Σε χρονική απόσταση «ασφαλείας» πια από τις πρόσφατες ταραχές στη Γαλλία, είμαστε σε θέση να διαμορφώσουμε πιο διαυγή εικόνα του αιτίου που τις προκάλεσε, της σημασίας τους για τη Γαλλία αλλά και της αντανάκλασής τους στην υπόλοιπη Ευρώπη και δη στην Ελλάδα.
Αφορμή στάθηκε ένα τραγικό γεγονός, ο θάνατος του 17χρονου Ναέλ από τα πυρά αστυνομικού. Γίναμε θεατές λεηλασιών και εμπρησμών κρατικών δομών. Στη συλλογική συνείδηση, ξύπνησαν μνήμες του 2005. Φαίνεται πως κάθε εποχή έχει τις δικές της μαύρες κηλίδες, το δικό της σημάδι νοσηρότητας. Μόνο τα κυρίαρχα συναισθήματα είναι πάντα τα ίδια: φόβος, ανασφάλεια, θυμός, ανακλαστικές αντιδράσεις (είτε ξενοφοβικές κορόνες είτε άρνηση μιας κατάστασης οριακής), με αιχμή το Μεταναστευτικό.
Τα ερωτήματα που αναδύονται σήμερα δεν είναι εύκολο να απαντηθούν. Πρόκειται για κοινωνικό κίνημα ή για την έκφανση μιας κρίσης από τις πολλές, με ένταση που ολοένα και δυναμώνει;
Πού οφείλεται άραγε η βανδαλιστική – αυτοκαταστροφική εν τέλει - συμπεριφορά μελών της; Καταστράφηκαν δομές, σχολεία φερ΄ειπείν, που δίνουν τη δυνατότητα ένταξης στο σύνολο, στήριξης των πιο ευάλωτων, λείανσης των κοινωνικών αντιθέσεων.
Τα χαρακτηριστικά ενός κινήματος κοινωνικού δεν ταυτίζονται με αυτά μιας τυχαίας κινητοποίησης. Παίρνουν τη μορφή δράσης που νοηματοδοτείται -καθώς εξελίσσεται - σε βάθος χρόνου, λαμβάνουν συνεκδοχικά τη μορφή μιας ολόκληρης «εποχής» - το εργατικό κίνημα, για παράδειγμα, είναι το κίνημα της βιομηχανικής κοινωνίας με ιστορία δυο αιώνων.
Οι ταραχές ξεκίνησαν στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Έκτοτε τις συναντούμε όχι μόνο συχνά αλλά και επεισοδιακά. Η εικόνα τους το 2005 με την επέκταση τους σε όλη τη χώρα και για περίπου τρεις εβδομάδες υπήρξε θεαματική. Συνεπώς, κάθε άλλο παρά πρωτοφανή είναι τα επεισόδια μετά τον θάνατο του Ναέλ. Το 2023 μάλιστα προέκυψε βία και σε πόλεις που είχαν «γλιτώσει» το 2005. Επίσης, οι εξεγερμένοι δεν δίστασαν να κινηθούν προς το κέντρο των πόλεων, δεν έμειναν μόνο στις δικές τους γειτονιές.
Το ιστορικό βάθος των ταραχών — πάνω από σαράντα χρόνια — τις καθιστά διαρθρωτικό φαινόμενο που αντιστοιχεί σε δομικά, συμπαγή προβλήματα αποκρυσταλλωμένα στα «προάστια» από τα τέλη της δεκαετίας του '70. Τα προάστια μετρούσαν ήδη τότε μια εικοσαετία ζωής.
Να πώς: στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η Γαλλία έχτισε μεγάλα συγκροτήματα κοινωνικών κατοικιών σε περιοχές πέριξ των πόλεων. Στόχος, να φιλοξενήσει νέους πληθυσμούς, κυρίως από την επαρχία, τις εργατικές τάξεις, παλιννοστούντες από το Μαγκρέμπ, τμήμα του μεταναστευτικού πληθυσμού. Υπήρχε ανάγκη για φθηνά εργατικά χέρια αλλά και σαφής υποχρέωση για ανθρωπιστική κοινωνική πολιτική.
Πολλοί πέρασαν από εκεί, κάποιοι επωφελήθηκαν από την κοινωνική κινητικότητα (που τότε λειτουργούσε περισσότερο αποτελεσματικά) και εντάχθηκαν πλήρως στην κοινωνία. Άλλοι, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, συνάντησαν το τέλμα, το πλήρες αδιέξοδο. Δεν κατάφεραν ποτέ να κάνουν βήματα, κοινωνικά και οικονομικά.
Παρέμεινε αυτός ο πληθυσμός στις εξαθλιωμένες περιοχές και σταδιακά ομογενοποιήθηκε προς τα κάτω. Έτσι, το όνειρο της δεκαετίας του ’50 αντικαταστάθηκε στη δεκαετία του ’70 από την ελπίδα της αποχώρησης και αργότερα εξελίχθηκε σε απελπισία. Αυτή η κατάσταση αρχικά αντιμετωπίστηκε με σχετικά φιλόδοξες δημόσιες πολιτικές στον τομέα της επαγγελματικής ένταξης, οι οποίες οδήγησαν ιδίως στη δημιουργία ζωνών εκπαίδευσης προτεραιότητας, στην τοπική πρόληψη της παραβατικότητας και την πολεοδομική ανασυγκρότηση των περιοχών κοινωνικής στέγασης. Τα αποτελέσματα δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικά και αργότερα, υπό το πρόσχημα των οικονομικών περιορισμών μειώθηκαν δραστικά οι επιδοτήσεις σε συλλόγους που είχαν ουσιαστικό ρόλο στη διατήρηση των κοινωνικών δεσμών στις «δύσκολες» γειτονιές. Τελικά οι κοινωνικές δυσκολίες, οι ανισότητες γιγαντώθηκαν. Ανεργία, επισφάλεια, φτώχεια, διακρίσεις, σχολική αποτυχία, παραβατικότητα, διακίνηση ναρκωτικών, βία...
Στις ταραχές του 2023, η θεματική αυτή είναι και πάλι «παρούσα». Θα μπορούσε άραγε κάποιος να κάνει λόγο για κίνημα με κοινωνικά χαρακτηριστικά; Όχι. Και εξηγούμαι: υπάρχουν δυο παράμετροι που αποδυναμώνουν την επιχειρηματολογία όσων το ισχυρίζονται.
Καταρχάς, οι διεκδικήσεις, το συμπίλημα διεκδικήσεων για την ακρίβεια, για περισσότερα δικαιώματα, ισότητα, δικαιοσύνη, σεβασμό αναμειγνύεται με λογικές βίας – καταστροφή συλλογικών αγαθών, επιθέσεις σε ανθρώπους, λεηλασίες.
Κατά δεύτερον, η είσοδος του Ισλάμ στο σκηνικό. Τόσο διαδηλωτές όσο και ταραχοποιοί έκαναν πλείστες όσες αναφορές στο Κοράνι, στοιχείο που μας κάνει να αναρωτηθούμε για την ανάγκη να υπογραμμιστεί η μουσουλμανική ταυτότητα του θύματος. Για πολλούς διανοούμενους αυτές οι αναφορές είναι ενδείξεις κοινοτισμού και απόρριψης της Δημοκρατίας (République) και του πρόσφορου εδάφους που έχει βρει το ριζοσπαστικό Ισλάμ. Συχνά χρηματοδοτούμενο από χώρες της αραβικής χερσονήσου ή την Τουρκία, έρχεται πλέον να καλύψει το κενό του κράτους, την απουσία προσωπικού οράματος, βρίσκοντας ιδίως σε νεαρές ηλικίες ευήκοα ώτα. Το θέμα της μαντήλας και προσφάτως της αμπάγια, ή η εμφάνιση των μπουρκίνι στις παραλίες αποτελούν τρόπον τινά προσπάθειες παρείσφρησης του ριζοσπαστικού Ισλάμ στον δημόσιο χώρο, μαχόμενου παντοτινά τις αρχές της Δημοκρατίας (République) και του λαϊκού κράτους.
Λογικές εκφοβισμού, μίσους, ρήξης, δυσπιστίας διαμορφώνουν μια κοινωνική δυστοπία, που δυστυχώς πολλές φορές αποτυπώνεται και στον δημόσιο λόγο. Λέξεις και φράσεις που μαρτυρούν άρνηση, σκλήρυνση, κατακερματισμό, καταλήγουν σε αδυναμία συζήτησης και διαπραγμάτευσης. Τι πιο ενδεικτικό ως παράδειγμα όταν η ίδια η κυβέρνηση και η ευρύτερη Δεξιά ταυτίζονται στις δηλώσεις τους με τον - χωρίς αποχρώσεις - λόγο της Άκρας Δεξιάς, τείνοντας να υπερασπίζονται ολόκληρη την Αστυνομία, συμπεριλαμβανομένου του δολοφόνου του νεαρού αδικοχαμένου. Εισηγούνται περισσότερα μέτρα ασφαλείας, αύξηση των αστυνομικών εξουσιών, χαλάρωση της εποπτείας των μεθόδων καταστολής – και όλα αυτά παρά τις υπερβολές που είναι συχνότερες και πιο ορατές με τη βοήθεια των κοινωνικών δικτύων. Στον αντίποδα η αριστερά της Αριστεράς λέει ότι η Αστυνομία σκοτώνει — και επομένως κατηγορεί ολόκληρη την Αστυνομία. Γίνεται δύσκολο να διαχωριστεί η ήρα από το στάρι, το κοινωνικό κίνημα από την παραβατικότητα.
Οι ταραχές που ζήσαμε, πρέπει να το παραδεχτούμε, είχαν κυρίως τα χαρακτηριστικά κρίσης παρά κινήματος. Από τη μία πλευρά, οι πολιτικές αρχές εμφανίζονται ανίσχυρες να αντιμετωπίσουν μια σειρά προβλημάτων που εκτός από την καταστολή απαιτούν και άλλου τύπου απαντήσεις.
Από την άλλη, στο εύλογο αίτημα για Δικαιοσύνη μπολιάζεται ένα Ισλάμ (όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν οι ταραχοποιοί) που θέτει τόσο τους μη μουσουλμάνους, κοσμικούς Γάλλους, Χριστιανούς και Εβραίους, όσο και τους «μετριοπαθείς» μουσουλμάνους σε σοβαρό προβληματισμό. Μόνο το γαλλικό κατεστημένο επιθυμεί να βλέπει, επισήμως τουλάχιστον, έλλειμμα αρχής. Είναι μόνο η μισή αλήθεια μια τέτοια διαπίστωση. Δεν τίθεται αποκλειστικά ζήτημα γονικής αρχής, αλλά και δυσανεξίας απέναντι σε κάθε σύστημα αρχών, στον ίδιο τον Νόμο – σε αυτόν αντιστέκονται οι πρωταγωνιστές της ιστορίας στα προάστια. Και, βεβαίως, μόνο η θεσμοθετημένη Ακροδεξιά μπορεί να επιχαίρει: βούτυρο στο ψωμί της μια τέτοια έκβαση των πραγμάτων.
Και τώρα το καίριο ερώτημα: συνιστούν γαλλικό φαινόμενο οι ταραχές αυτές ή ενδέχεται να αφορούν κάποια στιγμή και την ελληνική πραγματικότητα; Η απάντηση είναι κάτι παραπάνω από αυτονόητη. Αρκεί μια ματιά στα ποσοστά ανόδου της Ακροδεξιάς και στην μόνιμη ατζέντα της. Παρόμοιες κρίσεις ενδέχεται να βρεθούν στο κατώφλι μας.
