Σήμερα ελλείψει σοβαρής αντιπρότασης στο μείγμα «επιδοματικού καπιταλισμού» και οικονομικού φιλελευθερισμού του κ. Μητσοτάκη (κι όχι νεοφιλελευθερισμού) και παρά το σκάνδαλο των υποκλοπών η αξιωματική και η ελάσσονα αντιπολίτευση δείχνουν η πρώτη να είναι εγκλωβισμένη στον αυτοκαταστροφικό κόσμο της τοξικότητας και η δεύτερη στην απολιτικότητα τού ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας. Δίλημμα που δεν μπορεί να υποκρύψει την απουσία στρατηγικής απ’ αυτήν.
Πάντως ενώ η εχθροπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ δεν του φτιάχνει αφήγηση διακυβέρνησης για το σήμερα, η εναντίον του εχθροπάθεια, οι φωνές για «συριζαλήτες» και «σταλίνες» τον μετατρέπουν από θύτη σε θύμα και του φτιάχνουν αφήγηση συσπείρωσης. Πάντως υπάρχει και ένα άλλο μεγάλο τμήμα, στην κοινωνία, κυρίως οι απογοητευμένοι από τις πολιτικές προτάσεις που τούς προσφέρθηκαν μετά το 2010, το οποίο αναζητεί ένα άνοιγμα για να δει από εκεί το φως μιας νέας Ελλάδας που θα υπερβεί τον κρατισμό και τις πελατειακές σχέσεις, χωρίς να ξεχνά το κοινωνικό ζήτημα.
Δώδεκα χρόνια μετά το 2010 οι καμπάνες του τέλους της μεταπολίτευσης κτυπούν για την ανάδειξη ενός νέου προοδευτικού κόμματος που θα μάχεται κατά του κοινωνικού αυτοματισμού των πάνω και των κάτω. Χρειάζεται ένα big bang στο χώρο της Κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα σαρώσει παλιές ιδέες και πρακτικές, αλλά και πρόσωπα που ακόμη κι αν είναι νέα, τίποτα το νέο δεν κομίζουν.
Για να γίνει όμως αυτό το big bang χρειάζεται πρώτα να γίνει ένα άλλο. Και αυτό αφορά- αν δεν προκύψει μονοκομματική κυβέρνηση- τη συνεργασία των τριών κομμάτων των δυο πολυκατοικιών- της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς. Μόνο αν συγκυβερνήσουν και οι τρεις θα υπάρξει δυνατότητα υπέρβασης του τοξικού κλίματος.
Εύλογη και καλοδεχούμενη η ένσταση. Μα αν συνεργαστούν οι τρεις δεν θα δώσουν έδαφος στην άνοδο της Ακροδεξιάς; Αυτή η αγωνία είναι εύλογη μεν, αλλά μονομερής. Γιατί από την εξίσωσή της λείπει ένας παράγοντας. Εξαρτάται από ποιο πρόγραμμα θα εφαρμόσει αυτή η κυβέρνηση. Παραδείγματος χάρη θα συνεχίσει να προωθεί τις ατομικές συμβάσεις ή θα επιστρέψει στις συλλογικές;
Θα στηρίξει την εργασία ή τον χρηματοπιστωτικό τομέα; Θα αυξήσει τους πολύ χαμηλούς μισθούς ή θα επιδοθεί στην ενίσχυση του επιδοματικού καπιταλισμού; Θα συνεχίσει τη ρητορική για γενικευμένη μείωση των φόρων που κάνει άκυρη κάθε συζήτηση για το κράτος πρόνοιας ή θα εφαρμόσει μέτρα προοδευτικής φορολογίας;
Δεν είναι κάθε κυβέρνηση συνεργασίας των λεγόμενων συστημικών κομμάτων τροφοδότης της Ακροδεξιάς, αλλά μια κυβέρνηση που δεν ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα των μεσαίων και των κατώτερων στρωμάτων ή αν ενδιαφέρεται το κάνει με τρόπο που να μη σπάει αυγά στ’ ανώτερα. Αλλά και τ’ ανώτερα στρώματα κατανοούν πολλές φορές πως η υπερσυγκέντρωση πλούτου σ’ αυτά, τα βλάπτει μακροπρόθεσμα.
Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να χαρακτηρίζει αυτήν την κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» πρέπει να είναι αφενός η ειλικρίνεια της συνεργασίας μεταξύ των τριών και αφετέρου η γνώση πως η επόμενη μέρα θα αποτελέσει την αφετηρία χειραφέτησης του κομματικού συστήματος από τη σημερινή τοξικότητά του. Αλλά θα αποτελέσει και την αφετηρία νομιμοποίησης μιας πιθανής μελλοντικής «προοδευτικής διακυβέρνησης». Η τρικομματική θα είναι το πρώτο big bang και η «προοδευτική διακυβέρνηση» το δεύτερο.
(Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας)