Όσα διαβάζουμε στις εφημερίδες και στους ιστοτόπους σχετικά με τα φαινόμενα βίας στα σχολεία, αποτελούν ένα μικρό δείγμα όσων συμβαίνουν καθημερινά. Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο και οι παραβατικές συμπεριφορές τόσο στα σχολεία όσο και εκεί όπου συχνάζουν νέα παιδιά έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Βίαιες συμπεριφορές προς κάθε κατεύθυνση, λεκτική βία και επιθετικοί τόνοι συζητήσεων, συμμορίες, νταήδες γονείς εναντίον εκπαιδευτικών, διευθυντές που απευθύνονται σε εισαγγελείς και μία Υπουργός Παιδείας που επανειλημμένως προσφεύγει στα δικαστήρια ζητώντας ασφαλιστικά μέτρα ενάντια σε οποιαδήποτε κινητοποίηση των δασκάλων και των καθηγητών. Και, βέβαια, η πανεπιστημιακή αστυνομία στο όνομα της οποίας η «άλλη» αστυνομία διαπράττει όλων των ειδών τις βίαιες πράξεις. Όλα αυτά τείνουν να γίνουν η νέα κανονικότητα.
Ο κρίσιμος ρόλος των εκπαιδευτικών
Μία λύση μόνο υπάρχει: να συζητήσουμε ανοιχτά και χωρίς υπεκφυγές για το φαινόμενο. Και οι μόνοι αρμόδιοι και γι’ αυτό αποτελεσματικοί φορείς για μία τέτοια συγκροτημένη και συστηματική συζήτηση μπορεί και πρέπει να είναι οι εκπαιδευτικοί. Με δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, να πάψει η Πολιτεία να θεωρεί ότι το φαινόμενο είναι περιορισμένων διαστάσεων. Δεύτερον, να εμπιστευτεί το Υπουργείο τους εκπαιδευτικούς και να τους παρέχει εκείνη την επιπλέον ενημέρωση και επιμόρφωση για τα φαινόμενα βίας και τα απαραίτητα εργαλεία με τα οποία θα καταστεί ουσιαστικός και εποικοδομητικός ο διάλογος με τους μαθητές και τις μαθήτριες που βιώνουν τη βία καθημερινά στο περιβάλλον τους - συμπεριλαμβανομένης, σε αρκετές περιπτώσεις, και της ίδιας της οικογένειάς τους.
Οι εκπαιδευτικοί είναι η μόνη κοινωνική ομάδα η οποία λόγω του λειτουργήματος που ασκούν είναι σε θέση να αναλάβουν την μεγάλη ευθύνη ενός τέτοιου εγχειρήματος. Πολλές και συστηματικές συζητήσεις συλλογικά αλλά και προσωπικά με τους μαθητές και τις μαθήτριες. Χωρίς οι εκπαιδευτικοί να νουθετούν και να ηθικολογούν αλλά, μέσα από οργανωμένες βιωματικές δράσεις με σκοπό την κατανόηση και αποδοχή του άλλου του διαφορετικού, να αφουγκραστούν τα παιδιά ώστε να μπορέσουν να κατανοήσουν τις βαθύτερες αιτίες αυτής της απελπιστικής καθημερινότητας. Θα είναι δύσκολες αυτές οι συζητήσεις, θα υπάρξει καταρχήν άρνηση από τα παιδιά, ενδεχομένως θα υπάρξει απαξίωση ενός τέτοιου ρόλου των εκπαιδευτικών, θα επιχειρηθεί η γελοιοποίηση των συζητήσεων και των δραστηριοτήτων, πιθανόν θα αντιδράσουν πολλοί γονείς. Θα υπάρξουν πολλά σκαμπανεβάσματα σε διαφορετικά σχολεία. Σιγά, σιγά, όμως, θα πέσουν οι τόνοι και θα αρχίσουν οι μαθητές και οι μαθήτριες να σκέφτονται όσα γίνονται εντός και εκτός σχολείου, αλλά και όσα συνειδητοποίησαν σε αυτές τις δράσεις, να τα συζητάνε μεταξύ τους, να τα συζητάνε (ξανά και ξανά) με τους εκπαιδευτικούς και να βρίσκουν διεξόδους.
