Είναι γνωστό ότι το φαινόμενο της κρίσης εμπιστοσύνης που τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζει έντονα και το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αποτυπώνεται πρωτίστως στη μειωμένη συμμετοχή των πολιτών στις συλλογικές διαδικασίες, με αποκορύφωμα την περίπτωση των εκλογών. Έτσι και στην Ελλάδα, μετά το 2004, όπου ο αριθμός των εγκύρων ψηφοδελτίων έφτασε στα ιστορικά μέγιστα επίπεδά του (7,4 εκ.), έχει ξεκινήσει μία μαζική έξοδος από το ενεργό εκλογικό σώμα, που συνολικά έφτασε να αντιστοιχεί σε μείωση των ψηφοφόρων κατά 2.000.000 το Σεπτέμβριο του 2015, οπότε και σημειώθηκε το αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής σε βουλευτικές εκλογές (5,4 εκ.).
Η εξέλιξη αυτή μάλιστα, είναι πρακτικά ανεξάρτητη από τις δημογραφικές μεταβολές, αφού ακόμα και η συνολική μείωση του μόνιμου πληθυσμού που καταγράφεται στην πρόσφατη απογραφή του 2021 (-3,5% σύμφωνα με τα προσωρινά δημοσιευμένα αποτελέσματα), συνδυαζόμενη με τη διαπιστωμένη δημογραφική γήρανση, δεν φαίνεται μέχρι τώρα να επηρεάζει το σύνολο των ενηλίκων πολιτών, με τον αριθμό τους να παραμένει σχεδόν σταθερός σε όλη αυτήν την περίοδο, λίγο χαμηλότερα από τα 9 εκ. Αφαιρώντας δε τους ξένους υπηκόους, θα έφτανε προσεγγιστικά τα 8-8,5 εκ., τιμή που συνιστά στην ουσία τον συνολικό «εκλογικό» πληθυσμό, και επί της οποίας θα έπρεπε να υπολογίζονται τα πραγματικά ποσοστά της Αποχής, αντί των παραδοσιακά «διογκωμένων» εκλογικών καταλόγων.
Τρία κύματα αποχής
Η συνολική αυτή έξοδος πρέπει να σημειωθεί ότι δεν ήταν συνεχής, αλλά εξελίχθηκε σταδιακά, εντοπιζόμενη κυρίως σε τρία, συγκρίσιμου μεγέθους κύματα: 550.000 μεταξύ 2004 και 2009, 700.000 από το 2009 έως τον Ιούνιο του 2012 και 725.000 μεταξύ των δύο εκλογών του 2015, από τον Ιανουάριο στο Σεπτέμβριο (Πίνακας 1). Οι τρεις αυτές αποχωρήσεις, σηματοδοτούσαν κάθε φορά μια «πολιτική στάση» δυσαρέσκειας, αντιστοιχώντας σε ψηφοφόρους συγκεκριμένων πολιτικών χώρων.
Πίνακας 1. Εξέλιξη Εκλογικής Συμμετοχής 2004-2019
* = ο αριθμός των εγκύρων ψηφοδελτίων για τις βουλευτικές εκλογές (και του συνόλου των ψηφισάντων, μαζί με τα Άκυρα-Λευκά, για το Δημοψήφισμα του 2015)
Έτσι, ενώ το πρώτο κύμα (2004- 2009) αφορούσε κυρίως δυσαρεστημένους ψηφοφόρους της Ν∆, το δεύτερο (2009-2012) φάνηκε να πλήττει συνολικότερα τον ιστορικό δικομματισμό της μεταπολίτευσης, προερχόμενο ωστόσο κατά πλειοψηφία από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ, ως καταδίκη για την αρχική «μνημονιακή» διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Το τρίτο κύμα όμως, εκείνο του Σεπτεμβρίου του 2015, που ήταν ταυτόχρονα και το πιο απότομο, αφού ενεργοποιήθηκε ουσιαστικά μέσα σε χρονικό διάστημα μόλις δύο μηνών μετά το ∆ημοψήφισμα του Ιουλίου (βλ. Πίνακα 1), αντανακλούσε κατά βάση την απογοήτευση είτε από το προηγηθέν αποτέλεσμα του «όχι», είτε κυρίως από την πολιτική αναίρεσή του εκ μέρους της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, για αυτό και κατά πλειοψηφία αφορούσε δικούς του ψηφοφόρους, που με αυτόν τον τρόπο εκδήλωναν την αποστασιοποίησή τους. Άλλωστε, στην αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου 2015, ήταν η πρώτη φορά από το 2009 που το φαινόμενο της Αποχής καταγράφονταν με τέτοια ένταση και στην περιοχή της Αττικής (η συμμετοχή διατηρούνταν ως τότε σταθερά στα 1,9 εκ. ψήφους), που από τον εκλογικό «σεισμό» του 2012 αποτελούσε το προπύργιο της «αντιμνημονιακής» ψήφου.
Η «επιστροφή»
Στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις του 2019, τόσο στις Ευρωεκλογές του Μαΐου όσο και στις βουλευτικές του Ιουλίου, καταγράφηκε ένα αντίθετο κύμα «επιστροφής» στο εκλογικό σώμα, με τα έγκυρα ψηφοδέλτια να αυξάνονται κατά 200.000 και πλέον σε όλη την επικράτεια, δημιουργώντας εντούτοις ένα διαφορετικό προφίλ της εκλογικής συμμετοχής, όπως προκύπτει από ενδείξεις των αναλυτικών δεδομένων των exit polls (παρά τις όποιες μεθοδολογικές ενστάσεις), όταν αυτά αντιπαραβάλλονται με τον γενικό εκλογικό ή τον ενήλικο (μόνιμο) πληθυσμό.
