Αν «οι ανάγκες της κοινωνίας προσδιορίζουν την ηθική της», όπως εύστοχα είχε επισημάνει η αείμνηστη αφροαμερικανίδα πεζογράφος, ποιήτρια και ακτιβίστρια Μάγια Αγγέλου, τότε το κοινωνικό σώμα στη χώρα μας βρίσκεται σε βαθιά σήψη.
Αφορμή γι’ αυτή μας τη διαπίστωση αποτελεί, για δεύτερη φορά, η τραγική ιστορία του κατά συρροή βιασμού του 12χρονου κοριτσιού στον Κολωνό, που φέρεται ότι εκδιδόταν από έναν «ευυπόληπτο» πολίτη, ικανοποιώντας, σύμφωνα πάντα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, τις ορέξεις και άλλων ενηλίκων, εν γνώσει, κατά πάσα πιθανότητα, και της μητέρας της. Ένα παιδί δηλαδή στην πιο τρυφερή του ηλικία, επί χρήμασι βορά στις ανώμαλες και εγκληματικές διαθέσεις «ανθρώπων της διπλανής πόρτας» και θέαμα όλων ημών των συμπολιτών που για μια ακόμη φορά «πέφτουμε από τα σύννεφα».
Η δεκαετία της κρίσης, η διετία της πανδημίας, καθώς και οι πρόσφατες «εμβληματικές» υποθέσεις της Πάτρας (Πισπιρίγκου) και του Κολωνού (βιασμοί 12χρονου παιδιού), επαναφέρουν με τον πιο εμφαντικό και τραγικό τρόπο το ζήτημα της απουσίας του κοινωνικού κράτους και της ανάγκης επανίδρυσής του. Η συνεχιζόμενη φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού σε συνδυασμό με την έλλειψη υποστηρικτικών δομών και υποδομών λόγω της συμμόρφωσης στις «ανάγκες της αγοράς», έχει καταντήσει την πρόνοια και την αντιμετώπιση σημαντικών κοινωνικών ζητημάτων της καθημερινότητας σε μια κατάσταση εκκρεμούς, που η διαιώνισή της έχει οδυνηρά αποτελέσματα, με πρώτο και πιο σημαντικό την έλλειψη εμπιστοσύνης προς την πολιτεία. Σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις που οδήγησαν στο μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος τείνουν να εκλείψουν οριστικά.
Ποια όμως μπορεί να είναι η θεσμική στάση απέναντι σε αυτό το φαινόμενο πέρα από το αυτονόητο και επιβεβλημένο έργο της αστυνομίας και της δικαιοσύνης;
Η απάντηση κατ’ αρχήν είναι η αλλαγή πλεύσης στη χάραξη των κοινωνικών πολιτικών. Ακόμη και οι συντηρητικές κυβερνήσεις, που ομνύουν στο όνομα της αγοράς, μπορούν να δείξουν τα κοινωνικά αντανακλαστικά τους αποτρέποντας την περαιτέρω «ζουγκλοποίηση» του κοινωνικού περιβάλλοντος. Το κράτος οφείλει να παρεμβαίνει όχι μόνον κατασταλτικά αλλά πρωτιστως προνοιακά, αφού ρίζες αυτών των φαινομένων αποτελούν οι κοινωνικές ανισότητες και η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, λόγω του ατομικισμού στον οποίο έχουν οδηγηθεί οι σύγχρονες κοινωνίες. Η ψυχιατρικοποίηση -που σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί επαρκή εξήγηση- ή η «καθαρματοποίηση» της ερμηνείας ενός εγκλήματος δεν μπορεί να θεραπεύσει τέτοια φαινόμενα, γιατί ακριβώς τα εντάσσει σε ένα περιπτωσιολογικό πλαίσιο. Αντιθέτως η θεώρησή τους ως σύμπτωμα διαρκών παθογενειών μπορεί να συνεισφέρει σε λύσεις που αφορούν το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Από την άλλη πλευρά, το κράτος και η επίσημη πολιτεία μπορούν να αξιοποιήσουν εποικοδομητικά την τεχνογνωσία και την εμπειρία αξιόπιστων μη κρατικών φορέων και οργανισμών μέσω της ενίσχυσης του έργου τους, που σε πολλές περιπτώσεις διορθώνει και τις όποιες θεσμικές αβλεψίες. Λόγου χάρη, στην υπόθεση του Κολωνού, το «Χαμόγελο του Παιδιού» κινητοποιήθηκε για την περίθαλψη και τον μη χωρισμό των έξι ανήλικων αδερφών του κοριτσιού, ενώ σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση 40494/3.5.2022 του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, μέσω της οποίας προωθείται η ημιαυτόνομη διαβίωση για παιδιά άνω των 15 ετών, τα έξι αδέλφια θα μπορούσαν να χωριστούν. Ένα παράδειγμα, όπως φυσικά και πολλά άλλα, που καταδεικνύουν την αμφίδρομη δημιουργική και ουσιωδώς αποτελεσματική σχέση που μπορεί και επιβάλλεται να υπάρξει. Μια κοινωφελής «Σ.Δ.Ι.Τ.» με επωφελές έργο…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος και ιστορικός)