Μετά τις πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου (ΑΠ 909/2021, ΑΠ 822/2022) υπήρξε έντονη κινητικότητα σε πολλά επίπεδα, αναφορικά με το ζήτημα της νομιμοποίησης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων (servicers, sic) για τη διενέργεια των απαιτούμενων διαδικαστικών πράξεων προς έκδοση διαταγών πληρωμής και κίνηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης.
i. Σε καθαρά νομικό επίπεδο, εμφανίστηκε και διακινείται γνωμοδότηση (συντεταγμένη από…μέλος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών!) με βάση την οποία επιχειρείται να υποστηριχτεί, ότι, τάχα, οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων νομιμοποιούνται (κατά διασταλτική ερμηνεία δικονομικών διατάξεων, δηλαδή…τεντώνοντας λίγο το κουστούμι του νόμου, που τους έπεσε στενό, τόσο, ώστε να τις χωράει) για την διενέργεια όλων των διαδικαστικών πράξεων, έτι δε και πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ήδη εμφανίστηκαν και οι πρώτες αντίθετες δικανικές κρίσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων που ασπάστηκαν την παραπάνω γνωμοδότηση, αντίθετα στην αρεοπαγιτική κρίση. Οι -μειοψηφικές- αυτές αποφάσεις, μέσω της ως άνω διασταλτικής ερμηνείας δικονομικών διατάξεων, σπεύδουν να νομολογήσουν, ότι, τάχα οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων θα πρέπει να λογίζονται ως νομιμοποιούμενοι μη δικαιούχοι διάδικοι, δικαιούμενοι στην διενέργεια όλων των διαδικαστικών πράξεων, έτι δε και πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.
Όμως, στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης τέτοια διασταλτική ερμηνεία είναι εκ φύσεως προβληματική, αφού η αναγκαστική εκτέλεση είναι μια αυστηρά διαρθρωμένη και κατά νόμο τυποποιημένη διαδικασία, στην οποία οι προϋποθέσεις εκτελέσεως, οι πράξεις και γενικά η διαδικασία εκτελέσεως, όπως επίσης και η έννομη θέση του οφειλέτη, περιγράφονται λεπτομερώς και επακριβώς στον νόμο με κανόνες αναγκαστικού δικαίου, από τους οποίους η παρέκκλιση δεν είναι κατά βάση δυνατή (Ν. Νίκας, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως, τόμ. 1, 2η έκδ., 2017, § 7, σ. 179, αρ. 5). Η νομική μάχη μεταξύ οφειλετών και εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων είναι σε εξέλιξη και αναμένεται να κρατήσει για καιρό.
ii. Σε ένα άλλο επίπεδο, στο πολιτικό, η κυβέρνηση, αρχικά, έσπευσε να καθησυχάσει τους αποκλειστικούς θεσμικούς συνομιλητές της, υποσχόμενη ότι θα καταθέσει τροπολογία, για να θεσμοθετήσει την αναδρομική νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης, την οποία, μάλιστα, φρόντιζε να διαρρεύσει, ότι την είχε ήδη έτοιμη.
Τελικά, ανέκρουσε πρύμναν, αφού τυχόν νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων και μάλιστα αναδρομικά, όχι μόνο θα παρουσίαζε προβλήματα συνταγματικότητας, λόγω της αναδρομικότητας, αλλά και θα συνεπάγετο τεράστιο πολιτικό κόστος.
Και είναι μεν αληθές ότι η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει το πολιτικό κόστος, έχει επιδοθεί σε ένα πρωτοφανές προπαγανδιστικό παιχνίδι εντυπώσεων, το οποίο υπηρετούν πιστά τα φιλικά προς αυτήν ΜΜΕ, υποκαθιστώντας την πολιτική από το life style ή από αστυνομικές ειδήσεις, πλην όμως σε αυτή τη φάση φαίνεται να εκτιμήθηκε ότι οι προγραμματισμένοι 9.895 πλειστηριασμοί (είναι ήδη προγραμματισμένοι να διεξαχθούν από 1 Οκτωβρίου 2022 έως 31 Ιουλίου 2023 εκ των οποίων οι 4.260 εξ αυτών είναι προγραμματισμένοι να γίνουν εντός του τρέχοντος μήνα), θα πλήξουν ανεπανόρθωτα το «λαϊκό» προφίλ της κυβέρνησης, που προσπάθησε να φιλοτεχνήσει μέσα από τα διάφορα «pass» και τις επιδοτήσεις των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας.
