Τις τελευταίες ημέρες γίναμε μάρτυρες μιας ανείπωτης καταστροφής σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας. Αναφέρομαι στις συνέπειες της κακοκαιρίας Daniel που έπληξε την περιοχή στις αρχές Σεπτεμβρίου και ακολούθησε η Elias στα τέλη Σεπτεμβρίου ενώ είχε προηγηθεί η κακοκαιρία Ιανός τον Σεπτέμβριο του 2020. Οι πλημμύρες επηρέασαν άμεσα τα κτήματα, τις εγκαταστάσεις και τμήματα 39 οικισμών με συνολικό πληθυσμό πάνω από 32.000 κατοίκους. Επηρέασαν επίσης τις δυο πόλεις τον Βόλο και σε πολύ μικρότερο βαθμό τη Λάρισα. Βέβαια υπάρχει μια τεράστια ετερογένεια ως προς την ένταση και τις συνέπειες των πλημμυρών και των κατολισθήσεων.
Η καταστροφή υπήρξε απόρροια ακραίων καιρικών φαινομένων και δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί πλήρως, αλλά ασφαλώς μπορούσε να μετριαστεί. Αυτό δεν συνέβη για δύο λόγους: πρώτον υπήρξαν ολιγωρίες από κυβερνητικής και αυτοδιοικητικής πλευράς και δεύτερον, υπήρξε απόρροια διαχρονικών προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, απόρροια διεργασιών που εξελίσσονται για δεκαετίες και έχουν δημιουργήσει συνειδήσεις, στερεότυπα, αντιδράσεις και προσδοκίες που πρέπει να αλλάξουν.
Σήμερα, η μεγάλη αυτή καταστροφή, είναι μια ευκαιρία να προβληματιστούμε για να κατανοήσουμε τα πραγματικά αίτιά της και να αναζητήσουμε έναν ριζικά διαφορετικό αναπτυξιακό δρόμο. Την επαύριο μιας τόσο μεγάλης έκτασης καταστροφής υπάρχει η αίσθηση του «κατεπείγοντος» που απαιτεί δράσεις σε δυο επίπεδα: το άμεσο και το μεσο-μακροπρόθεσμο, που και τα δυο είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιλυθούν. Χρειάζονται άμεσα μέτρα: για τη στέγαση και σίτιση των κατοίκων που δεν μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, για την αποκατάσταση των άμεσων συνεπειών ώστε να αρχίσει να ομαλοποιείται η ζωή στην περιοχή, για τη διαχείριση των αποβλήτων και της λάσπης, και βέβαια για την υγειονομική προστασία στην περιοχή. Πρέπει να καταβληθούν άμεσα αποζημιώσεις στους κατοίκους για να μπορέσουν να λειτουργήσουν ξανά τα σπίτια τους και τις οικονομικές τους δραστηριότητες, αλλά κυρίως πρέπει να διασφαλιστεί κάποιου είδους «κοινωνικός μισθός» για να μπορέσουν να ζήσουν στην περιοχή τα επόμενα 2-3 χρόνια.
Το βραχυχρόνιο δεν μπορεί να προστατεύσει την περιοχή από μελλοντικούς κινδύνους για αυτό τώρα, την επαύριο της καταστροφής, πρέπει να σκεφτούμε μακροπρόθεσμα. Ποια ήταν τα στοιχεία ευαλωτότητας και ποια από αυτά καλούν για άλλες επιλογές όσον αφορά σε υποδομές, θεσμούς, δράσεις. Ποιες θα είναι οι μακροχρόνιες επιπτώσεις κοινωνικές και οικονομικές και ποιες παρενέργειες/κίνδυνοι υπάρχουν για την περιοχή. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο κίνδυνος επερχόμενων επιπτώσεων είναι μείζονας. Επιπτώσεων όπως η εγκατάλειψη όπως η εγκατάλειψη της παραγωγής, η μετανάστευση, ακόμα και η πώληση γεωργικής γης, αν φυσικά δεν καταβληθεί σημαντική κρατική μέριμνα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Πρέπει να αρχίσει άμεσα η κατάρτιση ενός «Μεσομακροπρόθεσμου Ολοκληρωμένου Σχεδίου για την Οικονομική και Κοινωνική Ανάπτυξη του Θεσσαλικού Κάμπου» που θα εξασφαλίσει την μακροχρόνια ανθεκτικότητα της περιοχής. Χρειάζεται η εκπόνηση και η υλοποίηση μιας στρατηγικής ανασυγκρότησης, δηλαδή σχεδιασμός, αντίστοιχες χρηματοδοτήσεις, προγραμματισμός, εφαρμογή και παρακολούθηση/ανατροφοδότηση. Αυτή θα έχει χρονικό ορίζοντα δεκαετίας.
Ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός της περιοχής πρέπει να προκύψει άμεσα μέσα από διαβούλευση με την τοπική κοινωνία, τους παραγωγικούς φορείς της και τα πολιτικά κόμματα. Είναι αυτός που θα μας επιτρέψει σαν οργανωμένη κοινωνία να κατανοήσουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε πού θέλουμε να πάμε, πώς θέλουμε να ζήσουμε και πώς θα προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση. Ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός για τη μεσομακροχρόνια ανάπτυξη της περιοχής προϋποθέτει:
1ον Η καταστροφή στη Θεσσαλία πρέπει να κατανοηθεί ότι θα έχει συνέπειες σε εθνικό επίπεδο. Συνέπειες όπως στον πληθωρισμό, έλλειψη τροφίμων και αύξηση του κόστους τους, αύξηση του ελλείματος ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών, αύξηση των κόκκινων δανείων των αγροτών και των επιχειρήσεων λόγω των ζημιών που υπέστησαν με επιπτώσεις και στο τραπεζικό σύστημα και βέβαια απορρόφηση πολύ μεγάλων κονδυλίων για την αποκατάσταση της ομαλότητας στην περιοχή.
2ον Χάραξη και εφαρμογή πολιτικής για την οικονομική ανάκαμψη που θα είναι δύσκολη και περίπλοκη. Χρειάζονται γρήγορα και αποτελεσματικά μέτρα που θα διασφαλίσουν ότι οι κάτοικοι θα μείνουν στην περιοχή. Με δεδομένο μάλιστα σε κάποιες περιοχές δεν θα μπορέσουν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους ή να έχουν αρκετή παραγωγή τα επόμενα 2-3 χρόνια τουλάχιστον, θα έχουν προβλήματα με τα ζώα τους, ζώα τους και με την μεταφορά των προϊόντων τους, θα πρέπει να ενισχυθούν με κάποιας μορφής «κοινωνικό μισθό». Η βραχυπρόθεσμη πολιτική και οι σχετικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να μειώνουν την πίεση για άμεση επαναφορά στην πρότερη κατάσταση. Μόνο έτσι θα καταστεί δυνατή η εκπόνηση μιας μακροπρόθεσμης αναπτυξιακής στρατηγικής ανασυγκρότησης.
3ον Να διασφαλιστεί ότι οι κάτοικοι μέσα στην εύλογη απελπισία τους δεν θα πουλήσουν τα χωράφια τους. Η θεσσαλική γη κινδυνεύει να μεταβιβασθεί από τα χέρια των Ελλήνων αγροτών (μικρών και μεσαίων), σε μεγάλους επενδυτές ίσως και στα χαρτοφυλάκια μεγάλων επενδυτικών εταιρειών του εξωτερικού.
4ον Να διασφαλιστεί ότι η οικονομία της περιοχής δεν θα αναταχθεί απλά επιστρέφοντας σε αυτό που υπήρχε, γιατί αυτό είχε προβλήματα. Να υπενθυμίσουμε πως η Θεσσαλία είναι μια σημαντική περιφέρεια της χώρας τόσο όσον αφορά τον πληθυσμό της (6,6% του συνολικού πληθυσμού), όσο και τη συμβολή της στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας (παρήγαγε το 5,1% του ΑΕΠ χώρας). Όμως παρουσιάζει προβλήματα όπως μείωση και γήρανση του πληθυσμού της, και παραγωγή γεωργικών προϊόντων που στηρίζονται στις επιδοτήσεις, εγκατάλειψη της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής μικρής κλίμακας κ.λπ. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρξει αναδιάρθρωση του οικονομικού υποδείγματος της περιοχής ώστε να μετακινηθεί στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Πρέπει να γίνει κάποιου είδους αναδιαπραγμάτευση/συμπλήρωση/υπέρβασή της ΚΑΠ μέσω ενός «Εθνικού Σχεδίου Ανάταξης της Γεωργικής Παραγωγής στην Περιφέρεια Θεσσαλίας». Το σχέδιο αυτό θα επιτρέψει να ενισχυθεί η στροφή στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων, θα ενισχύσει τις συνεταιριστικές επιχειρήσεις και άλλες μορφές οργάνωσης των παραγωγών, θα διασφαλίσει τη διατροφική επάρκεια της χώρας κ.λπ.
