Η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας δεν αποτελεί περιστασιακό φαινόμενο. Αποτελεί μία συστηματική, ενιαία, οργανωμένη στρατηγική, που αναπτύσσεται εδώ και πολλά χρόνια. Η πολιτική ηγεσία στην Άγκυρα μελετά, σχεδιάζει κι εκτελεί μεθοδικά αυτή την στρατηγική κι αυτό είναι κάτι που οφείλουμε ως χώρα να το αξιολογήσουμε και να βρούμε τις απαντήσεις.
Ο Ερντογάν προωθεί ανύπαρκτες διεκδικήσεις, με κάθε τρόπο, ώστε η Τουρκία να διαμορφώσει ντε φάκτο καταστάσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, αμφισβητεί έμπρακτα την κυριαρχία στα νησιά μας με αβάσιμα νομικά επιχειρήματα, ανιστόρητη ρητορική και πρωτόγνωρες προκλήσεις. Την ίδια στιγμή, επιχειρεί σε διεθνή φόρα να επισημοποιήσει τη διχοτόμηση της Κύπρου και να καταστήσει αδύνατη τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων στη βάση των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, «χτίζοντας» περιστασιακές συμμαχίες. Η στρατηγική που ακολουθεί είναι η ίδια, εκκινεί πάντοτε από την αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου για να καταλήξει σε εμπρηστικές δηλώσεις που επαναλαμβάνει με συνέπεια στο εσωτερικό και διεθνές ακροατήριο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κι απέναντι στην επιθετική κλιμάκωση της Τουρκίας, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει αντιτάξει μία συνεκτική κι αποτελεσματική στρατηγική. Αρνείται να συγκροτήσει το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας προκειμένου να καθορίσει μια μακρόχρονη εθνική στρατηγική και να προετοιμαστεί για την αντιμετώπιση όλων των παραμέτρων της τουρκικής επιθετικότητας, τη στιγμή που προχωρά στη λανθασμένη πολιτική του «πιστού και δεδομένου» συμμάχου των ΗΠΑ. Η πολιτική αυτή δεν φέρνει αποτελέσματα, αντίθετα αποστερεί από τη χώρα μας τη δυνατότητα να διαδραματίσει καίριο ρόλο στα Βαλκάνια και την νοτιοανατολική Ευρώπη, ως πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας.
Ο κ. Μητσοτάκης δίνει στις ΗΠΑ ό,τι ζητούν χωρίς να διεκδικεί εγγυήσεις ή ανταλλάγματα στα ελληνοτουρκικά, ενώ εντός της ΕΕ δεν έχει καταφέρει να πείσει αναφορικά με τη στήριξη των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Η στάση της ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Κομισιόν, δεν συνάδει πολλές φορές με τις αρχές της αλληλεγγύης και της στήριξης κράτους-μέλους, αντίθετα φαίνεται ότι δεν υπάρχει μία ενιαία θέση απέναντι στην Τουρκία και τη διαρκή επιθετικότητά της από τις Βρυξέλλες και πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση μιλά για «αναβάθμιση» της γεωπολιτικής θέσης της χώρας μας χωρίς όρους και χωρίς να έχει διασφαλιστεί η έμπρακτη στήριξη των συμμάχων μας, τόσο εντός του ΝΑΤΟ, όσο και εντός της ΕΕ. Ο κ. Μητσοτάκης είναι ο πρώτος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης που δέχτηκε την επ’ αόριστον αξιοποίηση έξι στρατιωτικών εγκαταστάσεων και του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης από αμερικανικές δυνάμεις χωρίς η χώρα μας να παίρνει χειροπιαστά ανταλλάγματα. Την ίδια στιγμή, ενώ η Ελλάδα είναι στην πρώτη γραμμή των χωρών που στέλνουν βαρύ οπλισμό στην Ουκρανία η Τουρκία καταφέρνει να έχει σχέσεις με την Ουκρανία αλλά και με την Ρωσία και να εμφανίζει τον εαυτό της ως διαμεσολαβητή και περιφερειακή δύναμη.
Το κενό στρατηγικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη και η απουσία εθνικής ατζέντας δεν μπορεί να καλυφθεί μονάχα με blame game της τουρκικής πλευράς, ούτε με αυθαίρετες δηλώσεις στο εσωτερικό. Η κυβέρνηση τείνει να ασχολείται περισσότερο με την εικόνα που θα διαμορφώσει στην ελληνική κοινή γνώμη, παρά με την πραγματικότητα εκτός της χώρας. Απέναντι σε αυτή την ανερμάτιστη πολιτική της κυβέρνησης, χρειάζεται σοβαρό, στρατηγικό πλάνο κι αποφασιστικότητα για να μη στέλνουμε διαρκώς λάθος μηνύματα στην απέναντι πλευρά. Είναι αναγκαίο να υπάρχει επικοινωνία και διάλογος με όλες τις χώρες της Μεσογείου για να λυθούν τα προβλήματα αλλά και σχέδιο ώστε όποια προβλήματα δεν μπορούν να επιλυθούν να οδηγηθούν στη Χάγη.
Η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., αρχικά νοτίως και ανατολικά της Κρήτης και νοτίως του Καστελλορίζου, ακολουθούμενη από μια πρόταση συνολικής διευθέτησης των διαφόρων με βάση το διεθνές δίκαιο, όπως επανειλημμένα έχει ζητήσει ο Αλέξης Τσίπρας, είναι το πρώτο βήμα.
Χρειάζονται καθαρές θέσεις, σαφείς κόκκινες γραμμές και ενιαίο εθνικό μέτωπο, το οποίο μπορεί να προκύψει τόσο μέσα από τη συγκρότηση Συμβούλιου Εθνικής Ασφάλειας, όσο και μέσα από την τακτική ενημέρωση των κομμάτων από την κυβέρνηση. Ο κ. Μητσοτάκης καλείται, έστω για μία φορά, να ακολουθήσει το εθνικά και κοινωνικά ωφέλιμο και υπεύθυνο, και να αφήσει παραδίπλα το κομματικό συμφέρον. Η διαφύλαξη των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και η ασφάλεια της χώρας και των πολιτών της είναι εκ των ων ουκ άνευ στην εξωτερική κι αυτό καλείται να το υπηρετήσει με συνέπεια και σοβαρότητα η κυβέρνηση της ΝΔ.
(Ο Γιώργος Μπαλάφας είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και περιφερειακός σύμβουλος Βόρειου Τομέα Αττικής)