Και ναι μεν αφήνεται να ακούγεται ότι τάχα η κυβέρνηση ανησυχεί για τυχόν κατάπτωση των εγγυήσεων του προγράμματος ΗΡΑΚΛΗΣ, λόγω της μη διενέργειας των πλειστηριασμών, πλην όμως, αυτές οι δήθεν «ανησυχίες» δεν κρίνονται ούτε πειστικές, ούτε ειλικρινείς, καθώς, αφενός μεν οι εγγυήσεις αφορούν το senior κομμάτι του Ηρακλή, δηλαδή τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα (με προσημείωση ή υποθήκη) δάνεια, των οποίων η ασφάλεια (προσημείωση ή υποθήκη) δε θίγεται από τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου, αφετέρου δε, είναι δυνατή και η μείωση των εγγυήσεων ή και η τροποποίηση των business plans, ώστε να μην υπάρχει κανένα ζήτημα.
Το περίεργο, βέβαια, στους πολιτικούς χειρισμούς της κυβέρνησης, είναι ότι αφήνει να διαρρέει, ότι τάχα το ζήτημα θα το λύσει η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αλλά μια μέχρι στιγμής -περιορισμένη, είναι η αλήθεια- προσωπική έρευνα, δεν απέφερε κανένα αποτέλεσμα, αφού τέτοια αίτηση δεν εντοπίστηκε (τουλάχιστον μέχρι τώρα).
Ένα άλλο περίεργο, είναι ότι ενώ η «καυτή πατάτα» έσκασε στα χέρια των εταιρειών ειδικού σκοπού και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, που επί τρία χρόνια μας παρουσιάζονταν ως δήθεν «επενδυτές από το εξωτερικό», εντούτοις όταν προέκυψε το ζήτημα η κυβέρνηση ζήτησε να μιλήσει… με τις τράπεζες. Οι οποίες θεωρητικά δεν -θα έπρεπε να- έχουν κανένα ρόλο στη διαδικασία.
Απ’ όλα τα παραπάνω, φαίνεται ότι αυτή τη στιγμή, η κυβέρνηση βρίσκεται σε πολιτικό πανικό και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια τις μελλοντικές της κινήσεις.
iii. Τέλος, υπάρχει και η πραγματικότητα.
Ο τεράστιος πληθωρισμός, που, καταλήγει να λειτουργεί ως πρόσθετη έμμεση φορολογία, ο χαμηλός βασικός μισθός (δεύτερος χαμηλότερος σε επίπεδο ΕΕ), σε συνδυασμό με την άνοδο των επιτοκίων που συμπαρασύσει υψηλότερα και τα κυμαινόμενα επιτόκια των πάσης φύσης πιστώσεων και επομένως, αυξάνει τα κόστη εξυπηρέτησης των δανείων και η διατήρηση των υφισταμένων εμμέσων φόρων σε αμείωτα ύψη, συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα, που επιτυγχάνει, σε καθημερινή βάση, βίαιη αναδιανομή πλούτου, σε βάρος των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, συγκρινόμενη και αναδεικνυόμενη ευθέως ανάλογη με τις πολιτικές των μνημονίων.
Σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον, μια υπερχρεωμένη κοινωνία, που δεν μπορεί να περάσει ούτε έξω από τράπεζα, πολλώ δε μάλλον να υποβάλλει αίτημα χρηματοδότησης, ολοένα και συμπιέζεται προς τα κάτω, απειλούμενη μέσω πλειστηριασμών να εξοφλήσει μέχρι τελευταίας δεκάρας το σισύφειο άγος ενός εξωπραγματικού ιδιωτικού χρέους, άνω των 120 δις ευρώ, που δημιουργήθηκε σε άλλες συνθήκες και σίγουρα, όχι με την αποκλειστική δική της ευθύνη.
(Ο Μάριος Μαρινάκος είναι Διαπιστευμένος διαμεσολαβητής υπουργείου Δικαιοσύνης, δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω, MSc Law and Economics)