Η οικονομική ανάταξη της χώρας, λαμβάνοντας υπόψη την δομή της οικονομίας μας, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη της καταναλωτικής δαπάνης το επόμενο διάστημα καθώς και από την επίδραση που αυτή θα έχει στις επενδυτικές προσδοκίες.
Η αύξηση ή η μείωση της κατανάλωσης θα εξαρτηθεί κυρίως από την μεταβολή του διαθέσιμου εισοδήματος.
Είναι φανερό ότι για να υπάρξει προοπτική στην οικονομία μας, είναι απαραίτητη μια γενναία αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Καθοριστικός παράγοντας για να συμβεί αυτό είναι η αύξηση τόσο του όγκου όσο και της αμοιβής της απασχόλησης.
Το κύριο βάρος λοιπόν πρέπει να δοθεί στην εργασία και στην ενίσχυσή της.
Κατά συνέπεια οι παρεμβάσεις οι οποίες, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, θα γίνουν στην αγορά εργασίας μέσω του «μεγάλου» νομοσχεδίου για τα εργασιακά τον επόμενο μήνα, θα κρίνουν (σε συνδυασμό βέβαια και με άλλα μέτρα) την χρονική και την ποσοτική έκταση της ύφεσης καθώς και το πότε η οικονομία θα επιστρέψει σε ανοδική τροχιά.
Οποιοδήποτε μέτρο που θα οδηγεί σε περισσότερη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, σε ενίσχυση των επισφαλών και ευέλικτων μορφών εργασίας και κατ’ επέκταση σε μείωση του χρόνου απασχόλησης, θα έχει ως αποτέλεσμα τη σοβαρή μείωση των μισθών και των εισοδημάτων. Κατά συνέπεια θα έχει μία σημαντικά αρνητική επίπτωση στην καταναλωτική ζήτηση και στην δυναμική ανάταξης της οικονομίας.
Ρυθμίσεις που θα προβλέπουν προσαρμογή του χρόνου εργασίας αποκλειστικά στις ανάγκες της επιχείρησης και ευελιξία στη χρήση και στον τρόπο πληρωμής των υπερωριών, θα κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που πρέπει να κινηθεί η οικονομία. Άλλωστε είναι παράδοξο να διευκολύνεται η υπερεργασία και η υπερωρία όταν στους περισσότερους κλάδους η ανεργία είναι στα ύψη.
Αντιθέτως, η επιστροφή στην οικονομική ανάκαμψη περνάει μέσα από την ενίσχυση της πλήρους απασχόλησης και των εισοδημάτων των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων.
Περνάει μέσα από την ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και όχι από την περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.
Περνάει μέσα από την εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης για την ενίσχυση των εργαζομένων και των ανέργων καθώς και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων τους.
Περνάει επιπρόσθετα μέσα από την καταπολέμηση της ανεργίας και την άμεση θεσμοθέτηση μέτρων προστασίας για τους ανέργους και τις οικογένειές τους.
Οι εργαζόμενοι που έχασαν την εργασία τους αδυνατούν να επιβιώσουν και δεν μπορούν να περιμένουν το μεσοπρόθεσμο αποτέλεσμα ενός Σχεδίου Ανάκαμψης.
Αποδεικνύεται ότι το πρόβλημα, μέχρι τώρα, δεν ήταν ούτε είναι να βρεθούν πόροι για να χρηματοδοτηθούν πολιτικές ενίσχυσης της εργασίας αλλά η έλλειψη πολιτικής βούλησης.
Η πρόσφατη κρίση έχει οδηγήσει χιλιάδες ανθρώπους εκτός εργασίας, οι οποίοι δεν μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς. Πρέπει να βρεθεί άμεσα μια λύση για το τεράστιο αυτό πρόβλημα.
Στην Ευρώπη έχει ανοίξει η συζήτηση για το εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα ή μισθό που να καλύπτει το σύνολο των πολιτών, υπολογιζόμενο με διάφορους δείκτες (Kaitz ή 60% του μέσου μισθού κλπ).
Το θέμα είναι ότι καμία λύση δεν φαίνεται να διασφαλίζει ότι μπορεί ένας άνεργος ή κάποιος με πολύ χαμηλό εισόδημα να ζήσει αξιοπρεπώς σε πραγματικούς όρους ζωής (και όχι στατιστικούς).
Όταν είχα την τιμή να συμμετέχω στο Προεδρείο της Νεολαίας των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, προωθήσαμε και κάναμε πράξη το Youth Job Guarantee.
Νομίζω ήρθε η ώρα ο θεσμός αυτός να επεκταθεί σε όλους. Η «εγγυημένη εργασία» με πραγματικά αξιοπρεπή μισθό μπορεί να αποτελέσει μία αξιόπιστη λύση, εντασσόμενη μάλιστα στην πράσινη ατζέντα, η οποία μπορεί να διασφαλίσει «ότι κανένας δεν θα μείνει πίσω στο πλαίσιο της μετάβασης στην πράσινη ανάπτυξη».
Άλλωστε οι πόροι προς αξιοποίηση που προβλέπονται για την πράσινη οικονομία είναι σημαντικοί.
Ταυτόχρονα είναι απαραίτητο να ενδυναμωθεί ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων και να γίνει πράξη η σοβαρή διεκδίκηση των ευρωπαϊκών συνδικάτων που απαιτούν "κανένας πόρος της ΕΕ να μην διοχετευτεί σε επιχειρήσεις που αρνούνται να διαπραγματευτούν τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας με τα συνδικάτα ή σε επιχειρήσεις που αποδεδειγμένα επιλέγουν την φοροδιαφυγή και την φοροαποφυγή. Ομοίως, οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν δημόσιο χρήμα θα πρέπει να παρέχουν αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας και να εργάζονται για την επίτευξη των κλιματικών στόχων με κοινωνικά δίκαιο τρόπο».
Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ενισχύσει το ρόλο των συνδικάτων και όχι να συζητά την μείωση της δύναμης και της παρέμβασής τους, βάζοντας στην ατζέντα την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου.
Αντιθέτως πρέπει να καταστήσει πιο ισχυρή την ικανότητα της διαπραγμάτευσης των εκπροσώπων των εργαζομένων και να δώσει τη δυνατότητα, η περαιτέρω ρύθμιση σοβαρών θεμάτων όπως η τηλεργασία, ο χρόνος εργασίας και το κόστος απασχόλησης πέραν του ωραρίου, να προκύψει μέσα από μια συμφωνία στην οποία θα οδηγήσει ένας σοβαρός και ουσιαστικός κοινωνικός διάλογος μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Να είναι το αποτέλεσμα συλλογικών διαπραγματεύσεων οι οποίες πρέπει να πραγματοποιηθούν σε όλα τα επίπεδα.
Διαφορετικά, μονομερείς ρυθμίσεις στην τηλεργασία σε βάρος των εργαζόμενων και απορρύθμιση του ωραρίου προς όφελος των επιχειρήσεων, θα οδηγήσουν σε εργαζόμενους-λάστιχο με μειωμένα δικαιώματα και απόλαβες και θα έχουν σοβαρές δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες για τη χώρα.
Αναμένεται, βέβαια, το πλήρες κείμενο του εργασιακού νομοσχεδίου ώστε να υπάρξει εκτενής συζήτηση πάνω στα επιμέρους θέματα που θα θέτει, τα οποία είναι ούτως ή άλλως εξαιρετικά σοβαρά καθώς καθορίζουν άμεσα τις ζωές των εργαζομένων και των οικογενειών τους και κατ’ επέκταση την πορεία της οικονομίας της χώρας.
* O Γιάννης Πούπκος είναι Οικονομολόγος, Γενικός Σύμβουλος ΓΣΕΕ.