5ον Να γίνουν όλα τα απαραίτητα έργα για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας της περιοχής έναντι περιβαλλοντικών κινδύνων. Το κόστος για την προστασία μέσα από το σύστημα δημοσίων υποδομών είναι αναμφίβολα απείρως μικρότερο από το κόστος της αποκατάστασης των ζημιών. Πρέπει να κατανοηθεί πως, σε μια προσπάθεια να διασφαλιστούμε από «ακραία καιρικά φαινόμενα» δε πρέπει να οδηγηθούμε αυτόματα στην κατασκευή «φαραωνικών έργων», αλλά ότι θα πρέπει να αξιοποιηθούν και «λύσεις με βάση τη φύση». Δηλαδή, λύσεις για την προστασία, τη βιώσιμη διαχείριση και την αποκατάσταση φυσικών και τροποποιημένων οικοσυστημάτων που αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά και προσαρμοστικά τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές προκλήσεις, ωφελώντας ταυτόχρονα τον άνθρωπο και τη φύση.
6ον Χρειάζεται ένα νέο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής για την περιοχή που στηρίζεται στην παραγωγή, την εργασία και τις τοπικές ιδιαιτερότητες αντί για τον καταναλωτισμό και την παγκοσμιοποίηση. Δίνει έμφαση στη διάδοση των παραγωγικών οικονομικών ευκαιριών σε όλες τις περιοχές και σε όλα τα τμήματα του εργατικού δυναμικού και τέλος δίνει σημαντικό ρόλο στις κυβερνήσεις και την κοινωνία των πολιτών. Πιστεύει λιγότερο στις αγορές και στις μεγάλες εταιρείες και δίνει έμφαση στην παραγωγή, τις επενδύσεις και στην αναζωογόνηση των τοπικών κοινοτήτων.
7ον Να δημιουργηθεί ένας Φορέας με τη μορφή Διαχειριστικής Αρχής που θα αναλάβει να σχεδιάσει και να παρακολουθήσει την υλοποίηση της μεσομακροπρόθεσμης ανασυγκρότησης της Θεσσαλίας που μπορεί να κρατήσει και πάνω από 10 χρόνια. Ο Φορέας αυτός θα αναλάβει να παρακολουθήσει τον σχεδιασμό του Master Plan, Θα αναλάβει τον Συντονισμό, την Παρακολούθηση Υλοποίησης, τον Διαχειριστικό Έλεγχο. Θα οργανώσει διαβούλευση με την τοπική κοινωνία -Δήμοι, Περιφέρειες, Επιμελητήρια, συνδικάτα εργαζομένων κ.ά.- με όρους πολυεπίπεδης διακυβέρνησης. Θα αξιοποιήσει τεχνικές υπηρεσίες Υπουργείων και Περιφέρειας. Ο Φορέας θα πρέπει να έχει:
- Ισχυρή τοπική διάσταση, με ενίσχυση των σημερινών δυνατοτήτων των τοπικών φορέων, όμως η κλίμακα του «έργου» είναι πολύ μεγάλη και θα χρειαστεί ενίσχυση και «εκτός» της περιοχής.
- Ισχυρή επιστημονική ομάδα.
- Ισχυρή πολιτική στήριξη και άμεση δυνατότητα να παρεμβαίνει στο σχεδιασμό σε άμεση συνεργασία με τα παραγωγικά υπουργεία.
- Μεγάλη χρηματοδότηση για να μπορεί να δίνει ενισχύσεις σε συνεργασία με την Αναπτυξιακή Τράπεζα και να μπορεί να διασφαλίσει ότι θα υπάρξει ενίσχυση των κατοίκων για τα επόμενα χρόνια που η οικονομική τους δραστηριότητα θα είναι πολύ περιορισμένη ώστε να μπορέσουν να παραμείνουν στην περιοχή και να αποφευχθεί η ερημοποίηση της, ή η μετατροπή της σε ένα απέραντο «λατιφούντιο» με εισαγόμενους ευκαιριακούς εργάτες. Η ενίσχυση προς τους κατοίκους δεν μπορεί να έχει την μορφή μόνο εφάπαξ επιδόματος αλλά και τη μορφή «κοινωνικού μισθού» για 2-3 χρόνια.
(Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι Οικονομικός Γεωγράφος, Καθηγητής ΠΑΜΑΚ, π. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης, Μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ – Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ)