Στο παρόν σημείωμα θα σκιαγραφήσουμε το «δικαιοκρατικό έλλειμμα» που εντοπίζεται στο πεδίο του κοινοβουλευτικού ελέγχου των παρακολουθήσεων που διενεργεί η ΕΥΠ, επικεντρώνοντας α) στην εξισορρόπηση του ελλείμματος αυτού από το αντίβαρο του κοινοβουλευτικού ελέγχου των μυστικών υπηρεσιών και β) στην κάμψη του «απόρρητου» χαρακτήρα των σχετικών κοινοβουλευτικών συνεδριάσεων, όταν δεν τεκμηριώνονται συγκεκριμένοι λόγοι «εθνικής ασφάλειας» για την επιβολή του δυσμενούς μέτρου των συνακροάσεων, καθώς και στην αδυναμία να αντιταχθεί στα όργανα του κοινοβουλευτικού ελέγχου «απόρρητο» σχετικά με πληροφορίες και στοιχεία του «φακέλου» των παρακολουθήσεων.
Α. Το «δικαιοκρατικό έλλειμμα» και ο εγγυητικός ρόλος της Βουλής
Το άρθρο 19 του Συντάγματος, προκειμένου να προδιαγράψει τις εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, κάνει χρήση του όρου «εθνική ασφάλεια» που αποτελεί αόριστη νομική έννοια, το περιεχόμενο της οποίας εξειδικεύεται με πράξεις του νομοθέτη, της διοίκησης ή του δικαστή. Η συνταγματική θεωρία της Μεταπολίτευσης (Μάνεσης 1978, Αλιβιζάτος 1987, Παυλόπουλος 1988, Τασόπουλος 1993) έχει επανειλημμένα επισημάνει τον κίνδυνο καταχρηστικής επίκλησης της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας», ως λόγου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, στο πλαίσιο μιας διασταλτικής ερμηνείας, ικανής να δικαιολογήσει πρακτικές αυθαίρετης περιστολής αυτού του συνταγματικού δικαιώματος. Η πάγια πρακτική των μυστικών υπηρεσιών επιβεβαιώνει τις δυσοίωνες αυτές εκτιμήσεις, καθώς οι εισαγγελικές διατάξεις που αίρουν το απόρρητο δεν μπαίνουν καν στον κόπο να αναφέρουν τους λόγους «εθνικής ασφάλειας» που θεμελιώνουν το δυσμενές αυτό μέτρο, καθιστώντας ανέφικτο κάθε έλεγχο (δικαστικό ή κοινοβουλευτικό) της τήρησης των συνταγματικών εγγυήσεων άρσης του απορρήτου και ιδίως της τήρησης της κατοχυρωμένης στο Σύνταγμα αρχής της αναλογικότητας κατά την λήψη του μέτρου (εύλογη χρονική διάρκεια και αναγκαίος χαρακτήρας περιορισμών, γνώση της λήξης τους για άσκηση δικαιώματος δικαστικής προστασίας).
Στην πράξη, η επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας για τον περιορισμό του επικοινωνιακού απορρήτου δεν συνοδεύεται από την προσκόμιση στον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό του σχετικού αποδεικτικού υλικού, με αποτέλεσμα στη σχετική απόφασή του[1] να μην καταγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τον κίνδυνο ή την απειλή για την εθνική ασφάλεια. Ο έλεγχος των αποφάσεων αυτών, είτε κοινοβουλευτικός είτε δικαστικός, καταλήγει, έτσι, ελλιπής και ακρωτηριασμένος, λόγω απουσίας συγκεκριμένου πραγματολογικού υλικού, στοιχειοθετώντας ένα ολοφάνερο «δικαιοκρατικό έλλειμμα» που καθιστά επιτακτική την αναζήτηση αξιόπιστων μορφών ελέγχου, με αναγωγή πλέον στις ίδιες τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος. Οι αρχές αυτές υπαγορεύουν, περαιτέρω, μια στάση αυτοσυγκράτησης των κρατικών και πολιτειακών οργάνων τόσο ως προς την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας για την άρση του επικοινωνιακού απορρήτου όσο και για ενδεχόμενη προβολή τους με σκοπό την αποφυγή ή τον περιορισμό του ελέγχου. Τούτο, προκειμένου να εξισορροπούνται οι δικαιοκρατικές εγγυήσεις με την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα και να αποτρέπεται τη καταχρηστική προσφυγή των αρμόδιων αρχών σε περιοριστικά μέτρα.
Το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για την αποτροπή των καταχρηστικών άρσεων του απορρήτου[2], επισημαίνει ότι η έλλειψη δικαστικού ελέγχου δεν στοιχειοθετεί από μόνη της «υπέρβαση του αναγκαίου αποδεκτού μέτρου, σε μια δημοκρατική κοινωνία», εάν υπάρχουν άλλα επαρκή θεσμικά αναχώματα (Παπατόλιας 2017), υποδεικνύοντας ως αντιστάθμισμα την ενεργοποίηση των μηχανισμών του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Υπό μία σημαντική προϋπόθεση, ωστόσο: ότι ο έλεγχος του Κοινοβουλίου είναι «επαρκής» από τη σκοπιά της έκτασης των αρμοδιοτήτων, της αποτελεσματικότητας των ελεγκτικών μέσων και διαδικασιών, αλλά και των δημοκρατικών εγγυήσεων που διασφαλίζουν την αντιπροσωπευτική σύνθεση των αρμόδιων κοινοβουλευτικών οργάνων, μέσα από την ισορροπημένη συμμετοχή των μελών της αντιπολίτευσης.
Η πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ υποδεικνύει, επίσης, ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος εκπληρώνει επαρκώς τον εγγυητικό του ρόλο για την a posteriori διακρίβωση της νομιμότητας των άρσεων, μόνο όταν λειτουργεί ένα αξιόπιστο σύστημα λογοδοσίας της επιχειρησιακής διοίκησης και του αρμόδιου υπουργού ενώπιον του κοινοβουλίου και όχι όταν αντιμετωπίζεται ως μια μορφή «χαλαρής υποχρέωσης» για μια ακίνδυνη «γενικού τύπου» ενημέρωση (όχι συγκεκριμένη και εξατομικευμένη). Ένας άνευρος και αναποτελεσματικός κοινοβουλευτικός έλεγχος, που δεν διασφαλίζει την «διακρίβωση του lege artis χειρισμού των κατ’ εξοχήν, ευαίσθητων ζητημάτων που αυτονοήτως, κάθε άρση εγείρει» (Παπανικολάου 2020, 19), δεν αποτελεί αξιόπιστο μέσο δημοκρατικής λογοδοσίας και περιορισμού της αυθαιρεσίας και επιβάλλει την αναζήτηση πρόσθετων εγγυήσεων για την εμβάθυνση του ελέγχου στο πεδίο του απορρήτου. Η δε ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του κοινοβουλευτικού δικαίου πρέπει να υπακούει σε αυτό το πιεστικό δικαιο-πολιτικό ζητούμενο, που απορρέει από τη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου (Παλαμιώτης-Παπατόλιας 2022). Άλλως ειπείν, οι ανάγκες της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας και το εύρος των ανέλεγκτων ενεργειών δεν πρέπει να οδηγούν σε πλήρη αυτονόμηση και «στεγανοποίηση του πεδίου» έναντι κάθε αποτελεσματικού ελέγχου άλλων οργάνων, που θα εγκαθιστούσε μια «διαρκή πηγή διακινδύνευσης για τη δημοκρατία» (Παπανικολάου 2022).
Σε τελική ανάλυση, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των μυστικών υπηρεσιών παραμένει όχι μόνο το έσχατο αλλά και το μοναδικό καταφύγιο για την προστασία των θιγόμενων δικαιωμάτων, καθώς η έλλειψη αιτιολογίας καθιστά ανέφικτο τον a posteriori δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας των συντελεσμένων άρσεων του απορρήτου και αδύνατη την εκτίμηση της αναλογικότητας του επαχθούς μέτρου. Το γεγονός αυτό τελεί φυσικά σε γνώση των αρμοδίων οργάνων, ενισχύοντας την αίσθηση ότι στην ελληνική έννομη τάξη η επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας» συνιστά σαφώς «ασφαλέστερη επιλογή» για την άρση του απορρήτου σε σχέση με τη διακρίβωση των περιοριστικά στον νόμο απαριθμούμενων εγκλημάτων, ακριβώς επειδή αποκλείει κάθε έλεγχο της βασιμότητας των λόγων που επιβάλλουν την άρση. Αυτή η παθογένεια δεν μπορεί πλέον να γίνεται ανεκτή σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου.
Στη χώρα μας, ο ν. 2225/1994, ως εκτελεστικός της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ., οργανώνοντας τις εγγυήσεις για την προστασία του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου, είχε επιφυλάξει έναν καθοριστικό ρόλο στο αντίβαρο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, προβλέποντας ρητά την άμεση και σε «κάθε περίπτωση» ενημέρωση του Προέδρου της Βουλής και των αρχηγών των κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο για κάθε περίπτωση άρσης του απορρήτου. Στο σύστημα αυτό η Βουλή πρόβαλλε αρχικά ως ο μοναδικός «συνταγματικός φύλακας» του απορρήτου και στη συνέχεια με την πρόβλεψη της ΑΔΑΕ στην αναθεώρηση του 2001 ως «ο βασικός θεσμικός εγγυητής του» (Βενιζέλος 2022) σε συνεργασία με την Ανεξάρτητη Αρχή που ορίζει η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής και ελέγχει κοινοβουλευτικά η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας.
Β. Η κάμψη του «απορρήτου» των συνεδριάσεων και των πληροφοριών στις διαδικασίες κοινοβουλευτικού ελέγχου της ΕΥΠ
Πριν από την επίσημη παραδοχή για την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, μεγάλος θόρυβος είχε προκληθεί από φερόμενη σχετική δήλωση του πρώην Διοικητή της Ε.Υ.Π. σε συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής που έλαβε χώρα κεκλεισμένων των θυρών. Κυβερνητικές πηγές σχολίαζαν τότε ότι η εν λόγω δήλωση δεν μπορεί να διαψευστεί ή να επιβεβαιωθεί, καθώς η συνεδρίαση χαρακτηρίζεται «απόρρητη» από τον Κανονισμό της Βουλής. Ο απόρρητος χαρακτήρας της συνεδρίασης αξιοποιήθηκε εν προκειμένω ως μέσο αποφυγής της διάψευσης ή της επιβεβαίωσης συγκεκριμένων γεγονότων, ικανών να θεμελιώσουν πράξεις ή παραλείψεις κρατικών υπηρεσιών. Παρόμοιος υπαινιγμός περί διεξαγωγής κοινοβουλευτικού ελέγχου σε καθεστώς απορρήτου διατυπώθηκε και στην αρχική δήλωση του Πρωθυπουργού, στην οποία αναφέρεται ότι «η κυβέρνηση συμφώνησε αμέσως στην σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία προφανώς και θα λειτουργήσει υπό συνθήκες που η φύση του αντικειμένου που θα ερευνήσει επιβάλλει. Γιατί μία τέτοια υπεύθυνη διαδικασία δεν μπορεί, δεν πρέπει να μετατραπεί σε κατασκοπευτικό σήριαλ προς κομματική κατανάλωση».
Το «απόρρητο» των συνεδριάσεων
Σχετικά με τον κοινοβουλευτικό έλεγχο επί της Ε.Υ.Π. το άρθρο 43Α ΚτΒ διαλαμβάνει τα εξής: «Επίσης στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας ανήκει ο κοινοβουλευτικός έλεγχος για τα ζητήματα που αφορούν τη δραστηριότητα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.). Η Κυβέρνηση οφείλει, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε ύστερα από αίτημα της Επιτροπής, να ενημερώνει την Επιτροπή για τη δραστηριότητα της Ε.Υ.Π., εκτός αν συντρέχουν λόγοι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος ή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τους οποίους ο αρμόδιος Υπουργός εκθέτει στην Επιτροπή. Η Επιτροπή μπορεί να καλεί σε ακρόαση και τον Διοικητή της Ε.Υ.Π., παρουσία του αρμόδιου Υπουργού[3]. Οι συζητήσεις για τη δραστηριότητα της Ε.Υ.Π. είναι απόρρητες και τα μέλη της δεσμεύονται να τηρούν το απόρρητο αυτό και μετά τη λήξη της θητείας τους. Η Επιτροπή μπορεί να δημοσιεύει τα πορίσματα του ελέγχου της, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη την, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωση τήρησης του απορρήτου».
Η άποψη ότι το εν λόγω απόρρητο καταλαμβάνει αδιακρίτως κάθε υπόθεση που σχετίζεται με την Ε.Υ.Π., ακόμη και αυτές που αφορούν τυχόν παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων από την συγκεκριμένη υπηρεσία, είναι απολύτως εσφαλμένη. Τούτο διότι ratio του απορρήτου των συνεδριάσεων δεν θα μπορούσε να είναι η δημιουργία συνθηκών αποσιώπησης της παραβίασης κατοχυρωμένων συνταγματικών δικαιωμάτων, που διώκεται ποινικά, αλλά η προστασία της «εθνικής ασφάλειας» ή της «δημόσιας τάξης» (όπως αυτή εκφράζεται ειδικότερα μέσω της «διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων»), των ίδιων δηλαδή «γενικών αγαθών», στα οποία εκ του Συντάγματος θεμελιώνονται οι λόγοι περιορισμού του απορρήτου των επικοινωνιών. Αν δεν υφίσταται λόγος εθνικής ασφάλειας ή ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα που να επιτάσσει την άρση του απορρήτου, τότε και η παρακολούθηση είναι παράνομη κατά το Σύνταγμα και ελλείπει η δικαιολογητική βάση για το απόρρητο του άρθρου 43Α του ΚτΒ, με αποτέλεσμα αυτό να αίρεται, κατά τελολογική και λογική αναγκαιότητα. Η θέση αυτή ενισχύεται και από τη γραμματική διατύπωση των νομοθετικών περιορισμών του δικαιώματος στην πληροφόρηση κατά το άρθρο 5Α Συντ., οι οποίοι επιβάλλονται «μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων».
Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα αποτελούσε καταστρατήγηση της τελολογίας του εν λόγω απορρήτου, καθώς ναι μεν δεν θα αντέβαινε στο «γράμμα» της διάταξης του Κανονισμού, πλην όμως θα δικαιολογούσε σκοπούς ξένους με εκείνους για τους οποίους θεσπίστηκε, ενώ τη ίδια στιγμή θα περιόριζε ανεπίτρεπτα τη δυνατότητα άσκησης ουσιαστικού κοινοβουλευτικού ελέγχου επί των επίμαχων συνταγματικών παραβιάσεων. Η παρέκκλιση αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστούμε ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των μυστικών υπηρεσιών αποτελεί διεθνώς την πιο αξιόπιστη εγγύηση δημοκρατικού ελέγχου και αποτροπής των αυθαιρεσιών. Αυτή η «καλή πρακτική», ωστόσο, δεν αναδεικνύεται στην επιχειρηματολογία της πλειοψηφίας που προσφεύγει συχνά στην επίκληση του οργανωτικού μοντέλου του «Λευκού Οίκου», υπαινισσόμενη ότι ο Πρωθυπουργός διαθέτει στο Επιτελικό Κράτος όλες τις «υπερεξουσίες» του Αμερικανού Προέδρου, χωρίς όμως να περιορίζεται από τα αντίστοιχα ελεγκτικά «αντίβαρα», όπως αυτό του πανίσχυρου Κογκρέσου.
Η ερμηνεία που προκρίνουμε (Παπατόλιας 2022) συνάδει, επίσης, πλήρως και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, για την οποία οι μυστικές παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας πρέπει να τεκμηριώνονται ως «αυστηρά αναγκαίες» αλλά και αναπότρεπτες στο πλαίσιο της δημοκρατικής κοινωνίας, προκειμένου να αποκτηθούν ζωτικές πληροφορίες εν όψει συγκεκριμένης επιχειρησιακής διερεύνησης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, τα μέτρα λαμβάνονται καταχρηστικά από τις αρχές και δεν εμπίπτουν στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς που ισχύει για τις πραγματικά «νόμιμες επισυνδέσεις».
Εν όψει των ανωτέρω, η Ε.Υ.Π. όφειλε να προσκομίσει τα απαραίτητα στοιχεία τεκμηρίωσης των επισυνδέσεων σε μια αρχική «απόρρητη» συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και εφόσον στη συνεδρίαση αυτή διαπιστωνόταν, μετά από ενδελεχή έλεγχο, ότι διενεργούνταν παρακολουθήσεις προσώπων που δεν επιτάσσονταν από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο 19 παρ. 1 Συντ. λόγους, τότε το απόρρητο έπρεπε να αρθεί και να επιτευχθούν συνθήκες πλήρους δημοσιότητας. Με άλλα λόγια, η αρχή της «διαφάνειας» κάμπτεται μεν αυτονοήτως κατά τον χρόνο που συγκεκριμένοι λόγοι «εθνικής ασφάλειας» επιτάσσουν περιορισμένη δημοσιότητα, πλην όμως επανέρχεται άθικτη, ενισχυμένη μάλιστα από το συνταγματικό «δικαίωμα στην πληροφόρηση» (άρθρο 5Α παρ.2 Συντ.), όταν οι λόγοι αυτοί εκλείψουν ή περιοριστούν (καθώς η άρση επιδέχεται διαβαθμίσεις) ή, τέλος, αποδειχθεί εκ των υστέρων ότι προβλήθηκαν καταχρηστικά.
Αυτά σύμφωνα με μία αμιγώς «νομική», υπό την έννοια της «νομικής δογματικής», προσέγγιση των ζητημάτων. Αλλά και από δικαιοπολιτική άποψη, η σε βάθος δημόσια διερεύνηση αυτής της «βιομηχανίας παρακολουθήσεων» με την επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας» φαίνεται ότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τον εντοπισμό και την εκρίζωση αδιαφανών μηχανισμών εξυπηρέτησης ιδιοτελών σκοπιμοτήτων που συνεχίζουν να λειτουργούν στην Ελλάδα στο «ημίφως» της εκτελεστικής εξουσίας, νοθεύοντας τα δημοκρατικά και δικαιοκρατικά χαρακτηριστικά του πολιτεύματός μας. Η διεξαγωγή ενός μίζερου και λειψού κοινοβουλευτικού ελέγχου υπό το κράτος αμφισβητούμενων και αλληλοαντικρουόμενων διαρροών, που παράγουν σύγχυση στη δημόσια σφαίρα, ενισχύοντας την αίσθηση της αδιαφάνειας και υποδαυλίζοντας κάθε είδους συνωμοσιολογίες και παραφιλολογίες, μάλλον επιζήμια είναι για τη λειτουργία της δημοκρατίας μας. Τούτο διότι, παρατείνεται η τραυματική αίσθηση μιας θεσμικής-πολιτειακής εκκρεμότητας, ενώ επιτείνεται και η κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών ως προς τη διαχείριση ευαίσθητων ηθικο-πολιτικών ζητημάτων, που αφορούν τα ίδια τα θεμέλια της έννομης τάξης.
Το «απόρρητο» των πληροφοριών
Η επίκληση του «απόρρητου» χαρακτήρα των πληροφοριών από τα άμεσα εμπλεκόμενα αρμόδια πρόσωπα, στον βαθμό που δηλώνει την άρνησή τους να συνεργαστούν με τα κοινοβουλευτικά όργανα για την εκπλήρωση της ελεγκτικής αποστολής του Κοινοβουλίου στα πεπραγμένα της ΕΥΠ είναι αντίθετη και προς το Σύνταγμα και προς τον Κανονισμό της Βουλής. Στην πραγματικότητα, οδηγεί σε νομικό και λογικό absurdum καθώς, εάν όντως μπορούσε να αντιταχθεί τέτοιο απόρρητο στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, τότε τι νόημα θα είχε η πρόβλεψη του κοινοβουλευτικού ελέγχου επί της ΕΥΠ μέσω της Επιτροπής αυτής; Πώς θα εκπληρωνόταν ο σκοπός του ελέγχου, όταν η ίδια η ελεγχόμενη υπηρεσία ή οι άλλοι υπηρεσιακοί ή πολιτικοί παράγοντες που εποπτεύουν τη λειτουργία τους, μπορούσαν αδιακρίτως και κατά το δοκούν να επικαλούνται «απόρρητο» για να διαφύγουν από κάθε λογοδοσία[4]; Άλλωστε, αν ο Κανονισμός ήθελε να προβλέψει μια τόσο σημαντική εξαίρεση από την υποχρέωση συνεργασίας και παροχής πληροφοριών στο αρμόδιο ελεγκτικό όργανο, ικανή να ματαιώσει κάθε ελεγκτικό αντίβαρο επί των μυστικών υπηρεσιών, θα την ενέτασσε ρητά στο ειδικό καθεστώς του άρθρου 43Α με την προσθήκη έστω κάποιων υποτυπωδών εγγυήσεων και δεν θα άφηνε παντελώς αρρύθμιστη τη δυνατότητα διοικητικών και μετακλητών υπαλλήλων για άρνηση συνεργασίας με τα όργανα της Εθνικής Αντιπροσωπείας.
Τα αρμόδια διοικητικά στελέχη της ΕΥΠ, καθώς και οι «μετακλητοί» υπάλληλοι της Προεδρίας της Κυβέρνησης που ασκούν εποπτεία στη λειτουργία της, μετά από μεταβίβαση της σχετικής αρμοδιότητας εκ μέρους του Πρωθυπουργού (Παλαμιώτης-Παπατόλιας 2022), έχουν, επομένως, την υποχρέωση στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου της ΕΥΠ να καταθέσουν στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, την αίτηση της Δημόσιας Αρχής που ζήτησε την άρση του απορρήτου, καθώς και τη διάταξη της εισαγγελέως, η οποία πρέπει να περιέχει τον σκοπό της επιβολής του μέτρου (άρθρο 5 παρ.1 Ν.2225/1994). Η δε αποσπασμένη στην ΕΥΠ εισαγγελέας (άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3649/2008), που χορήγησε την άδεια άρσης του απορρήτου, θα πρέπει να εξηγήσει στην Επιτροπή σε ποιο βαθμό συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έκδοση της διάταξης και να παρουσιάσει έστω και συνοπτικά τους λόγους και τις σοβαρές ενδείξεις που θεμελιώνουν την «ουσιαστική νομιμότητα» της παρακολούθησης, πέραν της «τυπικής πληρότητας» των αναγκαίων υπηρεσιακών υπογραφών. Τούτο διότι η συμμετοχή Εισαγγελέα στη διαδικασία άρσης του απορρήτου δεν επιτελεί απλώς μια συμβολική ή νομιμοποιητική λειτουργία, αλλά εκπληρώνει τον σημαίνοντα εγγυητικό ρόλο[5], που του εμπιστεύεται το Σύνταγμα με την «επιφύλαξη νόμου» του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ. για την οργάνωση των εγγυήσεων άρσης του απορρήτου.
