Αν εξαιρέσει κανείς τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού ότι «τελευταία, κάποιες συμπεριφορές τον έχουν ενοχλήσει», αλλά και στην παρέμβασή του προς την ΕΠΟ, για να επιλέγονται «ελίτ» διαιτητές που θα διευθύνουν τους αγώνες του Ελληνικού Πρωταθλήματος, ο ελληνικός αθλητισμός δε φαίνεται να περιλαμβάνεται στην προεκλογική ατζέντα και στο πρόγραμμα των κομμάτων. Και αυτό συμβαίνει, παρά το γεγονός, ότι όλοι αντιλαμβάνονται πως η συμμετοχή αθλητών στα ψηφοδέλτιά τους, είναι ικανή να προσελκύσει σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων.
Ακόμα και όταν η διοργάνωση μεγάλων αθλητικών εκδηλώσεων, όπως, για παράδειγμα οι Ολυμπιακοί ή οι Μεσογειακοί Αγώνες, αποτελούσαν αυτό που ονομάζεται «εθνικός στόχος», ποτέ και κανένας πολιτικός οργανισμός δεν παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, που θα βελτιστοποιούσε την προσπάθεια, θα μείωνε τα κόστη και, κυρίως, θα άφηνε μία σημαντική κληρονομιά στο λαό και τον τόπο. Έτσι, το κόστος της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων εκτοξεύθηκε σε βαθμό που να συντελέσει στην επίσπευση της πτώχευσης της χώρας. Ένα μεγάλο μέρος των αθλητικών εγκαταστάσεων έμεινε αναξιοποίητο. Η ίδια χώρα, που τον Αύγουστο του 2004 διοργάνωσε ταυτόχρονα και με επιτυχία, μέσα σε δεκατρείς μέρες, είκοσι πέντε παγκόσμια πρωταθλήματα, διαφόρων αθλημάτων, σήμερα, αδυνατεί να διοργανώσει με στοιχειώδη αξιοπρέπεια έναν αγώνα ποδοσφαίρου (πχ. τον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας ή το final-4 του Κυπέλλου μπάσκετ).
Κάπως έτσι, στον ίδιο τόπο που γεννήθηκε το Ολυμπιακό ιδεώδες, μία αγέλη οπαδών, σε μία συνοικία της Θεσσαλονίκης, δολοφονεί ένα 19χρονο, επειδή υποστηρίζει τον Άρη, μία άλλη αγέλη στέλνει στη ΜΕΘ του Νοσοκομείου Ιωαννίνων έναν 30χρονο, επειδή υποστηρίζει τον ΠΑΣ Γιάννινα και πριν από μερικά χρόνια, στο περιθώριο ενός αγώνα γυναικείου βόλεϊ, ύστερα από συμπλοκή οργανωμένων οπαδών, στη Λεωφόρο Λαυρίου, μαχαιρώνεται και χάνει τη ζωή του, ένας 22χρονος, φίλος του Παναθηναϊκού.
Φυσικά, δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς ούτε για το ρόλο κομπάρσου που έχει ο αθλητισμός κατά την προεκλογική περίοδο. Εξάλλου, η ελληνική κοινωνία έχει τόσο πολλά και τόσο μεγάλα προβλήματα, που ο αθλητισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο τελευταίος τομέας που θα έπρεπε να την απασχολήσει.
Αυτού του είδους η μεταχείριση πικραίνει όσους αγαπούν τον αθλητισμό. Δεν είναι θέμα μόνο προσωπικής ευαισθησίας ή και αγάπης για τα σπορ και αυτούς που τα υπηρετούν. Είναι κυρίως το γεγονός ότι υπάρχουν πραγματικά αντικειμενικά στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι ο αθλητισμός δεν είναι μία δραστηριότητα που ασκείται στο περιθώριο της κοινωνίας, από κάποιους γραφικούς. Είναι τομέας, που έχει άμεση σχέση με πολλούς άλλους, επηρεάζεται από αυτούς και τους επηρεάζει. Η προφανής σύνδεση του Αθλητισμού με τον Πολιτισμό και την Παιδεία, καθώς και η επίδραση των επιτευγμάτων των Ελλήνων αθλητών σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας θα ήταν αρκετά για να το αποδείξουν. Υπάρχει όμως, και μία επιπλέον διάσταση καθαρά οικονομική διάσταση…
Αθλητισμός, κοινωνική επένδυση
Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερες επιχειρήσεις επενδύουν στον τομέα της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης. Διαθέτουν μεγάλα ποσά σε θέματα κοινωνικής προσφοράς, ακολουθούν πρακτικές και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες που ενισχύουν τους στόχους και της αξίες της κοινωνίας. Επιδίδονται σε μία σύγχρονη μορφή μάρκετινγκ, που αποδεδειγμένα επιστρέφει τόσο στις ίδιες της εταιρείες, πολλαπλά οφέλη. Ανάμεσα στις επενδύσεις τέτοιου τύπου συγκαταλέγονται και εκείνες που αφορούν το μαζικό αθλητισμό.
Στην Ιταλία τους περασμένους μήνες τέσσερα αθλητικά και πολιτιστικά σωματεία, εγγεγραμμένα στην Ιταλική Ολυμπιακή Επιτροπή (CONI), αποφάσισαν να συνεργαστούν με ένα Πανεπιστήμιο του Μιλάνο, για να αποτιμήσουν οικονομικά, πόσο προσοδοφόρα μπορεί να είναι η επένδυση σε εκδηλώσεις που αφορούν στο μαζικό αθλητισμό. Αποδείχθηκε ότι κάθε Ευρώ που «επενδύεται» στο μαζικό αθλητισμό, επιστρέφει υπερδιπλάσιο.
Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα έδειξε ότι όταν στο μαζικό αθλητισμό επενδύεται 1 εκ. Ευρώ, στην κοινωνία επιστρέφονται 2,316 εκ. εκ των οποίων:
Χάρη στην συνειδητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών σε θέματα ισότητας, η οικονομία κερδίζει 400.000 Ευρώ. Από την υιοθέτηση υγιεινού τρόπου ζωής και τη βελτίωση της διατροφής εξοικονομούνται 130.000 Ευρώ. Από την ανάπτυξη της αποδοτικότητας στην εργασία, λόγω της ανάπτυξης και βελτίωσης των προσωπικών ικανοτήτων, λόγω του αθλητισμού, παράγεται 1,3 εκ. Ευρώ. Από την συνειδητοποίηση για τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία και την ελαχιστοποίηση της περιθωριοποίησής τους, παράγεται έργο αξίας 350 χιλιάδων Ευρώ. Τέλος, από τη διαπολιτισμικότητα και την ενσωμάτωση ανθρώπων με διαφορετική εθνική και πολιτισμική προέλευση, η κοινωνία κερδίζει 125.000 Ευρώ.
Η έρευνα έγινε στη βάση του δείκτη «SROI» (Social Returnon Investment), ένα επιστημονικό εργαλείο που μετράει τον οικονομικό αντίκτυπο της κοινωνικής προσφοράς μίας επιχείρησης. Χάρη στο δείκτη SROI εταιρείες, οργανισμοί και εν γένει νομικά πρόσωπα μπορούν να αποτιμήσουν το αντίκρισμα των πρωτοβουλιών κοινωνικής διάστασης, που λαμβάνουν. Έτσι, διαμορφώνουν πιο αποτελεσματικά τη στρατηγική τους, στον τομέα της κοινωνικής προσφοράς, της διαφάνειας, της αλληλεγγύης, της ευαισθησίας σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και των εργασιακών δικαιωμάτων. Είναι πλέον αποδεδειγμένο, ότι με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρήσεις εξασφαλίζουν μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή και αναγνωρισιμότητα, βελτιώνουν τη θέση τους στην αγορά και, εν τέλει, ακόμα τον τζίρο τους. Το «κοινωνικό μάρκετινγκ» κερδίζει το παραδοσιακό. Και ο μαζικός αθλητισμός φαίνεται να είναι ένα από τα προνομιακά πεδία κοινωνικής επένδυσης.
Αναρωτιέται κανείς, γιατί δε θα μπορούσε να γίνει κάτι ανάλογο σε επίπεδο κεντρικού πολιτικού σχεδιασμού;
Είναι γεγονός ότι το μάρκετινγκ σε όλες τις διαστάσεις και τις μορφές του έχει περάσει και στον τομέα της Πολιτικής. Τα κόμματα όλο και περισσότερο δίνουν μεγάλη σημασία στην επικοινωνία (πολλές φορές μεγαλύτερη από όσο πρέπει). Γιατί, λοιπόν να λείπει ο αθλητισμός από την επικοινωνία και το σχεδιασμό των κομμάτων, όταν τα οφέλη που θα επιστρέψουν από μία τέτοια επιλογή θα είναι πολλαπλά, τόσο σε επίπεδο εκλογικής επιτυχίας, όσο και σε επίπεδο βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων;
Η απάντηση είναι απλή: Ο αθλητισμός λείπει από την επικοινωνία, γιατί λείπει από το σχεδιασμό και τη στρατηγική τους. Είτε σε επίπεδο πρωταθλητισμού και επαγγελματικού αθλητισμού είτε σε επίπεδο μαζικού αθλητισμού, τα κόμματα αποφεύγουν να συγκρουστούν με κατεστημένα συμφέροντα.
Η πολυσυλλεκτικότητα, που χαρακτηρίζει κυρίως, τα κόμματα εξουσίας δεν είναι μόνο ιδεολογική (δεξιά, άκρα δεξιά, κεντροδεξιά / αριστερά, άκρα αριστερά, κεντροαριστερά). Είναι, κυρίως, πολυσυλλεκτικότητα συμφερόντων.
Τα κόμματα είναι μηχανισμοί που εξυπηρετούν την αντιπροσωπευτική – κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Η δημοκρατική λειτουργία τους εξασφαλίζει και τη δημοκρατική λειτουργία του Πολιτεύματος. Για να λειτουργήσει, όμως, η Δημοκρατία δεν αρκεί η κομματική ομπρέλα να βάλει υπό την προστασία της όλα τα συμφέροντα. Θα πρέπει, κατά το δυνατό, να τα συμβιβάσει. Ή ακόμα καλύτερα: να τα συγκεράσει. Δηλαδή, να τα οδηγήσει στον κοινό παρονομαστή, στον κοινό σχεδιασμό και στο πρόγραμμα. Μία τέτοια διαδικασία αφορά, φυσικά, και τον Αθλητισμό.
Από την προσπάθεια στελέχωσης των ψηφοδελτίων των κομμάτων με αθλητές, χωρίς πολιτική δράση ή κοινωνική προσφορά, μέχρι τη διαπίστωση ότι «έχουν γίνει βήματα προόδου στην εξυγίανση του ελληνικού ποδοσφαίρου», εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο αθλητισμός χρησιμοποιείται μόνο για τη συλλογή ψήφων.
Και αυτό είναι μεγάλο κρίμα. Γιατί και σε αυτόν τον τομέα, που θα έπρεπε να ενώνει μία κοινωνία, χάνεται η ευκαιρία να βρεθεί η συνεννόηση για τα αυτονόητα, για τα οποία ο τόπος μας έχει τόσο μεγάλη ανάγκη.
(Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Διεθνές Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ / Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών – CIES –FIFA)