Opinions

Χάρης Τσιλιώτης: Ο συνταγματικός ρόλος του Μονάρχη στο Ηνωμένο Βασίλειο

Ο Μονάρχης είναι ο Αρχηγός του Κράτους του ΗΒ. Κατά ένα βρετανικό απόφθεγμα «βασιλεύει αλλά δεν κυβερνά».

Η Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ απεβίωσε γαλήνια και πλήρης ημερών σε ηλικία 96 ετών, τερματίζοντας με τον θάνατό της μία Βασιλεία ακριβώς 70 ετών, την μακροβιότερη στην Βρετανική αλλά ίσως και στην παγκόσμια ιστορία, την οποία βίωσαν πάνω από δύο γενιές Βρετανών.

Ι. Πρόλογος

Με αφορμή τον θάνατό της υπάρχει έντονη συζήτηση στα ΜΜΕ και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ) στην χώρα μας για τον τρόπο που άσκησε τις συνταγματικές της αρμοδιότητες στο πλαίσιο ενός πολιτεύματος κοινοβουλευτικής Μοναρχίας ή βασιλευομένης Δημοκρατίας και τον ρόλο της κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων Αγωνιστών την περίοδο 1955-1959 και την μη απονομή χάρης στους καταδικασθέντες σε θάνατο Αγωνιστές.

Πριν κάνουμε μία αποτίμηση του ιστορικού ρόλου της, χρήσιμο είναι να δούμε τις συνταγματικές αρμοδιότητες του Βασιλέα/Βασίλισσας (στο εξής Μονάρχης) στο Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ), ανεξάρτητα από το ποια άποψη έχει κάποιος για την χρησιμότητα του θεσμού της Μοναρχίας τον 21ο αιώνα και βεβαίως εντελώς ανεξάρτητα από την ιστορία της Μοναρχίας στην χώρα μας.

ΙΙ. Οι αρμοδιότητες του Μονάρχη στο Βρετανικό Πολίτευμα

1. Γενικά

Ο Μονάρχης είναι ο Αρχηγός του Κράτους του ΗΒ. Κατά ένα βρετανικό απόφθεγμα «βασιλεύει αλλά δεν κυβερνά» . Οι αρμοδιότητές του καθορίζονται από το Βρετανικό Σύνταγμα , το οποίο δεν είναι τυπικό και κωδικοποιημένο σε ένα ενιαίο κείμενο, όπως συμβαίνει στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης και στις ΗΠΑ. Το Βρετανικό Συνταγματικό Δίκαιο είναι εν μέρει γραπτό και εν μέρει άγραφο και αποτελεί ένα μίγμα συνταγματικώννόμων , αρχών, γεγονότων, εθίμων, συμβάσεων, ακαδημαϊκών συγγραμμάτων και δικαστικών αποφάσεων, που αποτελούν και τις πηγές του .

Κεντρικό ρόλο στις πηγές αυτές έχουν το βασιλικό (σ.σ. εκτελεστικό πλέον) προνόμιο (royalprerogative) και η αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας (principleofparliamentarysovereignty), άγραφες θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, οι οποίες βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους.Στο πλαίσιο αυτό οι αρμοδιότητες του Μονάρχη είναι εκτελεστικές, νομοθετικές και δικαστικές.

2. Το βασιλικό προνόμιο (royalprerogative)

Οι εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες του Μονάρχη απορρέουν από το βασιλικό προνόμιο το οποίο έλκει την καταγωγή του από τον πρώιμο Μεσαίωνα. Το προνόμιο αυτό περιορίστηκε ιστορικά αρχικά το 1215 με την θέσπιση της MagnaChartaεπί εποχής του Βασιλέα Ιωάννη του Ακτήμονα υπέρ των ευγενών και της αστικής τάξης και κυρίως τον 17ο αιώνα και με την ένδοξη επανάσταση του 1688/1689. 

Τον ίδιο αιώνα αναπτύχθηκε νομολογιακά (commonlaw)  με την υπόθεση Proclamations του 1611  και εν συνεχεία νομοθετικά με τον BillofRightsτου 1689 η αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας ή κυριαρχίας του Κοινοβουλίου ή υπεροχής του Κοινοβουλίου (οι όροι χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι), βάσει της οποίας περιορίστηκαν έτι περαιτέρω οι αρμοδιότητες του Μονάρχη υπέρ του Κοινοβουλίου, που απαρτίζονταν επίσης από τους ευγενείς και τους αστούς.