Και αν δεν βγαίνει η ύλη; Δεν πειράζει
Η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών διδάσκει και καθημερινά αποχωρεί από τη σχολική μονάδα με την καρδιά τσακισμένη. Βλέπουν τι γίνεται, προσπαθούν να αποτρέψουν τα χειρότερα, μιλάνε με τα παιδιά αλλά συχνά, δεν γνωρίζουν ούτε τους τρόπους αλλά, κυρίως, δεν έχουν την θεσμική παρότρυνση για να προχωρήσουν σε κάτι τέτοιο. Γιατί υπάρχει μια γενικότερη σχολική κουλτούρα που αποθαρρύνει τους εκπαιδευτικούς να «ασχοληθούν» με κάτι τέτοιο, είτε γιατί θεωρείται «εκτός ύλης» είτε γιατί βρίσκεται «πέραν των στεγνών εκπαιδευτικών καθηκόντων» είτε γιατί υπάρχει το άγχος να καλυφθεί η διδακτέα ύλη. Γιατί πρέπει οι μαθητές και οι μαθήτριες να πετύχουν στον ανταγωνισμό των εξετάσεων που προσφάτως και αυτός εντάθηκε μέσα από αντιεκπαιδευτικές ρυθμίσεις. Και επιπλέον υπάρχει το Υπουργείο το οποίο μέσα από τις βαθμολογήσεις σχολείων και εκπαιδευτικών και άρα τις αξιολογήσεις και κατηγοριοποιήσεις, δεν τους αφήνει κανένα περιθώριο αυτονομίας.
Θα αναρωτηθούν πολλοί καλοπροαίρετα: Μα θα μετατραπούν τα σχολεία σε λέσχες συζητήσεων; Και η ύλη; Πότε θα μείνει χρόνος για να ολοκληρωθεί η ύλη; Οι δραστηριότητες αυτές θα είναι σε βάρος άλλων μαθημάτων. Θα πρέπει να «θυσιαστούν» αρκετές ώρες χημείας, φυσικής, μαθήματος γλώσσας και μαθηματικών ή ιστορίας. Θα έλεγα, με κάθε αίσθημα ευθύνης: δεν πειράζει. Ας διδαχθούν τα παιδιά λίγα λιγότερα.
Δεν χάλασε ο κόσμος. Αν βγουν όμως όλοι ωριμότεροι από αυτές τις συζητήσεις, αν καταλάβουν ότι οι εκπαιδευτικοί είναι εκείνοι που θα τα πείσουν ότι δεν είναι μόνα τους σε μία κοινωνία που δεν θεωρούν ότι τους προσφέρει κάτι και σε έναν κόσμο που τα ίδια θα βιώσουν τις εφιαλτικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, τότε το σχολείο αποκτά κύρος στη συνείδηση τους. Μπροστά στα φαινόμενα που ζούμε, μπροστά στα καθημερινά προβλήματα που βιώνουν οι οικογένειες, μπροστά στον εκφυλισμό του δημόσιου βίου, μπροστά σε μία γενικευμένη βία και τον τρόπο που τα παιδιά εσωτερικεύουν τις εμπειρίες τους, δεν πειράζει ας μην βγει όλη η ύλη. Γιατί έτσι όπως συσσωρεύονται τα προβλήματα, έτσι όπως τα ίδια αισθάνονται ότι κανείς δεν ασχολείται μαζί τους, σε λίγο όχι την διδακτέα ύλη δεν θα θυμούνται αλλά ούτε και σε ποιο σχολείο πάνε δεν θα ξέρουν.
Το Υπουργείο αντί να «τρέχει» τους εκπαιδευτικούς για να συμπληρώνουν ανούσιες και γραφειοκρατικές φόρμες και ταυτόχρονα να συγχαίρει τον εαυτό του για το πόσο καλά τα καταφέρνει, ας αναγνωρίσει με θάρρος το πλέγμα των προβλημάτων που εκφράζουν οι βίαιες συμπεριφορές και ας αναγνωρίσει ότι υπάρχει η λύση: εμπιστοσύνη στους εκπαιδευτικούς και απλόχερη βοήθεια ώστε με την κατάλληλη επιμόρφωση να μπορέσουν να εγκαινιάσουν θεσμικά τέτοιους κύκλους συζητήσεων.
Είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Αλλά σίγουρα δεν μπορούν να αποτελούν σηματωρό ως λύσεις οι αυστηρότερες ποινές που ευαγγελίζονται διάφοροι ακραίοι.
(Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Υπουργός Παιδείας)