Opinions

Μαριλένα Κοππά: Ελληνοτουρκικά – Τι εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον;

Η στρατηγική της μη λύσης, πηγαίνει τη χώρα μας πολλά χρόνια πίσω και εμπεριέχει σημαντικούς κινδύνους σε όλα τα επίπεδα.

Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στις 14 Ιουνίου ήταν στην ουσία μια συνάντηση «επανεκκίνησης» και επισφράγισης του διατλαντικού δεσμού, μετά την τραυματική περίοδο της Προεδρίας Τραμπ. Ο Τραμπ είχε απειλήσει με αποχώρηση της Αμερικής από τη Συμμαχία ενώ είχε θέσει ερωτηματικά για την υποχρεωτικότητα της εφαρμογής του άρθρου 5 (δηλαδή την δεσμευτική υποχρέωση όλων των συμμάχων να στηρίξουν ένα μέλος που δέχεται επίθεση από τρίτη χώρα).

Η εκλογή Μπάιντεν ήρθε να επουλώσει το ρήγμα Ευρώπης και Αμερικής και να επανεπιβεβαιώσει τον λόγο ύπαρξης της Συμμαχίας αλλά και την απόφαση της Αμερικής να επανασυσφίξει τους δεσμούς της με τους Συμμάχους. Η πολυεπίπεδη απειλή της Κίνας, η επιθετικότητα της Ρωσίας αλλά και η εφαρμογή του άρθρου 5 και για κυβερνοεπιθέσεις είναι τα κεντρικά σημεία του ανακοινωθέντος καθώς και η επανάληψη των κεντρικών εννοιών της αποτροπής και άμυνας ως πυρήνα της Συμμαχίας.

Στα πλαίσια της Συνόδου η συνάντηση του Αμερικανού Προέδρου με τον Τούρκο ομόλογο του, όπως και η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Από τη τελευταία αυτή συνάντηση και από τις δηλώσεις που ακολούθησαν καθίσταται για μια ακόμη φορά σαφές ότι η Κυβέρνηση έχει υιοθετήσει τη στρατηγική της μη λύσης ως βέλτιστο σενάριο για να έχει το δυνατόν λιγότερους εσωκομματικούς κλυδωνισμούς αλλά και γιατί θεωρεί ότι της παρέχει ασφάλεια και στο επίπεδο της κοινής γνώμης.

Για μια φορά ακόμη λοιπόν επιλέγεται η ακινησία ως εξωτερική πολιτική. Καλή ατμόσφαιρα, κάποιες οικονομικές συμφωνίες και οι διαφορές να σιγοκαίνε μέχρι το επόμενο σοβαρό επεισόδιο που, δυστυχώς αργά ή γρήγορα θα συμβεί. Ποτέ πάντως έως τώρα, καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν χαρακτήρισε τις διαφορές αγεφύρωτες κόβοντας ουσιαστικά κάθε προοπτική για κοινό τόπο και επίλυση. Φυσικά η αναφορά στη Χάγη έχει ξεχαστεί. Η στρατηγική της μη λύσης, πηγαίνει τη χώρα μας πολλά χρόνια πίσω και εμπεριέχει σημαντικούς κινδύνους σε όλα τα επίπεδα.

Πρέπει να γίνει σαφές ότι η ύφεση των τελευταίων εβδομάδων ευνοεί ιδιαίτερα την Τουρκία ή οποία επιδιώκει μια επίσημη έναρξη της αναθεώρησης της τελωνειακής ένωσης με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 24ης 25ης Ιουνίου αλλά και προσδοκά στην ανανέωση της Δήλωσης ΕΕ- Τουρκίας για το μεταναστευτικό που στην πράξη σημαίνει σημαντικούς πόρους για τη γείτονα. Την συμφέρει δε τα ελληνοτουρκικά να συζητούνται αποκλειστικά σε διμερές πλαίσιο και να μην συσχετίζονται με τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Αυτό ακριβώς το παιχνίδι της Τουρκίας αποδέχθηκε να παίξει για τους δικούς του εσωτερικού λόγους ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Με γενικόλογες αναφορές στα Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής του Μαρτίου αλλά, από τις πληροφορίες που υπάρχουν, και της Συνόδου της 24ης και 25ης Ιουνίου, η Ελλάδα το μόνο που διασφαλίζει είναι η έννοια της αιρεσιμότητας της διαδικασίας αναθεώρησης της τελωνειακής Ένωσης, της ιδέας δηλαδή ότι η πρόοδος των ευρωτουρκικών μπορεί να αναστραφεί αν ξαναγίνουν πηγή αστάθειας στην ανατολική Μεσόγειο και δεν τηρηθούν οι δεσμεύσεις. Η αναφορά αυτή μόνο ως ‘κλείσιμο του ματιού’ προς την Ελλάδα μπορεί να εκληφθεί, δεδομένου ότι κατά βάση οι Ευρωπαίοι είναι απολύτως ικανοποιημένοι με την τροπή που παίρνουν οι ευρωτουρκικές σχέσεις: κανείς δεν συζητάει για ένταξη , όμως πλέον είναι εφικτή η εμβάθυνση και ουσιαστικοποίηση των οικονομικών σχέσεων, προς το συμφέρον όλων, Πολύ ενδιαφέρον έχει παράλληλα το γεγονός της υιοθέτησης από την ελληνική πλευρά της έννοιας της «θετικής ατζέντας», που χρησιμοποιεί τα τελευταία χρόνια η ΕΕ για τις προοπτικές των σχέσεων της με την Τουρκία. Η αναλογία είναι προφανής: όπως η ΕΕ αντικατέστησε το στόχο της ένταξης της Τουρκίας με την αναφορά στη «θετική ατζέντα», με τον ίδιο τρόπο η Ελληνική Κυβέρνηση αντικαθιστά το στόχο της επίλυσης με μια αναφορά σε «θετική ατζέντα», που φτάνει να σημαίνει μια σχετική εξομάλυνση και περιορισμένου φάσματος οικονομικές σχέσεις.

Κάθε επαφή και κάθε απόπειρα διαλόγου είναι θετική. Όμως η Τουρκία έχοντας θέσει κατά τα τελευταία χρόνια τα πλαίσια των διεκδικήσεων της, ακολουθώντας για χρόνια μια πολιτική «φινλανδοποίησης» της Ελλάδας , δηλαδή de facto απαγόρευσης άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της στις περιοχές που η γείτονα χαρακτηρίζει ως «γκρίζες ζώνες», βολεύεται απόλυτα με τη μη προσπάθεια επίλυσης. Για τον απλό λόγο ότι χωρίς ουσιαστικό διάλογο κατοχυρώνονται οι αμφισβητήσεις και τα τετελεσμένα.

Η μη προσπάθεια επίλυσης των διαφορών εξυπηρετεί μόνο τα τουρκικά συμφέροντα και την Τουρκική εθνική ατζέντα. Ο Ερντογάν κάνει συναντήσεις με την ελληνική πλευρά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο που όμως βελτιώνουν την εικόνα του στη Δύση σε μια κρίσιμή περίοδο για τα Ευρωτουρκικά. Οι «πατριώτες» που αρνούνται κάθε διάλογο πρέπει κάποια στιγμή να πάψουν να κρύβουν το κεφάλι στην άμμο, να βγουν από την ασφαλή ζώνη των ιδεοληψιών τους και να αντιμετωπίσουν την αλήθεια. Μόνο μια ενεργή εξωτερική πολιτική με διαρκή πίεση για οριστική επίλυση εξυπηρετεί σε βάθος χρόνου τα ελληνικά συμφέροντα αλλά και την ειρήνη και σταθερότητα. Η χώρα μας έχει υποστεί πολλά δεινά από εθνικιστική ρητορική και περήφανα λόγια που έχουν οδηγήσει σε εθνικές ήττες. Ας μην κάνουμε πάλι τα ίδια λάθη.

Η Μαριλένα Κοπά είναι Αναπληρώτρια καθηγήτρια, μέλος ΔΣ του ΙΔΙΣ, πρώην Αντιπρόεδρος της Μικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής ΕΕ- Τουρκίας

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Διονύσης Τεμπονέρας: Σε ομηρία η συνδικαλιστική ελευθερία
Γιώργος Λακόπουλος: Η ακροδεξιά γονιμότητα της ΝΔ. Μπίζνες και -ακραία- «εθνική πολιτική»
Chevron Right