Η κρίση του Μαρτίου του 1987 και η κρίση των Ιμίων στις αρχές του 1996 εντάσσονται στην συνέχεια των ελληνοτουρκικών σχέσεων από τις αρχές της δεκαετίας του 50.
Με επίκεντρο το Κυπριακό και μετά το 1973 την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, οι ελληνοτουρκικές εντάσεις καταγράφονταν ως ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της Συμμαχίας του ΝΑΤΟ, ως παραφωνία στην γραμμή πλεύσης απέναντι στα περιφερειακά προβλήματα που διαμορφωνόταν στο πλαίσιο της Διατλαντικής Σχέσης.
Σε ένα διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον όπου κυριαρχούσε αν όχι η αίσθηση τουλάχιστον η ψευδαίσθηση της σταθεροποίησης στο πλαίσιο μιας μεταψυχροπολεμικής Pax Americana οι εντάσεις και οι παροξυσμικές κορυφώσεις στις Ελληνοτουρκικές Σχέσεις πρόβαλλαν σαν παραφωνία.
Η Κρίση των Ιμίων είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Καταγράφεται χρονικά στα τέλη Ιανουαρίου του 1996, λίγους μήνες μετά την συμφωνία του Ντέιτον που τερμάτισε τον πόλεμο στην Βοσνία και ενάμιση χρόνο μετά την Συμφωνία Ράμπιν –Αραφάτ στο Λευκό Οίκο.
Η παραφωνία ήταν κραυγαλέα για την αμερικανική διαμεσολάβηση: Την ώρα που γίνονταν αποφασιστικά βήματα προς την συνολική επίλυση του Μεσανατολικού και τερματιζόταν η πολεμική σύγκρουση στη Βοσνία η Ουάσιγκτον δεν μπορούσε να πιέσει αποτελεσματικά δύο κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να δρομολογήσουν την εκκαθάριση των διμερών τους εκκρεμοτήτων.
Σήμερα έτη φωτός μοιάζουν να μας χωρίζουν από το παραπάνω τοπίο.
Από παραφωνία στην μεταψυχροπολεμική σταθεροποίηση οι ελληνοτουρκικές εντάσεις αποτελούν σήμερα μία από τις συνιστώσες μιας ευρύτατης περιφερειακής αστάθειας που καταγράφεται στην Νοτιοδυτική Ασία ,την Ευρύτερη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο και την Βόρεια Αφρική.
Η Τουρκία του Ερντογάν, με αφετηρία την εμπλοκή της στην σύγκρουση της Συρίας από τα μέσα του 2011, είναι μέρος της ευρύτερης περιφερειακής αποσταθεροποίησης καθώς δυνάμεις της είναι παρούσες στην Συρία, στο Ιράκ και στην Λιβύη.
Χωρίς να αμφισβητείται η ιδιαίτερη ταυτότητα των ελληνοτουρκικών εντάσεων σήμερα εκ των πραγμάτων είναι και μια πτυχή ενός συνολικού περιφερειακού αναθεωρητισμού της Αγκυρας που υπηρετεί την στρατηγική του Ερντογάν για Νεοοθωμανική Γεωπολιτική Πρωτοκαθεδρία.
Με τα παραπάνω δεδομένα εύλογα τίθεται το ερώτημα αν μπορεί υπάρξει εκκαθάριση των διμερών ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων που να μην εντάσσεται σε μια ευρύτατη δυναμική συνολικής αποσαφήνισης του περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας.
Για παράδειγμα σε ποιο βαθμό η Άγκυρα θα μπορούσε να επιχειρήσει να ισοφαρίσει αναδίπλωση στην Λιβύη και υποχωρήσεις στην Συρία με αντισταθμιστικά οφέλη στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Δίχως υπερβολή η διαμόρφωση ενός ευρύτατου Αντιτουρκικού Μετώπου στον Αραβικό Κόσμο με την στήριξη του Ισραήλ και της Γαλλίας θα μπορούσε να φωτίσει την αναζήτηση εκκαθάρισης των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων σαν ένα μεσολαβητικό βολονταρισμό που είναι υποθηκευμένος από την μεταβλητή της περιφερειακής αστάθειας.
Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος-διεθνολόγος