Opinions

Διονύσης Τεμπονέρας: Επιστροφή στο μέλλον ή επιστροφή στο μεσαίωνα;

Η διαδικασία νομοθέτησης του κατωτάτου μισθού καταντάει ιλαροτραγωδία. Οι ίδιοι εργοδοτικοί φορείς που πριν από μερικούς μήνες, θεωρούσαν «εξωφρενική» την επιλογή της κυβέρνησης να προχωρήσει έστω και σε υποτυπώδεις αυξήσεις μισθών, έρχονται τώρα και ζητούν οι ίδιοι αυξήσεις κοντά στο 6%, συρόμενοι πίσω από μια, πιεζόμενη από τις εξελίξεις, κυβέρνηση.

Στην σκιά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, κινείται η ελληνική οικονομία, τις τελευταίες ημέρες. Οι επιπτώσεις στον οικογενειακό προϋπολογισμό εργαζόμενων και μικρομεσαίων,  είναι δραματικές και επιταχύνουν μια προϊούσα φτωχοποίηση, ή οποία είχε αρχίσει να συντελείται ήδη, πριν από την έναρξη του πολέμου.

Πριν  από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ελλάδα είχε το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη , πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι μισθοί, ήταν από τους χαμηλότερους, σε όλη την ΕΕ.

Η αγοραστική δύναμη των μισθών στη χώρα μας, έχει υποχωρήσει σε επίπεδα κάτω και από εκείνα χωρών, όπως η Ρουμανία, με αλυσιδωτές συνέπειες στην κατανάλωση, στον τζίρο των επιχειρήσεων αλλά και στους δείκτες ανεργίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, για το μήνα Ιανουάριο, η ανεργία στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat αυξήθηκε στο 13,3%, αναδεικνύοντας την χωρά μας, σε πρωταθλήτρια και πάλι, σε όλη την Ευρώπη. Συγκεκριμένα, τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ καταγράφουν τον Ιανουάριο, η Ελλάδα (13,3%), η Ισπανία (12,7%) και η Ιταλία (8,8%). Τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας καταγράφουν η Πολωνία (2,8%) και η Γερμανία (3,1%). Στην Ελλάδα το ποσοστό ανεργίας των νέων, αυξήθηκε στο 31,4% τον Ιανουάριο, από 28,7% το Δεκέμβριο του 2021. Μετά την Ελλάδα, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας των νέων στην ΕΕ, καταγράφει η Ισπανία με 29.4%. Σε ό,τι αφορά την ανεργία των νέων (κάτω των 25 ετών) το ποσοστό ανεργίας τον Ιανουάριο ήταν 14% στην ΕΕ και 13,9% στη ζώνη του ευρώ.

Η «ατολμία» της κυβέρνησης ως προς την αύξηση(2%) του κατωτάτου μισθού και οι οξείες πληθωριστικές πιέσεις, έχουν οδηγήσει σε απόγνωση τα λαϊκά νοικοκυριά. Η ακατανόητη επιλογή  του Πρωθυπουργού, να παραπέμψει την όποια αύξηση,  στην 1η Μαΐου  του τρέχοντος έτους, την ώρα που οι ανατιμήσεις και η ακρίβεια έχουν εκτοξευθεί, δημιουργεί ερωτηματικά, κατά πόσο το Μαξίμου έχει επίγνωση, για το τι συμβαίνει ήδη, στην «τσέπη» των πολιτών.

Η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, προβλέπεται να ολοκληρωθεί στα μέσα Απριλίου, όμως οι εργοδοτικοί φορείς, ήδη έχουν δώσει «σήμα» προς την κυβέρνηση, για μια αύξηση που θα πρέπει να φτάσει από το 6%-7%, ώστε ο κατώτατος μισθός να ξεπεράσει τα 700 ευρώ. Βέβαια οι εργοδοτικοί φορείς, βάζουν στο τραπέζι και την μείωση του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Στο πεδίο αυτό, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, καθώς μετά την μείωση (που παρατάθηκε και για το 2022) στις εισφορές υπέρ ΟΑΕΔ, δεν μένουν πολλά περιθώρια. Αν η κυβέρνηση αγγίξει τις ασφαλιστικές εισφορές, υπέρ κύριας και επικουρικής σύνταξης, θα πρέπει αναγκαστικά ,να αυξήσει την κρατική χρηματοδοτική δαπάνη για την στήριξη των συντάξεων, ώστε να αποφευχθούν μειώσεις.

  Οι εργοδοτικοί φορείς (ΙΟΒΕ) την ώρα που οι εργαζόμενοι δέχονται ασύμμετρη επίθεση στα εισοδήματα τους, επανέρχονται  στο θέμα της κατάργησης των τριετιών, παρότι το ΣτΕ δεν έκανε δεκτή την προσφυγή του ΣΕΒ. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση: «Ως προς τη δομή του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, διαφαίνεται ότι ο απλοποιημένος ορισμός του ως μία “μοναδική αξία” αποτελεί τη συνηθέστερη ευρωπαϊκή πρακτική. Περαιτέρω προσαυξήσεις σε σχέση με προϋπηρεσία ή προσόντα και λοιπές μισθολογικές και μη μισθολογικές ρήτρες δύνανται να συμφωνούνται διμερώς μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε εθνικό, κλαδικό ή επιχειρησιακό επίπεδο».

Αν μια τέτοια άποψη γίνει δεκτή, τότε χιλιάδες εργαζόμενοι θα χάσουν εκατοντάδες ευρώ, σε μηνιαία βάση. Ουσιαστικά οι εργοδότες θέλουν να ισοσκελίσουν την «χασούρα» από την επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού και να βγουν κερδισμένοι, από τις εξελίξεις. Αν κατορθώσουν  να «κερδίσουν» την περικοπή των τριετιών και να φορτώσουν στο κράτος, την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, το κέρδος τους θα είναι μεγαλύτερο, από την αύξηση του κατώτατου μισθού, που δεν είναι οριζόντιο μέτρο και άλλωστε, δεν αφορά όλους τους εργαζόμενους.

Ένα βήμα πιο μπροστά από την κυβέρνηση είναι οι επιχειρήσεις του εμπορίου, όπως και οι επαγγελματοβιοτέχνες, οι οποίοι αντιλαμβανόμενοι ότι, η αύξηση του κατώτατου μισθού, θα πέσει στην κατανάλωση, ζητούν οι ίδιοι να πληρώσουν αυξήσεις στους μισθούς, της τάξεως του 6%.

Έτσι το Ινστιτούτο της ΕΣΕΕ αναφέρει :«Πρέπει να υπάρξει σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού και το ποσοστό του πληθωρισμού θα πρέπει να αποτελέσει βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης».

Βεβαίως μια αύξηση του κατώτατου μισθού στα όρια του πληθωρισμού, δεν αποτελεί συνάμα και πραγματική αύξηση του κατώτατου μισθού, τουλάχιστον για όσο διάστημα οι τιμές, παραμένουν στα ύψη. Αν ο πληθωρισμός αποκτήσει δε πιο μόνιμα χαρακτηριστικά και η κρίση παραταθεί, τότε η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, ουσιαστικά παραμένει αμετάβλητη.

Από τα ανωτέρω εξάγονται ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα:

1.Η διαδικασία νομοθέτησης του κατώτατου μισθού καταντάει ιλαροτραγωδία. Οι ίδιοι εργοδοτικοί φορείς που πριν από μερικούς μήνες, θεωρούσαν «εξωφρενική» την επιλογή της κυβέρνησης να προχωρήσει έστω και σε υποτυπώδεις αυξήσεις μισθών, έρχονται τώρα και ζητούν  οι ίδιοι αυξήσεις κοντά στο 6%, συρόμενοι πίσω από μια, πιεζόμενη από τις εξελίξεις, κυβέρνηση.
 
2.Η κυβέρνηση, που είχε υποσχεθεί προεκλογικά ότι, θα αυξάνει τον κατώτατο μισθό σε ποσοστό διπλάσιο από την αύξηση του ΑΕΠ, είναι βαριά εκτεθειμένη. Αργεί να αντιδράσει και η αντίδραση αυτή σε μια αντίξοη συγκυρία, μειώνει τα εισοδήματα των πολιτών. «Εάν η οικονομία αυξηθεί με 4%, σε έναν χρόνο, ο κατώτατος μισθός θα φτάσει στα 700 ευρώ. Αλλά αυτή η αύξηση θα είναι μια αντανάκλαση της καλής πορείας της οικονομίας» δήλωνε πριν από 2,5 χρόνια ο Πρωθυπουργός.
 
3.Καταρρεί με πάταγο η νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι, οι αυξήσεις στους μισθούς μειώνουν την ανταγωνιστικότητα και περιορίζουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Τι λένε άραγε τώρα οι οπαδοί της αυτορυθμιζόμενης αγοράς; Είναι ή όχι αναγκαία μια  ουσιαστική αύξηση των μισθών;
 
4.Αναδεικνύεται η σημασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ως μηχανισμού στήριξης των μισθών. Η κυβέρνηση φέρει ακέραια την ευθύνη, για την απορρύθμιση στο χώρο του συλλογικού εργατικού δίκαιου, όταν με διάφορα νομοθετήματα, προώθησε την ατομική διαπραγμάτευση,  έναντι των συλλογικών συμβάσεων. Κερδοφόρες επιχειρήσεις(φαρμακοβιομηχανία, τρόφιμα κλπ) πάρα την συσσώρευση υπερκερδών, αρνούνται ακόμα και σήμερα, να αυξήσουν ουσιαστικά τους μισθούς και δεν υπάρχει μηχανισμός από την εργατική πλευρά, που να μπορεί να υποστηρίξει μια τέτοια προοπτική. Μετά και από το «κεφαλοκλείδωμα» της κυβέρνησης στα συνδικάτα, με τον πρόσφατο «νόμο Χατζηδάκη»,  οι εργοδότες αδιαφορούν για τις μισθολογικές αυξήσεις, επιμένοντας στην διατήρηση της κερδοφορίας τους.
 
5.Η χώρα μας παραμένει εκτεθειμένη σε απίθανους εξωγενείς παράγοντες που κάθε φορά κατατρώνε το εισόδημα της λαϊκής πλειοψηφίας. Πότε η πανδημία, πότε ο πόλεμος, πότε η κάμψη του τουρισμού, πότε η αύξηση των τιμών στην ενέργεια, πότε η στεγαστική κρίση,  αναδεικνύουν ένα τεράστιο έλλειμμα στην θωράκιση και στην ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας. Αντί η κυβέρνηση να ανασχεδιάσει την στρατηγική της για παράδειγμα σε σχέση με την απολιγνιτοποίηση, ώστε να υπάρξει προστασία των καταναλωτών και να εξασφαλιστεί η ενεργειακή επάρκεια, με αξιοπρεπείς όρους, εμμένει, σε αντίθετη κατεύθυνση,  με πρόσχημα την «πράσινη μετάβαση», που οδηγεί τους πολίτες σε οικονομική απόγνωση.
 
Η κυβέρνηση συνεχίζει τον νεοφιλελεύθερο κατήφορο. Από την ελληνική  κοινωνία, λείπουν τα ιδεολογικά αντίβαρα, που θα φέρουν στην επιφάνεια μια νέα, εναλλακτική, κοινωνικοπολιτική πλατφόρμα, που θα στηρίζεται στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και της αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών. Η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζουν ταχύτατα τον κόσμο που ξέραμε. Είναι ζήτημα κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού, αν θα γυρίσουμε στο μεσαίωνα ή θα βαδίσουμε, με  περισσότερη αισιοδοξία, στον 21ο αιώνα. 
 
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος )
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Μεγαλώνει το δράμα των προσφύγων στην Ουκρανία - Οι συγκλονιστικές εικόνες του iEidiseis από το Λβιβ
Γιώργος Λακόπουλος: Πώς το πολίτευμα μετατρέπεται σε Κληρονομική Μητσοτακική Δημοκρατία
Chevron Right