Η αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας συμπυκνώνεται στα παρακάτω λόγια του πατέρα του Βρετανικού Συνταγματικού Δικαίου A. V. Dicey ότι «[η] αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από το ότι το Κοινοβούλιo έχει κατά το Αγγλικό Σύνταγμα, το δικαίωμα να θεσπίσει ή να αναιρέσει κάθε νόμο οποτεδήποτε και περαιτέρω ότι δεν αναγνωρίζεται κατά το Δίκαιο της Αγγλίας σε κανένα πρόσωπο ή όργανο το δικαίωμα να παρακάμψει ή να παραμερίσει την νομοθεσία του Κοινοβουλίου» . Αυτό ισχύει και για τον Μονάρχη και ήδη για την Κυβέρνηση της Αυτού/ήςΜεγαλειότητος.

Εκεί που δέχθηκε όμως την δραστικότερη, πολιτικά και όχι νομικά,μείωση των αρμοδιοτήτων του ο Βρετανός Μονάρχης ήταν με τις Συνθήκες του Πολιτεύματος (ConstitutionalConventions)  και το λεγόμενο «πολιτικό  Σύνταγμα» (politicalConstitution) , οι οποίες κατέστησαν την άσκηση του βασιλικού προνομίου στην πραγματικότητα προνόμιο της εκάστοτε Κυβέρνησης, η οποία και απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής των Κοινοτήτων. Με βάση λοιπόν τις Συνθήκες του Πολιτεύματος ο Μονάρχης δεν ελέγχει την σκοπιμότητα ή ακόμα και την νομιμότητα των πράξεων των Υπουργών του και ενεργείδεσμευτικά κατόπιν των «συμβουλών» τους (Ministerialadvises).

Για την έννοια και το περιεχόμενό τουβασιλικού προνομίου υπάρχουν δύο κατά βάση θεωρίες: Η στενή θεωρία του Blackstone με βάση την οποία το βασιλικό προνόμιο περιλαμβάνει πράξεις που μόνο ο Βασιλιάς θα μπορούσε να κάνει και όχι ο κάθε άνθρωπος . Αντίθετα, με βάση την ευρεία θεωρία του Disey, η οποία έχει επικρατήσει σε νομολογία και θεωρία, το βασιλικό προνόμιο περιέχει οτιδήποτε μπορεί να κάνει ο Μονάρχης, στην πραγματικότητα η Κυβέρνηση, χωρίς να προβλέπεται σε τυπικό νόμο.

Με βάση, λοιπόν, την κρατούσα θεωρία του Dicey υφίσταται καταρχήν τεκμήριο υπέρ του Στέμματος, το οποίο όμως μπορεί να ανατραπεί με νόμο. Κατά την θεωρία αυτή οι αρμοδιότητες που περιέχει το βασιλικό ή εκτελεστικό προνόμιο χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στα συνταγματικά ή προσωπικά προνόμια (Sovereign’sConstitutionalPrerogatives) και στα λοιπά εκτελεστικά προνόμια (Prerogativeexecutivepowers) .Τα βασιλικά προσωπικά  προνόμια υπό την έννοια αυτή, που ενδιαφέρει και την παρούσα μελέτη, διακρίνονται από τα προσωπικά προνόμια που αφορούν καθαρά το πρόσωπο του Βασιλέα/Βασίλισσας, όπως π.χ. η απαλλαγή από την απόκτηση άδειας οδήγησης ή η εξαίρεση από την φορολογική υποχρέωση, την οποία πάντως δεν ασκεί.

Περαιτέρω, τα συνταγματικά (προσωπικά) προνόμια διακρίνονται σε αυτά που ασκεί το Στέμμα χωρίς την πρόταση/«συμβουλή» (των Υπουργών ή του Πρωθυπουργού) και σε αυτά που ασκεί κατά δεσμία αρμοδιότητα, εάν μας επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Διοικητικού Δικαίου των ηπειρωτικών κρατών, σύμφωνα με την πρόταση/«συμβουλή» των Υπουργών. Συγκεκριμένα:

Α) Τα συνταγματικά (προσωπικά) προνόμια του Στέμματος, που ασκεί ο Μονάρχης χωρίς την πρόταση/«συμβουλή» των Υπουργών είναι πλέον ελάχιστα. Αφορούν την αρμοδιότητα του Βασιλέα να συμβουλεύει, ενθαρρύνει ή ακόμη και να προειδοποιεί τους Υπουργούς ή τον Πρωθυπουργό για τις συνέπειες των πράξεώντους (το κάνει πάντοτε διακριτικά και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας) και την απονομή των τίτλων τιμής. Ακόμη και η πράξη διορισμού του Πρωθυπουργού που δεν απαιτεί την συμβουλή του αρμοδίου Υπουργού, ασκείται κατά συνθήκη του πολιτεύματος κατά τρόπο ούτως ώστε να διορίζεται Πρωθυπουργός ο/η αρχηγός του απολύτως πλειοψηφούντος κόμματος στην Βουλή των Κοινοτήτων ή σε περίπτωση ελλείψεως απόλυτης πλειοψηφίας να ανατίθεται η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον/στην αρχηγό του κόμματος του οποίου η κυβέρνηση κατόπιν διαβουλεύσεων με τα άλλα κόμματα να έχει εξασφαλίσει την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο . Ο Μονάρχης διατηρεί πάντως κατά κρατούσα άποψη κάποιες περαιτέρω έκτακτες αρμοδιότητες (reservedpowers) τις οποίεςασκεί όμως σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις χωρίς την «συμβουλή» του Πρωθυπουργού ή των Υπουργών του .

Β) Τα συνταγματικά (προσωπικά) βασιλικά προνόμια που ασκούνται με πρόταση/«συμβουλή» και ευθύνη των υπουργών ή του Πρωθυπουργού αποτελούν κυρίως η κήρυξη πολέμου, 

  1. η διεθνής εκπροσώπηση της χώρας, στο πλαίσιο αυτό η σύναψη και καταγγελία διεθνών συνθηκών , 
  2. ο διορισμός των Υπουργών,
  3. η σύγκληση του Κοινοβουλίου (με την λεγόμενη «Ομιλία του Θρόνου», όπου ανακοινώνει τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης για το επόμενο κοινοβουλευτικό έτος),
  4. η κήρυξη του πέρατος των εργασιών του (prorogation)
  5. και η διάλυση της Βουλής των Κοινοτήτων, 
  6. η απονομή χάρης (Royal prerogative of Pardon) . 

Τα εν λόγω προνόμια είναι στην πραγματικότητα πράξεις της κυβέρνησης που έχει και την πρωτοβουλία για την έκδοσή τους με πρόταση προς τον Μονάρχη και ασκούνται από τον τελευταίο, όπως προαναφέρθηκε με Συνθήκη του Πολιτεύματος κατά δεσμία αρμοδιότητα και όχι κατά διακριτική ευχέρεια. 

Γ) Πέραν των ανωτέρω βασιλικών αρμοδιοτήτων, που όπως προαναφέρθηκε απαιτούν κατά συνθήκη του πολιτεύματος την πρόταση/«συμβουλή» του αρμοδίου Υπουργού ή του Πρωθυπουργού και στην πράξη αποτελούν κυβερνητικό προνόμιο, υπάρχουν περαιτέρω εκτελεστικές/διοικητικές αρμοδιότητες  που αφορούν την κυβερνητική πολιτική, όπως κυρίως

  1. η διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων και η αποστολή τους στο εξωτερικό, 
  2. ο διορισμός των διπλωματών και η αποστολή τους σε διπλωματικές αποστολές του εξωτερικού απευθύνοντάς τους τις σχετικές οδηγίες, 
  3. ο διορισμός των δικαστών και των δημοσίων υπαλλήλων, η διοίκηση των υπερπόντιων περιοχών, 
  4. η εν γένει η λήψη αποφάσεων κατά την άσκηση εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. 

Αυτές τις αρμοδιότητες τις ασκούν οι Υπουργοί ή η Κυβέρνηση συλλογικά στο όνομα του Μονάρχη, ο τελευταίος όμως κατά συνθήκη του πολιτεύματος δεν έχει την παραμικρή ουσιαστική αρμοδιότητα.

Ορισμένες από τις παραπάνω αρμοδιότητες κυρίως αυτές που αφορούν την άσκηση της εξωτερικής ή αμυντικής πολιτικής δεν ασκούνται υπό την μορφή γραπτού νομικού κειμένου αλλά με πολιτικές δράσεις. Στο πλαίσιο αυτό ο Μονάρχης αποτελεί ως Αρχηγός του Κράτους και σε συμφωνία με διεθνή εθιμικό κανόνα διεθνή παραστάτη της χώρας, στην πραγματικότητα, όμως, την εξωτερική πολιτική ασκεί η υπεύθυνη έναντι του Κοινοβουλίου Κυβέρνηση, ο δε ρόλος του Μονάρχη είναι κι εδώ συμβολικός.

Στο πλαίσιο του βασιλικού προνομίου είναι κατά τα ανωτέρω και η αρμοδιότητα της απονομής χάρης,η μοναδική δικαστική αρμοδιότητα του Μονάρχη, την οποία ασκείβάσει Συνθήκης του Πολιτεύματος κατόπιν «συμβουλής» του Υπουργού Δικαιοσύνης (Secretary of Justice) και δεσμευτικά από αυτήν.

3. Οι νομοθετικές αρμοδιότητες του Μονάρχη – Το σχήμα «TheKing/Queen – in–Parliament»

Μετά την Ένδοξη Επανάσταση του 1688 και τον BillofRightsτου 1689 η νομοθετική εξουσία ασκείται βασισμένη σε τρεις άξονες:Τα δύο νομοθετικά σώματα, την Βουλή των Κοινοτήτων (HouseofCommons) και την Βουλή των Λόρδων (HouseofLords),τα οποία απαρτίζουν το WestminsterHouse που ψηφίζουν τους νόμους και τον Μονάρχη που δίνει την βασιλική έγκριση (royalconsent). Το σχήμα αυτό ονομάζεται «TheKing/Queen – in–Parliament»υπό την έννοια της συμμετοχής του Μονάρχη στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας. 

Έκτοτε, όμως, το σχήμα αυτό έχει υποστεί συνταγματικές αλλαγές.  Η μεν Βουλή των Λόρδων έχει περιοριστεί σε μία αρμοδιότητα περιορισμένης αναβλητικής αρνησικυρίας , η δε βασιλική συναίνεση έχει καταστεί με Συνθήκες του Πολιτεύματος τυπική διαδικασία, ούτως ώστε ο Μονάρχης να αποδέχεται την έγκριση των νομοσχεδίων, χωρίς να έχει αρμοδιότητα να αντιταχθεί. Μάλιστα, η αποδυνάμωση του royalconsent επέρχεται και έναντι της Κυβέρνησης, στις πολύ σπάνιες περιπτώσεις που ένας νόμος ψηφιστεί από το Κοινοβούλιο κατ’ αντίθεση προς την κυβερνητική πολιτική. Είναι η μοναδική περίπτωση, πέραν των «reservedpowers», που ο Μονάρχης δεν δεσμεύεται από την «συμβουλή» των Υπουργών του.

4. Η βασιλική περίοδος της Ελισάβετ Β΄ στο πλαίσιο του Βρετανικού Συντάγματος

Η Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ άφησε την σφραγίδα της στο βρετανικό πολίτευμα κατά αξιοσημείωτο τρόπο. Το παράδοξο στην βασιλεία της ήταν ότι άφησε το αποτύπωμα αυτό όχι με την δράση της αλλά ακριβώς διά της απραξίας της και της μη επέμβασής της στην πολιτική της χώρας, τους κομματικούς ανταγωνισμούς και την εναλλαγή των κομμάτων και των αρχηγών τους στην εξουσία, σεβόμενη απόλυτα την αρχή της δεδηλωμένης. Άσκησε τα καθήκοντά της κατά τελετουργικό τρόπο, σεβόμενη απόλυτα τις Συνθήκες του Πολιτεύματος όπως έχουν διαμορφωθεί από την Ένδοξη Επανάσταση του 1688 και μετέπειτα και τον περιορισμένο ρόλο του Μονάρχη όχι μόνο στα πολιτικά αλλά και στα συνταγματικά πράγματα της χώρας. Ουδέποτε διαφοροποιήθηκε από την θέση της υπεύθυνης έναντι του Κοινοβουλίου Κυβέρνησης, κάνοντας χρήση του royalassent, το οποίο έμεινε στην πράξη κατ’ ουσίαν γράμμα κενό.

Σε κάθε περίπτωση που υπήρξε αλλαγή Αρχηγού του κυβερνώντος κόμματος μεσούσης της κοινοβουλευτικής περιόδου , διόριζε ως Πρωθυπουργό αυτόν που εξέλεγε ως Αρχηγό το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, χωρίς να παρέμβει στις εσωκομματικές διαδικασίες. Ακόμα και το φθινόπωρο του 2019, όταν ο τότε Πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον αποφάσισε να αναστείλει για 5 εβδομάδες την λειτουργία του Westminster, πράξη σφόδρα αμφισβητηθείσα όχι μόνο πολιτικά αλλά και νομικά, η οποία τελικά κρίθηκε ως πρωθυπουργική απόφαση για πρώτη φορά στην ιστορία αντισυνταγματική από το Ανώτατο Δικαστήριο, η Βασίλισσα δεν διαφοροποιήθηκε από την «συμβουλή» του Πρωθυπουργού της, παρά το ότι της ζητήθηκε να παρέμβει , γνωρίζοντας ότι στο τέλος μπορεί η απόφαση του Πρωθυπουργού της να την εκθέσει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εάν αυτό την έκρινε αντισυνταγματική, όπως και έγινε.

Όσον αφορά τον ρόλο της στο Κυπριακό, τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα την περίοδο 1955-1959 και την εκτέλεσητων Κυπρίων αγωνιστών την ίδια περίοδο, ο οποίος συζητήθηκε έντονα στα ΜΚΔ στην χώρα μας αλλά και στην Κύπρο, αυτός ήταν κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα ασήμαντος. Σύμφωνα με τα ανωτέρω οι αρμοδιότητες του Βρετανού Μονάρχη έχουν περιορισθεί με Συνθήκες του Πολιτεύματος. Το αυτό ισχύει και με το RoyalPrerogativeMercy, το βασιλικό προνόμιο απονομής χάρης, το οποίο όπως και γενικά το βασιλικό προνόμιο, ασκεί ουσιαστικά η Κυβέρνηση, με την τυπική έγκριση του Μονάρχη.

Κατά συνέπεια, με βάση την κοινοβουλευτική πρακτική και τις Συνθήκες του Πολιτεύματος που διαμορφώθηκαν στην Μεγάλη Βρετανία από τον 17ο αιώνα, την οποία η Ελισάβετ σεβάστηκε στο ακέραιο, δεν μπορούσε, και μάλιστα ως νεαρή τότε Μονάρχης, να διαφοροποιηθεί από την θέση της υπεύθυνης έναντι του Κοινοβουλίου κυβέρνησης, χωρίς να προκαλέσει συνταγματική και πολιτική κρίση άνευ προηγουμένου στην Βρετανία.

ΙΙΙ. Επίλογος

Εν κατακλείδι ένας θεσμός ή ένα πρόσωπο που ασκεί τις αρμοδιότητές του εντός του θεσμού πρέπει να κρίνεται ιστορικά στην χώρα που ο θεσμός αυτός υφίσταται και το πρόσωπο δρα. Αυτό ισχύει και με τον θεσμό της Μοναρχίας στο ΗΒ και τον ρόλο της αποθανούσης Βασίλισσας Ελισάβετ Β΄, το ίδιο ισχύει και για τον διάδοχό της στον Θρόνο Βασιλέα Κάρολο Γ΄. Ο θεσμός και τα πρόσωπα πρέπει να κριθούν με βάση την πολιτική και συνταγματική ιστορία και τα  βιώματα του πολιτικού συστήματος και του Λαού στο ΗΒ και όχι με βάση τις τραυματικές εμπειρίες που είχε ο θεσμός και τα πρόσωπα που τον ενσάρκωσαν στην χώρα μας.

Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ο θεσμός της Μοναρχίας είναι σε παγκόσμιο επίπεδο παρωχημένος, άποψη που εν πολλοίς συμμερίζομαι, στην Μεγάλη Βρετανία αποτελεί για λόγους που γνωρίζουν καλύτερα από όλους μας οι Βρετανοί θεσμό ταυτισμένο με την ιδιοσυστασία και την ψυχοσύνθεση του Λαού και του Πολιτεύματος. Ίσως στην (ακόμα) αποδοχή έως και δημοφιλία του θεσμού στην χώρα αυτή να έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι σε αντίθεση με άλλες χώρες, Γαλλία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ρωσία κ.α., οι οποίες κυβερνούντο από απολυταρχικά ή δεσποτικά μοναρχικά καθεστώτα και στις οποίες η Μοναρχία κατέρρευσε, οι Βρετανοί Μονάρχες δέχθηκαν τον περιορισμό της εξουσίας τους αρχικά υπέρ του Κοινοβουλίου με την αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας και εν συνεχεία υπέρ της Κυβέρνησης με τις Συνθήκες του Πολιτεύματος . Αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει όταν αξιολογούμε συνταγματικά και πολιτικά την Μοναρχία στο ΗΒ και τους Μονάρχες του.

(Ο Χάρης Τσιλιώτης είναι καθηγητής συνταγματικού Δικαίου)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Σε διπλό ναρκοπέδιο το Μαξίμου - Οι υποκλοπές και το σταυρόλεξο της ενέργειας
ΔΕΘ: 7+1 αλήθειες για τις «παροχές»
Chevron Right