Θα είχε νόημα, εξάλλου, στο σημείο αυτό να συγκρίνουμε αυτή την ιδιότυπη «άρνηση» με την αντίστοιχη άρνηση των διοικητικών οργάνων να αποστείλουν στα αρμόδια δικαστήρια στοιχεία ενός φακέλου επικαλούμενα λόγους απορρήτου. Όπως σημειώνει ο Σπ. Βλαχόπουλος (2021), το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι θα πρέπει να προβλεφθούν μηχανισμοί, με τους οποίους ένα δικαστήριο θα αποκτά πρόσβαση στα απόρρητα έγγραφα και θα ελέγχει εάν είναι δικαιολογημένη ή όχι η άρνηση της διοίκησης να αποστείλει στοιχεία του φακέλου για λόγους απορρήτου. Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του γερμανικού Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προβλέποντας πλέον μια «μη δημόσια» διαδικασία για τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της άρνησης της διοίκησης να αποστείλει τα σχετικά έγγραφα στο δικαστήριο.
Είναι εξίσου χαρακτηριστική και η εγχώρια νομολογία, όταν κλήθηκε να εξισορροπήσει (ΣτΕ 4600/2005) από τη μια, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και τη συναφή δυνατότητα του διαδίκου να αντικρούσει τα επιχειρήματα του αντιδίκου του μετά από πρόσβαση στα στοιχεία που θεμελιώνουν ένα σε βάρος του δυσμενές μέτρο και από την άλλη, την ανάγκη προστασίας απόρρητων στοιχείων που ανάγονται στην εθνική ασφάλεια και δεν θα έπρεπε να αποκαλυφθούν σε ένα δικαστήριο. Το δικαστήριο έκρινε ότι η μη αποστολή των εγγράφων, που χαρακτηρίζονται «απόρρητα» από τη διοίκηση οδηγεί σε ματαίωση του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας. Στο πλαίσιο αυτό εκτίμησε ότι θα πρέπει να ελέγχεται από τον δικαστή εάν πρόκειται πράγματι για έγγραφα που δικαιολογούν αυτό τον χαρακτηρισμό, ώστε να αποτρέπεται η καταχρηστική επίκληση του «απορρήτου» και να μην καθίστανται πλήρως ανέλεγκτες ορισμένες διοικητικές πράξεις της, ακόμα και όταν δεν τίθεται κανένα ζήτημα «εθνικής ασφάλειας». Κατά το ΣτΕ, η εύλογη αναγκαιότητα διαφύλαξης των κρατικών απορρήτων διασφαλίζεται αποτελεσματικά στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού ελέγχου νομιμότητας, καθώς εάν κριθεί ότι πρόκειται πράγματι για «απόρρητα έγγραφα», τότε ούτε ο διοικούμενος θα λάβει γνώση για το περιεχόμενό τους ούτε αυτά θα παρατεθούν στην αιτιολογία της δικαστικής απόφασης. Η άμβλυνση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και η υποχώρηση της συνταγματικής υποχρέωσης περί ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κάθε δικαστικής απόφασης (άρθρο 93 παρ. 3 Συντ.) δικαιολογούνται, έτσι, από την ουσιαστική εκτίμηση των λόγων «εθνικής ασφάλειας» που θεμελιώνουν τον απόρρητο χαρακτήρα των στοιχείων που συμπεριλαμβάνονται στον υπό εξέταση φάκελο[6].
Το ότι η εισαγγελική διάταξη άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν περιλαμβάνει το όνομα του προσώπου ή την αιτιολογία της άρσης, δεν σημαίνει, εξάλλου, ότι και η σχετική εισήγηση της υπηρεσίας προς τον εισαγγελικό λειτουργό δεν περιέχει το όνομα ή την αιτιολογία του μέτρου, εξειδικεύοντας, έστω και υποτυπωδώς τους «λόγους εθνικής ασφάλειας». Η «απόρρητη» αυτή εισήγηση αποτελεί στοιχείο που τίθεται υπόψη αφενός της ΑΔΑΕ για να ασκήσει τον εκ του Συντάγματος ελεγκτικό και εγγυητικό της ρόλο και αφετέρου των κοινοβουλευτικών οργάνων που ασκούν εκ παραλλήλου την ελεγκτική τους αποστολή, δεσμευόμενα αμφότερα για την τήρηση του απορρήτου σχετικά με τα στοιχεία που τίθενται υπόψη τους στο πλαίσιο του ελέγχου. Ας μη λησμονούμε ότι ο ρόλος της ΑΔΑΕ, της Ανεξάρτητης Αρχής στην οποία το Σύνταγμα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 19 εμπιστεύεται εν συνόλω την προστασία του δικαιώματος, έγκειται ακριβώς στο να παρέχει περαιτέρω εχέγγυα σε περίπτωση άρσης του απορρήτου, ασκώντας, μεταξύ άλλων, την αρμοδιότητα του ελέγχου της τήρησης των όρων και της διαδικασίας της άρσης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν νοείται να αντιταχθεί και έναντι της ΑΔΑΕ, που κατά τον οργανισμό της «εξετάζει τη νομιμότητα των εντολών άρσεως του απορρήτου» (άρθρο 10), η προβολή του ανωτέρω «απορρήτου» για άρνηση πρόσβασης στα στοιχεία του υπηρεσιακού φακέλου που θεμελιώνουν το αίτημα για άρση[7]. Ο Πρόεδρος, όμως, της Α.