Παρά τα προγνωστικά για συντριπτική νίκη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, το «κόκκινο κύμα» δεν σάρωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ενδιάμεσες εκλογές φέρνουν μια αλλαγή στην πλειοψηφία στην Βουλή των Αντιπροσώπων, υπέρ των Ρεπουμπλικάνων, όμως η μάχη για τη Γερουσία συνεχίζεται.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος επιστροφής στον Τραμπ ή γενικότερα στον Τραμπισμό αποσοβείται. Η Αμερική παραμένει μια βαθιά διχασμένη κοινωνία όπου ο ακραίος, συνωμοσιολογικός και υπερσυντηρητικός λόγος βρίσκει πρόθυμους υποστηρικτές. Άρα τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Ειδικά για την Ευρώπη, όλα όσα ακούστηκαν κατά την προεκλογική περίοδο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού πρέπει να ξυπνήσουν την βαθιά κοιμώμενη ΕΕ.
Για αρκετά χρόνια τώρα, η ΕΕ επένδυσε στο «μέρισμα ειρήνης» που της πρόσφερε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η κούρσα των εξοπλισμών φαινόταν παρελθόν και η ελπίδα για μια ειρηνική Ευρώπη φάνταζε πλέον ρεαλιστική. Πολλά κράτη μέλη, με προεξάρχουσα την Γερμανία, παραχώρησαν, ως με υπεργολαβία, την άμυνα τους στο ΝΑΤΟ, στραμμένα αποκλειστικά στην οικονομική ανάπτυξη. Αυτό, πέραν όλων των άλλων, επέτρεψε την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, και την έμφαση στα κοινωνικά δικαιώματα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συγκλονίστηκε με την Προεδρία Τραμπ και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στον λόφο του Καπιτωλίου του Ιανουάριο του 2021. Με την εκλογή του Τζο Μπάιντεν οι Βρυξέλλες άρχισαν πάλι να εφησυχάζουν, παρά την έναρξη του πολέμου, παρά το γεγονός ότι η απειλή παραμένει μεγάλη.
Ο Τραμπισμός δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο. Αυτό που βλέπουμε στις ΗΠΑ είναι ένα ρεύμα που θα έχει συνέχεια και κινείται παράλληλα με την άνοδο του λαϊκισμού και του αυταρχισμού ακόμη και εντός της ΕΕ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον δεδομένες. Παρά την ενότητα των δυο πλευρών του Ατλαντικού λόγω της ρωσικής εισβολής, ορισμένες χώρες δείχνουν να συνειδητοποιούν την ανάγκη προετοιμασίας της Ένωσης για κάθε ενδεχόμενο, ακόμη και για μια ενδεχόμενη μελλοντική ρήξη. Αλλά για να προχωρήσει μια τέτοια προσέγγιση για δυνατότητα αυτόνομης πορείας ο βασικός «κινητήριος μοχλός» της Ένωσης, ο γαλλογερμανικός άξονας πρέπει να βρει το βηματισμό του. Όχι πια μόνο στην οικονομία αλλά και στον στρατηγικό προσανατολισμό και στην άμυνα. Αυτό δεν είναι απλό.
Αντίθετα, το τελευταίο διάστημα παρακολουθήσαμε τις δύο χώρες να αποκλίνουν σε σημαντικά θέματα όπως τα αμυντικά ζητήματα, τις κρατικές επιχορηγήσεις σε εταιρείες, την στάση απέναντι στην Κίνα αλλά και το πλαφόν στις τιμές ενέργειας. Πρόκειται περί διαφορετικών εθνικών συμφερόντων ή προτεραιοτήτων; Το Παρίσι από την μεριά του κατηγορεί το Βερολίνο για επίκληση της αλληλεγγύης μόνο όταν το εξυπηρετεί κάτι που δεν φαίνεται μακριά από την αλήθεια.
Την ίδια ώρα δημιουργείται ένα άξονας Ανατολικοευρωπαϊκών χωρών από τις Βαλτικές, την Πολωνία έως και την Ρουμανία – με τις οποίες συντάσσονται και η Σουηδία με την Φινλανδία- που αρνούνται καν να συζητήσουν για Ευρωπαϊκή άμυνα έξω από το ΝΑΤΟ, πιστεύοντας ότι μόνο οι ΗΠΑ μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια της Ευρώπης. Η ιδέα του «αναγκαίου έθνους» (όρος που χρησιμοποίησε τη δεκαετία του 1990 η Μαντλίν Ολμπράιτ για να τονίσει τη σημασία της αμερικανικής παρουσίας στην Ευρώπη) επανεμφανίζεται με ακόμη μεγαλύτερη ένταση.
Τα προηγούμενα χρόνια θεωρούσαμε ότι η εμβάθυνση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος θα πήγαινε παράλληλα με την στρατηγική αυτονομία της ΕΕ. Ο πόλεμος, η κλιμακούμενη στρατικοποίηση, η επάνοδος των ΗΠΑ στην Ευρώπη το έχει θέσει υπό αμφισβήτηση. Πλέον είναι σαφές ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προχωράει για να είναι η ΕΕ πιο αποτελεσματική, πιο έτοιμη να αντιμετωπίζει κοινές προκλήσεις. Αλλά την ίδια στιγμή που η ανάγκη για εμβάθυνση δεν δείχνει να αμφισβητείται, η ελπίδα για μια Ευρώπη στρατηγικά αυτόνομη δείχνει να υποχωρεί. Η παραδοσιακή διαίρεση των κρατών μελών σε Ατλαντιστές και Ευρωπαϊστές αποκτά με τον πόλεμο καινούργια χαρακτηριστικά που καθορίζουν όλη την πορεία της Ένωσης.
Όλα αυτά δείχνουν την σημασία να λειτουργήσει ξανά ο γαλλογερμανικός άξονας ώστε το αίτημα της στρατηγικής αυτονομίας να μη μείνει ένα κενό γράμμα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέστρεψαν στην Ευρώπη, τίποτα όμως δεν είναι οριστικό ή δεδομένο. Η ΕΕ οφείλει να μπορεί να σταθεί ενωμένη, με αλληλεγγύη σε ένα ασταθές και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον. Θα τα καταφέρει; Η Γαλλία και η Γερμανία μπορούν να ξεπεράσουν τις διαφορές τους;
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Αναπλ. Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Μέλος ΔΣ του ΙΔΙΣ)