Η φράση «Κάθε φορά που ανοίγει ένα σχολείο κλείνει μια φυλακή», είναι μια από τις παραλλαγές του διάσημου αφορισμού που αποδίδεται στον Βικτόρ Ουγκό, που ακόμα κι αν τελικά δεν τον διατύπωσε ο ίδιος εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τα ιδεώδη του για την εκπαίδευση.
Ενάμιση αιώνα αργότερα από τότε που έζησε και μεγαλούργησε αυτό το μεγάλο πνεύμα, γνήσιο τέκνο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, αυτό το απόφθεγμα θα έπρεπε επίσης να εκφράζει και τις σύγχρονες κοινωνίες μας. Ωστόσο, και με αφορμή την επιστολή παραίτησης ενός αναπληρωτή εκπαιδευτικού σε ΕΠΑ.Λ. της ελληνικής επικράτειας, η οποία προκάλεσε μεγάλη συζήτηση στο διαδίκτυο, καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε εμπεδώσει ως πολιτεία και κοινωνία τη σημασία αξιών όπως η δημόσια εκπαίδευση.
Χωρίς να γνωρίζουμε αλλά και ταυτόχρονα χωρίς να αμφισβητούμε την εγκυρότητα της επιστολής, τα όσα με έντονο και συναισθηματικό τρόπο αναφέρονται, αποτελούν τμήμα της καθημερινής πραγματικότητας. Τα μαθήματα δεν γίνονται όπως προβλέπεται από τα αναλυτικά προγράμματα, ο σεβασμός προς τους εκπαιδευτικούς είναι είδος εν ανεπαρκεία, ενώ σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται να κυριαρχεί ο φόβος των αντιποίνων.
Πολλοί εκπαιδευτικοί μιλούν για μια γενικευμένη κατάσταση, ιδιαίτερα στα επαγγελματικά λύκεια, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι η περιγραφή δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα, αλλά δεν πρέπει να γίνονται συμψηφισμοί. Με λίγα λόγια, το φαινόμενο είναι υπαρκτό με επιμέρους ενστάσεις για την έκτασή του.
Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρούμε ότι σε αυτή τη δημόσια συζήτηση που ξεκίνησε και ελπίζουμε να συνεχιστεί, έλαβε χώρα μια ιδεοληπτική εκτροπή από το μείζον, που είναι η αναζήτηση των αιτίων του φαινομένου και η εξεύρεση λύσεων στο εκπαιδευτικό επίπεδο, σε ταξικούς αφορισμούς -όχι σαν του Ουγκό· από τους άλλους, αυτούς που στιγματίζουν- και σε κατασταλτικά μέτρα.
Προφανώς και όπου υπάρχει παραβατικότητα επιβάλλεται η λήψη μέτρων που συνάδει με την ηλικία των παραβατών, αλλά σε ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα οι παρεμβάσεις δεν πρέπει να ξεκινούν από εκεί, χωρίς βέβαια από την άλλη πλευρά να «χαϊδεύονται αυτιά» και στα σχολεία να επικρατεί άσυλο ανομίας που υπονομεύει τις εκάστοτε πρωτοβουλίες.
Αυτό που οφείλουμε να αναδείξουμε, πριν και πάνω απ’ όλα, είναι το ζήτημα της υποβάθμισης του δημόσιου σχολείου και της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Όλες τις προηγούμενες δεκαετίες με καθηλωτικό επιστέγασμα αυτήν της κρίσης, τα λύκεια, γενικά και επαγγελματικά, έχουν μετατραπεί σε χώρους εκτόνωσης των προσωπικών και θεσμικών αδιεξόδων.
Οι μαθητές θεωρούν ότι δεν τους προσφέρεται τίποτε αφού τα φροντιστήρια θα τους βοηθήσουν για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ όσοι δεν έχουν στόχο το πανεπιστήμιο, θεωρούν ότι η κατάρτισή τους θα πραγματοποιηθεί είτε εμπειρικά είτε σε δημόσιους ή ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς οργανισμούς μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Από την άλλη πλευρά, κακοπληρωμένοι εκπαιδευτικοί αναλαμβάνουν δυσανάλογο βάρος από αυτό που τους αναλογεί.
Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Πρώτο μέλημα του υπουργείου -που τα τρία τελευταία χρόνια φροντίζει να απαξιώνει τη δημόσια εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες-, της τοπικής αυτοδιοίκησης που είναι υπεύθυνη για τις σχολικές μονάδες, των εκπαιδευτικών και των συνδικαλιστικών οργάνων τους, καθώς και της κοινωνίας των πολιτών είναι αλλαγή εκ βάθρου της εκπαιδευτική πολιτικής.
Με 11χρονη (νηπιαγωγείο έως και πρώτη λυκείου) υποχρεωτική γενική εκπαίδευση για όλους και στη συνέχεια στις ίδιες σχολικές μονάδες οι μαθητές να επιλέγουν το είδος λυκείου που θα ακολουθήσουν για τις υπόλοιπες δύο τάξεις. Αυτό προϋποθέτει την αναβάθμιση του απολυτηρίου Λυκείου για οποιαδήποτε κατεύθυνση και τον σωστό προσανατολισμό ήδη από το τέλος του δημοτικού σχολείου, όπως συμβαίνει στη Γερμανία με τον θεσμό των μη υποχρεωτικών συστάσεων.
Επιπλέον, όσοι μαθητές επιθυμούν να ολοκληρώσουν τις εγκύκλιες σπουδές τους με το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η προοπτική των σχολών μαθητείας να αποτελεί μια ουσιαστική επιλογή.
Με αυτά τα ελάχιστα λόγω οικονομίας χώρου και πολλά όμως περισσότερα κατά νου, θεωρούμε ότι το ζήτημα δεν είναι να στιγματίσουμε τα ΕΠΑ.Λ. και γενικότερα τα δημόσια σχολεία ως εκτροφεία εν δυνάμει παραβατικών και απόκληρων νέων ανθρώπων.
Με τις δέουσες παρεμβάσεις στο επίπεδο της πρόληψης, της υποστήριξης και της προβλεπόμενης απόδοσης ευθυνών, αλλά κυρίως με την ενίσχυση και την αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης, μπορούμε να ελπίζουμε ότι η επόμενη γενιά μαθητών θα αγαπήσει το σχολείο ως χώρο μάθησης και κοινωνικοπολιτικής αγωγής.
Θα τον απεξαρτήσει στη συνείδησή της από τη βαθμοθηρία και την ιδεοληπτική -«επ’ αγαθώ της κοινωνίας … βεβαίως … βεβαίως…»-εμμονή της μιας ατεκμηρίωτης σύνδεσης με την παραγωγήκαι θα συνδυάσει την ανθρωπιστική παιδεία με την τεχνολογική με σκοπό τη διαπαιδαγώγηση πολιτών με κριτική σκέψη και δίψα για πρόοδο.
(Ο Δημ΄ξτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος-ιστορικός)