Δ.Α.Ε. (άρθρο 5 του ν. 2225/1994, όπως ισχύει), έχει την υποχρέωση να ενημερώνει «σε κάθε περίπτωση» τον Πρόεδρο της Βουλής και τους αρχηγούς των κομμάτων, που εκπροσωπούνται στη Βουλή, καθώς και να κοινοποιεί τη διάταξη («όλο το κείμενο της διάταξης» κατά νόμο) για την άρση του απορρήτου στον Υπουργό Δικαιοσύνης[8]. Από όλο το πλέγμα των διατάξεων, συνταγματικών και νομοθετικών, συνάγεται, επομένως, ο καταχρηστικός και παράνομος χαρακτήρας της επίκλησης «απορρήτου» στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Τέλος, αν η άρνηση αποστολής απόρρητων στοιχείων στο δικαστήριο υποδηλώνει μια αδικαιολόγητη έλλειψη εμπιστοσύνης στον δικαστή, που δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται «ως εν δυνάμει «εχθρός» του Κράτους, στον οποίο δεν πρέπει να αποκαλυφθούν κρατικά μυστικά» (Βλαχόπουλος 2021) το ίδιο ισχύει και για τους αρμόδιους θεσμούς του Κοινοβουλίου, που διεθνώς αξιολογούνται ως τα πιο αξιόπιστα ελεγκτικά αντίβαρα στις αυθαιρεσίες των μυστικών υπηρεσιών και δεν είναι νοητή έναντί τους η καχυποψία για το εάν ο έλεγχός τους αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Η δυσπιστία στα κοινοβουλευτικά όργανα και εν τέλει η ματαίωση του ελεγκτικού ρόλου της Βουλής με την καταχρηστική επίκληση του «απορρήτου» των πληροφοριών που δικαιολογούν τις επισυνδέσεις περισσότερο συνάδει με τις ιδεολογικές προκείμενες του «αντικοινοβουλευτικού λαϊκισμού», υπό την ακραία «συντηρητική» εκδοχή του, παρά με τις εγγενείς δημοκρατικές εγγυήσεις του κοινοβουλευτικού μας συστήματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλιβιζάτος Ν. (1987) Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, Αθήνα, Σάκκουλας.
Βενιζέλος Ευ. (2022) «Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των πολιτικών προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας- Η υπόθεση Ανδρουλάκη» in https://www.constitutionalism.gr/ta-sintagmatika-oria-stin-arsi-tou-tilefvnikou-aporritou-ton-politon-ipothesi-androulaki/04.09.2022.
Βλαχόπουλος, Σ. (2021) «Το απόρρητο εθνικής ασφάλειας στη διοικητική δικονομία», Εισήγηση στην ημερίδα της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, 2-12-2021 in https://www.esdi.gr/wp-content/uploads/images/stories/pdf/epimorfosi/2021/vlachopoulosdikpdf
Μάνεσης, Α., (1978) Συνταγματικά Δικαιώματα, τ. α’, Ατομικές Ελευθερίες, 4η Έκδοση, Σάκκουλας, Αθήνα –Θεσσαλονίκη.
Παπανικολάου Α (2020) «Περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης, απόρρητης επικοινωνίας: επίκαιρες σκέψεις για ένα διαχρονικό δίλημμα», in http://www.adae.gr/fileadmin/docs/2020-07-papanikolaou-katerina-aporrito-epikoinonias_01.pdf.
Παπανικολάου Α (2022) «Άρση του επικοινωνιακού απορρήτου και υποχρέωση γνωστοποίησης: ένα δικαιοκρατικό ζήτημα σε εκκρεμότητα», Επιθεώρηση Δημόσιας Διοίκησης – διαθέσιμο in “Άρση του Επικοινωνιακού Απορρήτου και Υποχρέωση Γνωστοποίησης. Ένα Δικαιοκρατικό Ζήτημα σε Εκκρεμότητα” (unic.ac.cy) -.
Παπατόλιας Α. (2022) «Γιατί πρέπει να καμφθεί το «απόρρητο» των κοινοβουλευτικών συνεδριάσεων» in https://www.ieidiseis.gr/opinions/160936/apostolos-papatolias-giati-prepei-na-kamfthei-to-aporrito-ton-koinovouleftikon-synedriaseon/31.Ο8.2022.
Παπατόλιας Α. (2017) «Συνταγματική αναθεώρηση και εξισορρόπηση του συστήματος διακυβέρνησης», ΕΔΔΔΔ-3/2017, σ. 587 επ.