Για παράδειγμα, μέχρι και τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, οι μεγαλύτερες ηλικίες (άνω των 55 ετών) αποτελούσαν την κυριότερη δεξαμενή της αποχής, αφού το ποσοστό τους μεταξύ των ψηφισάντων ήταν σαφώς μικρότερο από το αντίστοιχο στο σύνολο του ενήλικου πληθυσμού (Πίνακας 2). Αποκορύφωμα ήταν οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, όταν οι ψηφοφόροι της εν λόγω ηλικιακής ομάδας αντιστοιχούσαν μόλις στο 34% του ενεργού εκλογικού σώματος, έναντι 40% της ανάλογης εκτίμησης στον εκλογικό πληθυσμό, με βάση τη φυσική του κίνηση. Έκτοτε και κυρίως μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 παρατηρήθηκε μια μαζική επανακινητοποίησή τους, με τα σχετικά ποσοστά να συγκλίνουν σχεδόν απόλυτα (στο 42%-43%) στις εκλογές του 2019, γεγονός που προσέδιδε ένα αναμφισβήτητο πλεονέκτημα στο κόμμα της Ν∆, λόγω της «προνομιακής» της σχέσης με αυτές τις ηλικιακές κατηγορίες.
Πίνακας 2. Ηλικιακή Κατανομή Συνολικού Vs Ενεργού εκλογικού σώματος
Η επιστροφή αυτή των μεγάλων ηλικιών, φάνηκε να λειτουργεί εις βάρος της συμμετοχής κυρίως των μεσαίων-παραγωγικών (35-54 ετών), οι οποίες ενώ μέχρι το 2015 ήταν μονίμως και αισθητά υπερεκπροσωπούμενες στο ενεργό εκλογικό σώμα, το 2019 φάνηκε να πλησιάζουν στο πραγματικό πληθυσμιακό τους μέγεθος και στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε την μεγαλύτερη μείωση της εκλογικής επιρροής του (30% από 37% το 2015). Όσο για τις νεότερες ηλικίες (κάτω των 35 ετών), αυτές παραδοσιακά σχεδόν εμφανίζουν ελαφρά υποεκπροσώπηση στην εκλογική συμμετοχή (με εξαίρεση ίσως το 2015), αποτελώντας μια υπαρκτή μεν, αλλά πάντως δευτερεύουσα δεξαμενή της αποχής. Άλλωστε η μείωση της πληθυσμιακής βαρύτητάς τους επί του συνόλου των ψηφοφόρων, από 25% στις εκλογές του Μαΐου 2012 (και από 27% σε εκείνες το 2009) σε μόλις 20% το 2019 και παρά την προσθήκη ενός ακόμα ηλικιακού έτους (των 17 ετών) στο εκλογικό σώμα, συνάδει απόλυτα με την εξέλιξη της δημογραφικής γήρανσης: τα αντίστοιχα ποσοστά στον ενήλικο πληθυσμό, από 27% στην απογραφή του 2011, αναμένεται τώρα να προσεγγίσουν το 21%.
Περί εκλογικής «οροφής»
Οι παραπάνω εκτιμώμενες μεταβολές στην εκλογική συμμετοχή, δεν μπορούν να αποτελέσουν την κύρια αιτιολόγηση του εκλογικού αποτελέσματος του 2019, το οποίο προήλθε από τη γενικευμένη εισροή ψηφοφόρων προς τη Ν∆, με το τελικό ποσοστό της (40%) να λειτουργεί ως μία άτυπη εκλογική «οροφή», πολύ ανώτερη από την αντίστοιχη του ΣΥΡΙΖΑ, αν ως τέτοια νοηθεί το μέγιστο ιστορικό ποσοστό του (36,5%), της πρώτης νίκης του 2015. Παρόλα αυτά, πρέπει να σημειωθεί ότι η χαμηλή συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, σε επίπεδα 65%-70% στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις (Σεπτέμβριο 2015 και Ιούλιο 2019), αλλά χωρίς σημαντικές διακυμάνσεις στο τελικό εκλογικό του μέγεθος (από 2,25 εκ. τον Ιανουάριο του 2015 έως 1,78 εκ. τον Ιούλιο του 2019), μαρτυρεί μια συνεχή, αλλά και ευρεία ανανέωση της εκλογικής του βάσης. Ενώ παράλληλα, μπορεί να οδηγήσει με σχετική ασφάλεια στην εκτίμηση ότι περίπου 2,6-2,95 εκ. ψηφοφόροι (συμμετάσχοντες ή απόσχοντες το 2019) έχουν επιλέξει τον ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον σε μία αναμέτρηση από τον Ιανουάριο του 2015, τη στιγμή που ο ανάλογος υπολογισμός για τη Ν∆ είναι αισθητά χαμηλότερος (2,25-2,65 εκ.). Στοιχείο που είναι ικανό να ανατρέψει την υπόθεση περί εκλογικής «οροφής». Φυσικά το κατά πόσο όλοι αυτοί οι ψηφοφόροι μπορούν να ξανασυνταχθούν στην ίδια επιλογή, είναι ένα άλλο ζήτημα.
(Ο Παναγιώτης Κουστένης είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης- Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από την εφημερλιδα ¨"Εποχή")