Βιώνουμε μία από τις πιο ταραγμένες περιόδους των τελευταίων ετών στη διεθνή πολιτική σκηνή, με τον κίνδυνο ανάφλεξης να αυξάνεται και σε άλλες γεωγραφικές περιφέρειες του πλανήτη, πέραν της Ουκρανίας.
Οι ρωσικές απειλές έχουν αναβαθμιστεί, με το Κρεμλίνο να μιλά ευθέως για χρήση πυρηνικών όπλων. Υπάρχουν οι γνωστές «εστίες έντασης» σε Ιράν, Συρία, Ιράκ, Λιβύη, Αρμενία και Γεωργία, ενώ και η Τουρκία φαίνεται να προχωρά σε κλιμάκωση της επιθετικής ρητορικής και των προκλήσεων. Πρόκειται για μία εξ’ ολοκλήρου νέα κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο όπου, ενώ θα έπρεπε να αναζητείται μια νέα διεθνής ισορροπία δυνάμεων, πολλές περιφερειακές δυνάμεις επιχειρούν να προβάλλουν τα επεκτατικά τους συμφέροντα για να αναβαθμίσουν τη γεωπολιτική τους θέση.
Υπάρχει ορατός κίνδυνος να ξεφύγουν τα πράγματα και να αναπτυχθούν περιφερειακές συγκρούσεις. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, υπάρχει σήμερα περισσότερο από ποτέ η ανάγκη για ευρύτερες συνεννοήσεις και συμφωνίες, για αναζήτηση της διπλωματικής οδού στην κατεύθυνση της αποτροπής χειρότερων και πιο δυσμενών εξελίξεων. Η ΕΕ οφείλει να αναλάβει διπλωματική πρωτοβουλία ειρήνευσης στην Ουκρανία, με την ελληνική κυβέρνηση να πρέπει να παίξει ενεργό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση και να αφήσει κατά μέρους τη σημερινή, αδιέξοδη ρητορική. Μαζί με αυτό, η ελληνική πλευρά πρέπει να κινηθεί γρήγορα, με σύνεση και ετοιμότητα και στο πεδίο της τουρκικής προκλητικότητας, ειδικά στο ζήτημα της παράνομα ανακηρυχθείσας λιβυκής ΑΟΖ και της απειλής που συνιστούν τέτοιες ενέργειες από την Άγκυρα.
Η συμφωνία αυτή συνιστά απειλή για τα ελληνικά συμφέροντα και παραβιάζει και την αιγυπτιακή ΑΟΖ, όπως οριοθετήθηκε μετά από συμφωνία με τη χώρα μας. Είναι σαφές ότι δεν πρέπει να γίνει ανεκτή καμία παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας και καμία υποχώρηση που να θέτει σε αμφισβήτηση την ασφάλεια της χώρας.
Οι λόγοι για τους οποίους ξεκίνησε η κλιμάκωση της έντασης μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι γνωστοί. Το μεγάλο, ωστόσο, ερώτημα είναι πώς η ΕΕ θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πολλαπλής κρίσης που έχει προκαλέσει ο πόλεμος τόσο τους επόμενους μήνες, όσο και μακροπρόθεσμα. Σε αυτό δεν υπάρχει καμία απάντηση από την Κομισιόν, με τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να ακολουθούν διαφορετικές πολιτικές που βαθαίνουν το χάσμα της συνεργασίας και της κοινής συμπόρευσης των κρατών-μελών κι αυξάνουν την ανασφάλεια και τον φόβο των Ευρωπαίων πολιτών. Η Ελλάδα δυστυχώς δεν έχει αρθρώσει κανέναν εποικοδομητικό λόγο, δεν έχει αναλάβει καμία πρωτοβουλία, αρκούμενη σε ρόλο παρακολουθητή των εξελίξεων.
Θυμίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με απόφαση του Πολιτικού του Συμβουλίου στις 3 Μαρτίου 2022 σημείωνε ότι «Οι εξελίξεις στην Ουκρανία και η εντεινόμενη αποσταθεροποίηση που επιφέρουν, επιβεβαιώνουν την ανάγκη η Ελλάδα να ενεργεί ως ευρωπαϊκός πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας που προασπίζεται το διεθνές δίκαιο και προωθεί τον διάλογο και την συνεργασία, ειδικά στην περιοχή της» και πρόσθετε ότι «Η ειρήνη, ο ουσιαστικός ελληνοτουρκικός διάλογος και η επίλυση διαφορών στη βάση του διεθνούς δικαίου στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, έχουν σήμερα ακόμα μεγαλύτερη σημασία για τα συμφέροντα της Ελλάδας και των λαών της περιοχής».
Σε απόλυτη αντιδιαστολή με την παραπάνω, ξεκάθαρη θέση που προστατεύει τα εθνικά μας συμφέροντα και την ασφάλεια της χώρας και ενδυναμώνει τη θέση μας ως πυλώνα σταθερότητας σε Βαλκάνια κι ανατολική Μεσόγειο, η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη όχι μόνο δεν ενεργεί με βάση το εθνικό και κοινωνικό συμφέρον, αλλά πράττει το ακριβώς αντίθετο βάζοντας μας σε περιπέτειες και αχαρτογράφητα νερά. Τα υπαρκτά προβλήματα δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με επικοινωνιακά τρικ, ούτε μπορεί ο πρωθυπουργός να πετά την μπάλα στην κερκίδα και να κατηγορεί όλους τους άλλους εκτός από τον ίδιο και τους συνεργάτες του για τις διαρκείς παλινωδίες στην εξωτερική πολιτική.
Η Αριστερά δεν θα τους ακολουθήσει σε αυτό τον επικίνδυνο κατήφορο. Ουδέποτε εμείς ασκήσαμε κριτική στα εθνικά ζητήματα με λαϊκίστικη προσέγγιση και μικροκομματικές σκοπιμότητες, όπως έκανε η ΝΔ στο πρόσφατο παρελθόν με την Συμφωνία των Πρεσπών και συνεχίζει να κάνει και σήμερα σε σειρά άλλων θεμάτων εξωτερικής πολιτικής. Η κυβέρνηση της ΝΔ πρέπει επιτέλους να δείξει σοβαρότητα και διάθεση συνεννόησης, τουλάχιστον στα εθνικά ζητήματα. Ζητάμε πολλά;
(Ο Γιώργος Μπαλάφας είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και περιφερειακός σύμβουλος Βόρειου Τομέα Αττικής)