Το αποτέλεσμα των εκλογών με την κυριαρχία της δεξιάς και την άνοδο της Ακροδεξιάς, δεν πρέπει απλά να μας προβληματίσει, αλλά και να αποτελέσει αφετηρία για την αποτελεσματική εφαρμογή μιας νέας στρατηγικής των δυνάμεων της κεντροαριστεράς και ιδιαίτερα του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής.
Γιατί παρά την σημαντική άνοδο του ΠΑΣΟΚ, είναι η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, που ο ευρύτερος πολιτικός χώρος της κεντροαριστεράς και της αριστεράς είναι μειοψηφικός και στην χώρα μας.
Μάλιστα είναι ιδιαίτερο ζήτημα η διείσδυση της ΝΔ στον λεγόμενο χώρο του κέντρου, παρά τις ωμές παραβιάσεις του κράτους δικαίου, την αναξιοκρατία, τις απευθείας αναθέσεις στους ημέτερους, την ανοχή στην απληστία των ισχυρών.
Διείσδυση που επιχειρείται να σηματοδοτηθεί και με την απαράδεκτη τακτική της προσέλκυσης πρώην κεντροαριστερών στελεχών, με ευθύ αντάλλαγμα καρέκλες εξουσίας.
Ανθρώπων που το πρωί το παίζουν αριστεροί και το βράδυ σπεύδουν να βολευτούν σε ότι τους προσφέρθηκε στην κυβέρνηση της ΝΔ.
Χωρίς αρχές, χωρίς ντροπή.
Μια ντροπιαστική εικόνα για όλο το πολιτικό μας σύστημα, που δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται. Κάτι ανάλογο είχε επιχειρήσει και παλαιότερα ο κ. Τσίπρας.
Θα συνεχίσει αυτή την τακτική ο κ Μητσοτάκης;
Εκτιμώ ότι ναι.
Ιδιαίτερα εν όψει αυτοδιοικητικών εκλογών (όπου υπάρχουν και οικονομικά συμφέροντα ), αλλά και των ευρωεκλογών, ώστε να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του.
Τι θα κάνουμε εμείς;
Πιστεύω ότι δεν έχει νόημα ένα κυνήγι μαγισσών. Προχωρούμε με τις αρχές και τις αξίες μας και τα στελέχη που πραγματικά τις ενστερνίζονται.
Αλλά χρειάζεται πρώτα να στηλιτευτεί αυτή η τακτική που ουσιαστικά υπονομεύει το ίδιο το πολιτικό σύστημα, καθιστώντας το αναξιόπιστο στα μάτια των πολιτών και ευνοώντας εμμέσως ακροδεξιές λογικές (του τύπου, όλοι αυτοί ίδιοι είναι και κοιτούν μόνο το συμφέρον τους).
Να στηλιτευθεί πολιτικά όλη αυτή η απεχθής αγοροπωλησία, που δήθεν αποδεικνύει ανοίγματα της ΝΔ προς το κέντρο.
Τα ανοίγματα γίνονται με πολιτικές -που δεν υπάρχουν πραγματικά- και όχι με προσωπικά παζάρια.
Το κύριο όμως κατά την γνώμη μου για το ΠΑΣΟΚ, είναι η σταθερή και αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής που και προεκλογικά εξήγγειλε ο Πρόεδρος Νίκος Ανδρουλάκης.
-Αξιόπιστη και σοβαρή αντιπολίτευση, χωρίς κανένα έτερο καθορισμό.
Όπως πράττουμε και με την στάση μας στο θέμα της ψήφου των αποδήμων.
-Διατύπωση του ολοκληρωμένου ιδεολογικού πλαισίου και της στρατηγικής μας, με αφετηρία την επέτειο της 3ης Σεπτέμβρη.
Με ανάδειξη των βασικών επιλογών μας για την ενίσχυση της δημοκρατίας, την μείωση των ανισοτήτων, την πρόσβαση όλων των πολιτών σε ποιοτικά δημόσια αγαθά, την ανάπτυξη για όλους, την νέα αντίληψη για κράτος που χειραφετεί τους πολίτες.
Όμως το κρισιμότερο θέμα είναι η επεξεργασία και ανάπτυξη πολιτικών πρωτοβουλιών που έχουν διττό στόχο.
Από την μία να συσπειρώσουν – με βάση το ΠΑΣΟΚ – τον ευρύτερο πολιτικό χώρο της κεντροαριστεράς και από την άλλη να αμφισβητήσουν έμπρακτα την κυριαρχία της ΝΔ στον χώρο του προοδευτικού κέντρου.
Γιατί δεν αρκεί να μείνουμε μόνο στην μάχη ανακατανομής των ποσοστών μας με τον ΣΥΡΙΖΑ, που βέβαια υπό τις παρούσες συνθήκες μπορεί να συνεχιστεί.
Στόχος μας είναι πάντα να δημιουργήσουμε το ρεύμα κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας , που θα δώσει την προοπτική της προοδευτικής διακυβέρνησης του τόπου, από τον δικό μας πολιτικό χώρο.
Αυτό προϋποθέτει ότι απευθυνόμαστε -πέραν των δεδομένων κεντροαριστερών- και σε δυο ακόμη δεξαμενές:
– Πρώτον στον λεγόμενο κεντρώο χώρο, την μεσαία τάξη, που σε μεγάλο βαθμό έδωσε στις εκλογές ψήφο στον κ Μητσοτάκη.
– Δεύτερον σε εκείνους εκτός των τειχών, που μέσα στην ανασφάλεια για το αύριο τους, δεν μετείχαν στις εκλογές, ως πράξη διαμαρτυρίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Αυτές οι πολιτικές πρωτοβουλίες πρέπει να εξειδικεύουν και επεκτείνουν τις βασικές κατευθύνσεις του προγράμματος μας, με προτάσεις για τολμηρές, σύγχρονες, αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, που αλλάζουν την οικονομία και λειτουργούν απελευθερωτικά για τα προβλήματα των πολιτών.
Απέναντι στην συντηρητική πολιτική ατζέντα της ΝΔ, δεν “μενουμε” μόνο στην αιτιολόγηση της άρνησης μας, αλλά αντί προβάλλουμε τον δικό μας προοδευτικό δρόμο, που δεν εγκλωβίζεται στα ξεπερασμένα στερεότυπα του παρελθόντος.
Θα επανέλθω αναλυτικά σε αυτές τις προτάσεις.
Ας δώσουμε όμως ένα παράδειγμα.
Το κύριο πρόβλημα της Παιδείας μας σήμερα, δεν είναι η κατάργηση του άρθρου 16, όπως εμφανίζει ο κ Μητσοτάκης.
Προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχει νόημα να μη μπορούν να γίνουν μη κρατικά Πανεπιστήμια στην Ελλάδα και να σπουδάζουν οι νέοι μας στην Κύπρο ή σε βαλκανικές χώρες. Φυσικά πραγματικά ισχυρά ιδρύματα με αυστηρές προϋποθέσεις και όχι εμπόριο πτυχίων.
Αλλά και η αναθεώρηση δεν θα αλλάξει την κατάσταση με την υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας και τις ανισότητες που αυτή δημιουργεί.
Το κύριο πρόβλημα είναι η αναβάθμιση του Δημοσίου Σχολείου, η ενισχυτική διδασκαλία για την κάλυψη των ανισοτήτων και ένα πάγιο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, (εθνικό απολυτήριο).
Ώστε να αναβαθμιστεί το Δημόσιο Λύκειο και να μειωθεί η επιβάρυνση της ελληνικής οικογένειας από τα φροντιστήρια.
Ακόμη και η δυνατότητα στις σχολικές περιφερειακές διοικήσεις, να προσαρμόζουν τα προγράμματα τους στα αναπτυξιακά και κοινωνικά δεδομένα της κάθε ευρύτερης περιοχής.
Όπως και η αναβάθμιση των παρεχόμενων γνώσεων στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο.
Δυνατότητες υπάρχουν, αλλά πρέπει να σπάσουν κατεστημένες αντιλήψεις.
Για παράδειγμα, είναι πια άμεσα επιβεβλημένη η σύνδεση των οικονομικών σχολών με την ελληνική βιομηχανία και γενικότερα τις επιχειρήσεις.
Τόσο με προσαρμογή προγραμμάτων στις νέες ανάγκες της παραγωγής, όσο και με την καθιέρωση προγραμμάτων εργασιακής πρακτικής, κατά τα πρότυπα των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.
Τέτοιες αλλαγές που αφορούν άμεσα τον κάθε πολίτη, και αναβαθμίζουν την παιδεία μας, με ίσες δυνατότητες για όλους τους νέους μας, μπορούν να αποτελέσουν την βάση για την νέα εθνική κοινωνική συμφωνία, που θα ανατρέψει καταλυτικά τους διαμορφωμένους πολιτικούς συσχετισμούς και θα φέρει την σύγχρονη κεντροαριστερά στην πρώτη γραμμή.
(Ο Χρήστος Πρωτόπαπας είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, πρώην υπουργός)