Η αύξηση του πληθυσμού των μεταναστών (στην πλειοψηφία και πολιτισμικά ξένων προς τον τόπο άφιξης τους), η μαύρη εργασία, η φτώχεια, οι διακρίσεις, ο αποκλεισμός ίσως εξελιχθεί σε μονοπάτι προς την παραβατικότητα και τη βία. Στο εγχώριο σκηνικό, η απουσία ουσιαστικής συζήτησης για τη στρατηγική της Πολιτείας ως προς την ενσωμάτωση των ανθρώπων αυτών αφήνει χώρο για επικίνδυνα συμπεράσματα. Ποια παραοικονομία επιτρέπεται; Πόσο καλά γνωρίζουμε την ύπαρξη και τη νομιμότητα λειτουργίας θρησκευτικών οργανώσεων, καθώς και τη δραστηριότητά τους ακόμη και στο κέντρο τα Αθήνας; Τι στοιχεία διαθέτουμε για τους τόπους προσευχής τους; Για το ιερατικό προσωπικό τους και τις πηγές χρηματοδότησής του; Για τις τυχόν πολιτικές επιδιώξεις που το συνοδεύουν; Πόσο καλά γνωρίζουν και αποδέχονται οι μετανάστες που βρίσκονται στην Ελλάδα την πολιτισμική της ταυτότητα και τις αρχές του πολιτεύματος της;
Τα σοβαρά επεισόδια στη Γαλλία τονίζουν την ανάγκη κόκκινων γραμμών στη μεταναστευτική πολιτική, με στόχο την υποδοχή προσώπων στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, με κριτήρια και υπό προϋποθέσεις. Πρέπει να δοθεί βαρύτητα στη στρατηγική ένταξης εκείνων των μεταναστών που επιθυμούν να ενσωματωθούν στην κοινωνία μας. Πρέπει να τηρηθεί ιδιαίτερα υπεύθυνη στάση απέναντι στο ριζοσπαστικό Ισλάμ και τους υποκινητές του, ελλοχεύει κίνδυνος για την κοινωνική συνοχή, την πολιτισμική ταυτότητα, τη Δημοκρατία.
Στο διεθνές καυτό πρόβλημα της μετανάστευσης, η Ελλάδα οφείλει να επιλέξει την ανάπτυξη μιας βιώσιμης ευρωπαϊκής λύσης που θα ικανοποιεί τόσο τις ανθρωπιστικές ανάγκες όσο και τις ιδιαιτερότητες της χώρας. Η επί τριετία συζητούμενη «Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τη Μετανάστευση και το Άσυλο», που ψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και είναι πλέον σε συζήτηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, φέρει πλεονεκτήματα, πλην όμως δεν κομίζει ρηξικέλευθες προτάσεις - λύσεις.
Η «ευέλικτη» αλληλεγγύη προς τις χώρες της πρώτης γραμμής (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Μάλτα, Κύπρος) είναι σε αντίφαση με τις αρχές αλληλεγγύης της ΕΕ - το άφησε να εννοηθεί και η Eve Geddie, Διευθύντρια του Γραφείου Ευρωπαϊκών Θεσμών της Διεθνούς Αμνηστίας. Τρανή απόδειξη οι αντιδράσεις των εταίρων στα πρόσφατα γεγονότα στη Λαμπεντούζα - τα οποία δεν άφησε ανεκμετάλλευτα η Ακροδεξιά. Σε κάθε περίπτωση, είναι ηχηρή η απουσία μηχανισμών ένταξης και ενσωμάτωσης των μεταναστών στις τοπικές κοινωνίες, καθώς και προγραμμάτων για τη βιώσιμη ανάπτυξη των χωρών καταγωγής τους – των οικονομικών μεταναστών, έστω.
Είναι εγκληματική η επιδερμική προσέγγιση των ζητημάτων αυτών, στα καθ΄ ημάς. Είναι εκκωφαντική η σιωπή των ελλήνων ευρωβουλευτών, ιδίως όταν υπεύθυνος για τη Συμφωνία στην ΕΕ είναι ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς. Η «βόμβα» παραμένει στα χέρια μας. Τα στοιχεία αποτυπώνουν αύξηση των ροών. Οι διαστάσεις του ζητήματος είναι εξόχως σοβαρές: και γι’ αυτούς που ζητούν την προστασία των ανεπτυγμένων χωρών μας, και για μας που έχουμε μεν υποχρέωση να τους την προσφέρουμε, αλλά και το δικαίωμα να ορίζουμε το πολιτισμικό περιεχόμενο των κοινωνίας μας ελεύθερα.
(Ο κ. Ξενοφών Κροκίδης είναι Δρ. Φυσικής, Ιδρυτής και Δ/νων σύμβουλος της εταιρείας SCIENOMICS και δραστηριοποιείται στη Γαλλία)