντώντας, λοιπόν, στο αρχικό μας ερώτημα, ναι φταίει η κεντρο-αριστερά. Όχι γιατί με την πολιτική της ο κόσμος στρέφεται στην ακροδεξιά, αλλά γιατί δεν έχει εκπονήσει πανευρωπαϊκά ένα πειστικό μήνυμα που θα ανταποκρίνεται στις αγωνίες και στις ανησυχίες των πολιτών. Που θα εμπεριέχει πακέτο λύσεων για το πρεκαριάτο και ταυτόχρονα θα δημιουργεί το αίσθημα της ασφάλειας χωρίς να αφήνει έξω από τη λύση του προβλήματος τη σχεδιασμένη και συγκροτημένη συνεισφορά των προσφύγων και των μεταναστών. Η κεντρο-αριστερά πρέπει να σκιαγραφήσει και να διεκδικήσει ένα παραγωγικό μοντέλο που θα αποτελεί εκσυγχρονισμό του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας. Στην αντίθετη περίπτωση είτε στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ είτε στην Ελλάδα το «bellaciao» αντί για ύμνος νίκης το βράδυ των εκλογών θα ακούγεται ως τραγούδι αποχαιρετισμού…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος και ιστορικός)