Το αποτέλεσμα της πρόσφατης συνόδου στην Πράγα αφήνει πίσω του μία εικόνα παραίτησης της Ένωσης, καλλιεργώντας ένα κλίμα ηττοπάθειας κι αδιαφορίας για συλλογικές αποφάσεις. Η Γερμανία κινείται μόνη της, χρηματοδοτώντας την οικονομία της με 200 δισ. ευρώ προκειμένου να δημιουργήσει έναν μηχανισμό αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης, ωστόσο αρνείται να συναινέσει και να στηρίξει τη δημιουργία αντίστοιχων μηχανισμών για το σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών. Στην Ευρώπη τα ακροδεξιά κόμματα ανεβαίνουν ενώ στις ΗΠΑ όσο προχωρούμε προς τις ενδιάμεσες εκλογές το κλίμα πολώνεται. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένα σημείο τομής στην ιστορία που δημιουργεί ένα ντόμινο εξελίξεων στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα και μια νέα ψυχροπολεμική λογική έχει αναδυθεί.
Μέσα σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, η Τουρκία συνεχίζει τις ρητορικές επιθέσεις κατά της Ελλάδας, με την επιθετικότητα της Άγκυρας να έχει φτάσει σε νέο επίπεδο, ποσοτικά και ποιοτικά. Στην διάσκεψη της Πράγας οι επιθέσεις αυτές κορυφώθηκαν, με τον Τούρκο πρόεδρο να αποδεικνύει ότι δεν ενδιαφέρεται για μια ειρηνική διευθέτηση των διαφορών. Η Άγκυρα έχει αποφασίσει να έχει δυο μέτρα και δυο σταθμά. Εμφανίζεται ως συνομιλητής και των Ρώσων και των Ουκρανών, με τον πρόεδρο Πούτιν στην συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν να ισχυρίζεται ότι η Τουρκία αποτελεί ασφαλή δρόμο για το ρωσικό αέριο προς την Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, εκτός από την υψηλή ρητορική ακόμα και για την κυριαρχία των νησιών της χώρας μας, η Τουρκία έχει προχωρήσει στην παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μιας χώρας κράτους-μέλους της ΕΕ με το παράνομο τουρκο-λιβυκό σύμφωνο. Η προκλητική πολιτική της Τουρκίας ενισχύεται κι από την χαλαρότητα και υποχωρητικότητα της ΕΕ, που δεν έχει ξεκάθαρη θέση απέναντι στον Ερντογάν σχετικά με την υιοθέτηση κυρώσεων.
Οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ βρίσκονται στο ναδίρ, με την Ελλάδα να καλείται να ορθώσει ανάστημα και να πιέσει την ΕΕ για καθαρές θέσεις απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Η ελληνική πλευρά δεν πρέπει να στηρίξει το τέλος των σχέσεων συνεργασίας, αλλά θα πρέπει να πιέσει τους εταίρους της να υιοθετήσουν σαφή στάση απέναντι στην Τουρκία, ακόμα και να προχωρήσουν σε κυρώσεις.
Η πολιτική ηγεσία της Άγκυρας οφείλει να αντιληφθεί ότι δεν έχει κανένα συμφέρον από μια ολοκληρωτική ρήξη με την ΕΕ και την Ελλάδα. Καθημερινές παραβιάσεις, ρητορική συνεχώς αυξανόμενη σε όλα τα επίπεδα, μεταναστευτικό, αποστρατικοποίηση των νησιών. Η Τουρκία απειλεί, όσο η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα την αφήνουν να ακολουθεί αυτή τη στρατηγική. Η πρόσκληση του Τούρκου Προέδρου στην Πράγα τις ημέρες που προχωρούσε το παράνομο τουρκο-λιβυκό σύμφωνο, ενώ παράλληλα αμφισβητούσε και την κυριαρχία των νησιών μας, ήταν λανθασμένη και θα έπρεπε να έχει επιβάλει όρους η ελληνική κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή, από την επίσημη έκθεση του Λευκού Οίκου για «την εθνική στρατηγική ασφάλειας» διαφαίνεται η επιλογή των ΗΠΑ να μην απομακρυνθεί η Τουρκία από το δυτικό στρατόπεδο. Η ανοχή είναι λάθος επιλογή γιατί δημιουργεί προηγούμενο κι αυξάνει τον κίνδυνο ατυχήματος, ακόμα και σύρραξης.
Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να θέσει έντονα τα παραπάνω ζητήματα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα πρέπει να καλλιεργεί το διάλογο με την αντιπολίτευση στο εσωτερικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στηρίζει μία ενεργή, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που προστατεύει το εθνικό μας συμφέρον, και θα συνεχίζει να το κάνει από πατριωτικό καθήκον. Δεν θα χρησιμοποιήσει την εξωτερική πολιτική για κομματική εκμετάλλευση. Στην εξωτερική πολιτική χρειάζεται μία ενιαία, καθαρή στάση, με την ΝΔ να πρέπει να έρθει εγγύτερα στις κοινοβουλευτικές δυνάμεις, να ενημερώνει τα κόμματα τακτικά και να επιδιώκει συναίνεση και πνεύμα συνεργασίας. Δεν μπορεί σε κάθε κριτική που γίνεται από την αντιπολίτευση, η κυβέρνηση να ανακαλύπτει εσωτερικούς εχθρούς. Το πνεύμα συνεργασίας είναι το μίνιμουμ που μπορεί να κάνει αν πραγματικά επιθυμεί να στηρίξει τα κυριαρχικά συμφέροντα της χώρας, με την κυβέρνηση της ΝΔ να συνεχίζει να κινείται με γνώμονα την επικοινωνιακή διαχείριση. Ενώ ο ίδιος ο Υπουργός Εξωτερικών είχε αναγγείλει το 2021 την απόφαση της κυβέρνησης για επέκταση των χωρικών υδάτων νότια και ανατολικά της Κρήτης, αυτό δεν έγινε ποτέ όπως και δεν επέμεινε σε κυρώσεις για την τουρκική επιθετικότητα. Η κυβέρνηση δυστυχώς στερείται ενός στρατηγικού σχεδιασμού απέναντι την τουρκική προκλητικότητα, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής που να οδηγεί στη Χάγη και να βάζει σαφείς κόκκινες γραμμές.
Η πολιτική αλλαγή με μια προοδευτική διακυβέρνηση είναι κοντά και θα δώσει διαφορετική πνοή και στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
*Ο Γιώργος Μπαλάφας είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και περιφερειακός σύμβουλος Βόρειου Τομέα Αττικής.