Η κυβερνητική θητεία του Κυριάκου Μητσοτάκη πατάει πάνω σε μια παρατεταμένη αλληλουχία ψευδολογίας και πολιτικής απάτης - υλικά που συνθέτουν τον κύκλο της διαφθοράς επί των ημερών του. Είναι η φυσική συνέπεια του προ του 2019 κύκλου εξαπάτησης, που τον έφερε στην κυβέρνηση.
Το αναδεικνύει με τον τρόπο του ακόμη και ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας - τον οποίο η κυβερνητική προπαγάνδα στην πρώτη φάση της πανδημίας χρησιμοποίησε για να «ηγετοποιηθεί» ο Μητσοτάκης. Σήμερα λέει ότι, εκείνη την περίοδο δεν είχε τον πρώτο λόγο η επιστήμη, αλλά οι ιδεοληψίες. Δηλαδή η πολιτική σκοπιμότητα. Είναι προφανές τίνος εννοεί…
Ο Πρωθυπουργός κινείται πάντα στο δρόμο της παραπλάνησης. Στην τελευταία συνεδρίαση της Βουλής που έλαβε μέρος - γιατί στις υποκλοπές απέδρασε - έλεγε ότι η κυβέρνησή του δεν πρέπει να επικρίνεται για την ακρίβεια, γιατί η ευθύνη βαρύνει τον… Πούτιν - και κατά συνέπεια και τον Τσίπρα που δεν τον καταδικάζει.
Μόνο που η ακρίβεια προϋπήρχε του Πούτιν και του πολέμου. Ήταν ο ιδιος που άκουσε στο τέλος του 2021 τον επιχειρηματία Σκλαβενίτη να τον προειδοποιεί ότι οι τιμές θα καλπάσουν το 2022.
Με την επαναληπτική παρουσία του στο Ελληνικό για …εγκαίνια πάλι, προσπαθούσε, σαν τον ταχυδακτυλουργό, να εμφανίσει μια τέντα σε ένα χωράφι, ως «το μεγαλύτερο έργο και την πιο σύγχρονη πόλη στην Ευρώπη». Τον άδειασε ακόμη και ο επενδυτής.
Το τελευταίο διάστημα στην αιχμή της παραπλάνησης βρίσκεται πάντα μια λέξη: Ανάπτυξη. Μιλώντας για «ανάπτυξη» ο Μητσοτάκης προβάλει την αποτελεσματικότητα της πολιτικής του και υπόσχεται παροχές.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο μπαλαμούτι από τη στιγμή που ο ίδιος δεν απάντησε ποτέ στο ερώτημα: «Ανάπτυξη για ποιους;».
Ανάπτυξη έχουμε όταν μεγαλώνει το προϊόν μιας οικονομίας. Αλλά από μόνο του αυτό δεν λέει τίποτε. Για να αποκτήσει ουσία, πρέπει να είναι σαφείς οι απαντήσεις στα ερωτήματα που αναδύονται σε δυο - μετρήσιμους - άξονες.
Ο ένας είναι το ποσοστό από το προϊόν της ανάπτυξης που μένει στη χώρα. Πόσο απολαμβάνουν οι Έλληνες και πόσο περνάει τα σύνορα και γίνεται πλούτος άλλων; Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνει τις ξένες επενδύσεις η σημερινή κυβέρνηση, στέλνει το μεγαλύτερο μέρος της - όποιας - ανάπτυξης στο εξωτερικό.
Στον άλλο άξονα υπάρχει το ερώτημα ποιοι ωφελούνται από το υπόλοιπο της ανάπτυξης που μένει στη χώρα. Η απάντηση βάζει και τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα κόμματα, με βάση το κριτήριο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Πώς κατανέμουν τον παραχθέντα πλούτο, είναι αποτέλεσμα της ιδεολογίας τους. Δεν είναι όλοι ίδιοι.
Σήμερα όλα τα στοιχεία δείχνουν η ανάπτυξη δεν κατευθύνεται επαρκώς στην κοινωνία, με περαιτέρω χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, της υγείας, της πρόνοιας, της κοινής ωφελείας, των συντάξεων, των υποδομών. Ούτε βεβαίως στις αμοιβές των εργαζόμενων: Αντίθετα η σύνθλιψή τους παράγει «ανάπτυξη».
Ο εσωτερικός πλούτος συγκεντρώνεται σε λίγους, που πλουτίζουν περισσότερο. Εκτός απ τους εργαζόμενους, θύμα αυτής της πολιτικής είναι μεσαία τάξη.
Ο Μητσοτάκης κατηγορεί τον Τσίπρα ότι τη φορολόγησε, παραλείποντας ότι οι «φόροι Τσίπρα», ήταν μνημονιακές υποχρεώσεις που ανέλαβαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, για να διασωθεί η χώρα από τη χρεοκοπία που προκάλεσαν τα δυο κόμματα.
Εκτός Μνημονίου πλέον η σημερινή κυβέρνηση συρρικνώνει τη μεσαία τάξη μεταφέροντας την «ύλη», που τη συντηρούσε στα καρτέλ, τις αλυσίδες, τις ξένες εταιρίες, τους μεγάλους εργολάβους.
Οι δήθεν φορολογικές ελαφρύνσεις έχουν όλο και λιγότερους αποδέκτες. Πώς να ελαφρυνθεί κάποιος που κλείνει την επιχείρηση του, ή δεν έχει δουλειά στο γραφείο του - λόγω του ανταγωνισμού από τους μεγάλους κατά κλάδο, που διευκολύνουν η κυβέρνηση και το τραπεζικό σύστημα;
Την ίδια στιγμή η ακρίβεια, πέραν των συνεπειών που έχει ο πόλεμος, διογκώνεται από την κυβερνητική πολιτική που επιτρέπει στην κερδοσκοπία να καλπάζει, στα υπερκέρδη να αυξάνονται στους προϋπολογισμούς των εταιριών και στην ασυδοσία της «αγοράς» να απομυζά το εισόδημα των πολλών.
Συμπέρασμα: Όσο η ανάπτυξη είναι αριθμοί και όχι διανεμόμενος δίκαια πλούτος, η χώρα και οι πολίτες της – στη συντριπτική πλειοψηφία τους - δεν κερδίζουν. Αντίθετα, όπως δείχνουν τα πραγματικά δεδομένα εξελίσσεται αναδιανομή εισοδήματος προς τα πάνω.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα μειώνεται, η φτώχεια διευρύνεται σύμφωνα με όλες τις μελέτες, η κοινωνική ανισότητα μεγαλώνει, οι άνθρωποι που δεν έχουν στοιχειώδη για να ζήσουν αυξάνονται και ο πληθωρισμός εξανεμίζει την αύξηση μόλις 63 ευρώ σε τρία χρόνια στον κατώτατο μισθό.
Το «καλάθι νοικοκυριού» είναι μια ακόμη εξαπάτηση, από τη στιγμή που η μείωση των τιμών επαφίεται στο φιλότιμο των σούπερ μάρκετ, των μεσαζόντων, των εισαγωγέων και των βιομηχάνων, που δεν θα μειώσουν τα κέρδη τους για να σώσουν την ψυχή τους.
Όπως δεν έκαναν οι πλοιοκτήτες, οι εταιρίες τηλεφωνίας και οι τράπεζες που το … υποσχέθηκαν στον Πρωθυπουργό. Η πολιτική γίνεται με νόμους, όχι με…«συμφωνίες κυρίων».
Για να «τρώγεται» η ανάπτυξη πρέπει να κατανέμεται δίκαια στην κοινωνία, να ενισχύει τα δίκτυα προστασίας της και να τροφοδοτεί υγιώς τον παραγωγικό κύκλο.
Ποτέ δεν θα το κάνει ένας Πρωθυπουργός που δεν έχει ιδέα πως ζει ο μέσος πολίτης και κομπάζει ότι αυξήθηκε η χρηματιστηριακή αξία της ιδιωτικοποιημένης ΔΕΗ … με την αύξηση των λογαριασμών του ρεύματος.
Δεν μπορεί να το κάνει μια κυβέρνηση που βρίσκεται στην υπηρεσία των ισχυρών του χρήματος. Κι ως πολιτικό σώμα που διέπεται από συγκεκριμένη ιδεολογία και ως άθροισμα προσώπων με επιμέρους εξαρτήσεις από συμφέροντα. Στα χέρια τους η «ανάπτυξη» είναι περισσότερος πλούτος στα χέρια των ολίγων και είδος πολυτελείας για τους πολλούς.
(Ο Γιώργος Λακόπουλος είναι δημοσιογράφος)