Σε γρίφο, εξελίσσεται η χορήγηση των αυξήσεων στις συντάξεις, από την 1.1.2023. Η κυβέρνηση, έχει εξαγγείλει την αύξηση των συντάξεων, μετά από 12 χρόνια, με βάση τις προβλέψεις του ν.4670/2020, αυξήσεις που με βάση τα στοιχεία, φαίνεται ότι, θα αγγίξουν το 7% και αφορούν, περίπου 1,2 εκατομμύρια συνταξιούχους.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 25 του νόμου, που ουσιαστικά επαναλαμβάνει τις ρυθμίσεις του ν.4475/2017, προβλέπει ότι : «Το συνολικό ποσό της σύνταξης αυξάνεται από την 1.1.2023 κατ’ έτος, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με βάση συντελεστή που προκύπτει από το άθροισμα του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του ΑΕΠ συν το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους διαιρούμενου διά του δύο (2) και δεν υπερβαίνει το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή.».
Και κάπου εδώ, αρχίζουν τα προβλήματα, καθώς ο νόμος εμπεριέχει ορισμένες κρίσιμες ασάφειες: Η διάταξη προβλέπει αύξηση στο συνολικό ποσό της σύνταξης και όχι αύξηση των επιμέρους τμημάτων της σύνταξης(εθνική και ανταποδοτική). Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον δεν υπάρξει παρέμβαση, αύξηση θα λάβουν μόνο, όσοι έχουν καταστεί συνταξιούχοι, το 2022 και όχι εκείνοι οι οποίοι θα καταστούν συνταξιούχοι, από 1.1.2023. Αυτό όμως, θα οδηγήσει στο εξής παράδοξο. Δύο υποψήφιοι συνταξιούχοι με ίδια χρόνια ασφάλισης, ηλικία και αποδοχές, να λαμβάνουν διαφορετικά ποσά σύνταξης, ανάλογα με το αν κατέθεσαν στο τέλος του 2022 ή στις αρχές του 2023. Το ενδεχόμενο αυτό, προφανώς παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και την συνταγματική αρχή της ισότητας και άρα, είναι εντελώς προβληματική μια τέτοια εξέλιξη, που προς το παρόν δεν έχει αποκλειστεί.
Η πιθανότητα να μην δουν αυξήσεις, όσοι καταθέσουν για σύνταξη από το 2023, οδηγεί ήδη, χιλιάδες ασφαλισμένους τόσο στον δημόσιο, όσο και ιδιωτικό τομέα, σε ένα μεγάλο κύμα φυγής προς τη σύνταξη. Η ορθή επιλογή, είναι να υπάρξει επαύξηση της Εθνικής και Ανταποδοτικής σύνταξης, κατά το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ και του πληθωρισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου. Αυτό φυσικά, θα οδηγήσει στην αύξηση και των καινούργιων συντάξεων, κάτι το οποίο θα επαναλαμβάνεται εφεξής, σε ετήσια βάση. Με ένα ποσοστό αύξησης της τάξεως του 7%, η Εθνική Σύνταξη λόγω γήρατος, θα διαμορφωθεί λίγο πάνω από τα 410 ευρώ, από τα 384 ευρώ που είναι σήμερα. Με αύξηση 7% το 2023 το ποσό εθνικής σύνταξης λόγω θανάτου αναμένεται να διαμορφωθεί στα 411 ευρώ, με το κατώτατο όριο στα 385 ευρώ και για τις αναπηρικές, σε 308 ευρώ (με αναπηρία 67% ως 79,99%) και 205 ευρώ (με αναπηρία κάτω από 67%).
Προς την κατεύθυνση αυτή, δεν βοηθάει το «μίνι» ασφαλιστικό, που έχει τεθεί σε διαβούλευση και αναμένεται εντός των ημερών, να πάρει το δρόμο προς τις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές.
Στο άρθρο 55, του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, επαναλαμβάνεται το άρθρο 7, του ν.4387/2016 που απλώς παραπέμπει στην έκδοση ΚΥΑ, για τον προσδιορισμό της αύξησης στις καταβαλλόμενες(;) συντάξεις.
Συγκεκριμένα το άρθρο 55 ορίζει ότι: «Για την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού η εθνική σύνταξη ορίζεται σε τριακόσια ογδόντα τέσσερα (384) ευρώ μηνιαίως και καταβάλλεται ακέραια εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. Το ποσό της εθνικής σύνταξης βαίνει μειούμενο κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 15 έτη ασφάλισης. Η προϋπόθεση συμπλήρωσης δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης για την καταβολή της εθνικής σύνταξης δεν ισχύει για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης με τη συμπλήρωση χρόνου ασφάλισης μικρότερου των δεκαπέντε (15) ετών. Στην περίπτωση αυτή το ποσό της εθνικής σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται αυτού που αντιστοιχεί στα δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης. Η εθνική σύνταξη αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 14 του παρόντος».
Από την άλλη, η προσαύξηση της Εθνικής και Ανταποδοτικής Σύνταξης απαιτεί να γίνει επανυπολογισμός (και πάλι), όλων των συντάξεων, κάτι που θα απαιτήσει χρόνο, αλλά θα δημιουργήσει και μια σειρά από τεχνικές δυσκολίες, υπό την έννοια ότι, ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί ο επανυπολογισμός των συντάξεων, με βάση τα αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης του «νόμου Βρούτση».
Με λίγα λόγια, οι συνταξιούχοι θα βρεθούν σε μια απόλυτη σύγχυση, σε σχέση με την σύνταξη που λαμβάνουν, δεδομένης και της έλλειψης εμπιστοσύνης, προς τις υπηρεσίες του ΕΦΚΑ.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, θα πρέπει έγκαιρα το Υπουργείο Εργασίας να λάβει θέση, αλλά και να τρέξει τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, προκειμένου να είναι εφικτό να καταβληθούν έγκαιρα τα χρήματα στους δικαιούχους. Ο κ.Χατζηδάκης έχει δηλώσει ότι, οι αυξήσεις θα δοθούν αναδρομικά από 1.1.2023, αλλά οι καταβολές θα γίνουν το νωρίτερο τον Μάρτιο του 2023.
Η όποια επιπλέον καθυστέρηση, θα φέρει σε πλήρη απόγνωση τους συνταξιούχους που βιώνουν ακόμα πιο δραματικά τις επιπτώσεις από την ακρίβεια σε ενέργεια και είδη πρώτης κατανάλωσης.
Είναι σημαντικό λοιπόν να διευκρινιστούν άμεσα τα ζητήματα και να γίνουν οι σχετικές προσαρμογές, για να μην μπορεί κανείς να επικαλεστεί κανένα «λογισμικό», που δεν θα είναι έτοιμο, για να λάβουν οι συνταξιούχοι έγκαιρα, τα χρήματα που δικαιούνται.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος)