Η απουσία της μισής Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ από την ψηφοφορία για την άρση ασυλίας του Παύλου Πολάκη και η συνακόλουθη απόρριψη του σχετικού εισαγγελικού αιτήματος στις αρχές του μήνα χαρακτηρίστηκε ορθώς ως η πρώτη κοινοβουλευτική ήττα της κυβέρνησης Μητσοτάκη από την ημέρα της εκλογής της.
Πριν από λίγα 24ωρα, όμως, η κυβέρνηση υπέστη και μια δεύτερη ήττα στη Βουλή. Φοβούμενη το ενδεχόμενο διαρροών στην ψηφοφορία για την κύρωση των τριών διακρατικών συμβάσεων με τη Βόρεια Μακεδονία η ΝΔ αποφάσισε να παραπέμψει τη σχετική συζήτηση στις ελληνικές καλένδες. Ψηφοφορία, βέβαια, δεν διεξήχθη ποτέ. Ούτε καταμετρήθηκαν «ναι», «όχι» και «παρών». Όμως η πολιτική ήττα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν.
Σε αθλητική γλώσσα, η ΝΔ προτίμησε να μην κατέβει καν στο γήπεδο από το να υποστεί απώλειες στην ψηφοφορία ή από το να αναγκαστεί να δώσει απαντήσεις για την αλλαγή στάσης 180 μοιρών που πραγματοποίησε μετά την άνοδό της στην εξουσία. Μένοντας στο αθλητικό γλωσσικό ιδίωμα, θα λέγαμε ότι η ήττα καταγράφηκε «από τα αποδυτήρια» αφού από την πρώτη στιγμή ο πρώην πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, κατέστησε σαφές στη σημερινή ηγεσία της ΝΔ ότι δεν προτίθεται να βάλει την υπογραφή του στην επίσημη, απόλυτη και οριστική νομιμοποίηση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη σημερινή κυβέρνηση.
Μάλιστα, αντίθετα από το έντονο -αλλά στιγμιαίο- «σοκ» που προκάλεσε η υπόθεση Πολάκη, αυτή η δεύτερη ήττα απειλεί να έχει βαθύτερες συνέπειες. Με άλλα λόγια, η απροθυμία της ΝΔ να αντιμετωπίσει κατάματα το παρελθόν της στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών ενδέχεται να της επιφέρει ακόμη περισσότερα κακά. Πολυάριθμοι γαλάζιοι βουλευτές, οι οποίοι εξελέγησαν με την προεκλογική δέσμευση ότι μια κυβέρνηση Μητσοτάκη θα ασκούσε «βέτο» στην ένταξη της Β. Μακεδονίας στην ΕΕ, εύχονται τώρα να μείνουν οι τρεις συμβάσεις στο ψυγείο για να μην τους δουν οι ψηφοφόροι τους να επισπεύδουν με την ψήφο τους την πορεία της γειτονικής χώρας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έτσι η κυβέρνηση δεν αποκλείεται να πειστεί να κρατήσει επ’ αόριστον τις συμβάσεις σε κάποιο συρτάρι της διεύθυνσης νομοθετικού έργου στο Μέγαρο της Βουλής. Με αυτό τον τρόπο θα δώσει, όμως, ένα σαφές σήμα στους εκάστοτε εσωκομματικούς διαφωνούντες ότι μπορούν να καθορίζουν εκείνοι την κυβερνητική ατζέντα. Ακόμη χειρότερο θα είναι, όμως, το μήνυμα που θα δοθεί στη διεθνή κοινότητα. Το κόμμα που ως αξιωματική αντιπολίτευση διατυμπάνιζε ότι θα εξασφάλιζε -με άνεση- πολύ περισσότερα κέρδη από μια διαπραγμάτευση με τη γειτονική χώρα, τώρα ως κυβέρνηση θα δείξει ότι δεν μπορεί να επιτύχει ούτε τη συναίνεση των ίδιων των βουλευτών του σε μια ψηφοφορία. Και αυτό θα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια ακόμη κοινοβουλευτική ήττα.