Παλαμιώτης, Φ. – Παπατόλιας, Α. (2022) «Το Σύνταγμα στη δίνη των υποκλοπών». Συνταγματικές και δικαιο-πολιτικές όψεις της υπόθεσης των παρακολουθήσεων» in https://www.constitutionalism.gr/to–syntagma–sti–dini–ton–ypoklopon/23.08.2022.
Παυλόπουλος Π. (1988), «Τεχνολογική εξέλιξη και συνταγματικά δικαιώματα. Οι σύγχρονες περιπέτειες του απορρήτου των ανταποκρίσεων», in ΝοΒ, 1988, σ. 1511 επ.
Τασόπουλος Γ. (1993) «Ζητήματα προστασίας του απορρήτου και ελευθερίας του τύπου κατά το άρθρο 370ΠΚ», Υπεράσπιση, 1993, σ. 1449 επ.
Χρυσόγονος K./ Βλαχόπουλος, Σ. (2017) Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η Έκδοση, Αθήνα, Σάκκουλας.
[1] Το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2225/1994, προκειμένου για την άρση του απορρήτου προβλέπει αίτημα δικαστικής ή άλλης πολιτικής, στρατιωτικής ή αστυνομικής δημόσιας αρχής και διάταξη Εισαγγελέα, η οποία εκδίδεται εντός εικοσιτεσσάρων (24) ωρών από την περιέλευση του αιτήματος σε αυτόν. Στο σώμα της εισαγγελικής διάταξης πρέπει να καταγράφονται ρητώς α) το όργανο που διατάσσει την άρση, β) η δημόσια αρχή ή ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής που ζητούν την επιβολή της άρσης,
γ) ο σκοπός της επιβολής της άρσης, δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ε) η εδαφική έκταση εφαρμογής και η χρονική διάρκεια της άρσης και στ) η ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.
[2] Βλ. την αφετηριακή απόφαση του ΕΔΔΑ, Klass and others v. Germany, 6 September 1978, παρ. 41.
[3] Όπως προκύπτει, ο Υπουργός έχει την επιλογή ακόμη και να αποστεί από την ενημέρωση της Επιτροπής.
[4] Όπως συνοψίζει ο Ε. Βενιζέλος (2022) «το σχετικό απόρρητο δεν αντιτάσσεται σε αυτά, αλλιώς ο ελεγχόμενος θα διέφευγε εξ ορισμού κάθε ελέγχου χαρακτηρίζοντας ο ίδιος τις ενέργειες του απόρρητες και η όλη διαδικασία περιορισμού θεμελιώδους δικαιώματος θα παρέμενε χωρίς δικαστικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο και χωρίς θεσμικά αντίβαρα».
[5] Ενώ για την άρση του απορρήτου με σκοπό την διακρίβωση εγκλημάτων, ο νόμος απαιτεί συγκεκριμένη αιτιολογία, προκειμένου για λόγους «εθνικής ασφάλειας» τέτοια αιτιολογία δεν απαιτείται (άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 2225/1994). Η διαφορετική αυτή μεταχείριση ενισχύει την άποψη ότι η έγκριση του Εισαγγελέα Εφετών, όταν προβάλλονται λόγοι «εθνικής ασφάλειας», παρέχει ένα εντελώς «τυπικό περίβλημα» νομιμότητας, καθώς δεν προβλέπεται ούτε η περιγραφή των λόγων αυτών ούτε η αναγραφή στην διάταξη του ονόματος του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων επιβάλλεται το δυσμενές μέτρο. Βεβαίως, ο Εισαγγελέας αποσπάται, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, στην ΕΥΠ, πρωτίστως για να ελέγχει τη νομιμότητα των ενεργειών αυτής της Αρχής. Στο πλαίσιο αυτής της ιδιαίτερα ευαίσθητης θεσμικής αποστολής του, δεν μπορεί παρά να ελέγχει με ιδιαίτερη προσοχή, τη βασιμότητα και τη σοβαρότητα του κινδύνου εθνικής ασφάλειας που επικαλείται η αιτούσα αρχή και να ερμηνεύει όλες τα στοιχεία ή τις ενδείξεις που τίθενται υπόψη του με βάση την αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, όπως αυτές εξειδικεύονται στη νομολογία των εθνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Το καθήκον ενός τέτοιου ουσιαστικού ελέγχου, ανεξάρτητα από το αν ο εισαγγελικός λειτουργός έχει την τεχνοκρατική επάρκεια μιας πλήρως εμπεριστατωμένης έρευνας, δύσκολα συμβιβάζεται με την εικόνα ενός «ιδρυματικού εισαγγελέα» που υπογράφει σχεδόν μηχανικά τη διάταξη, επιτελώντας κατ’ ουσίαν ένα καθήκον απλής «διοικητικής διεκπεραίωσης» ή έστω «τυπικού-διαδικαστικού» ελέγχου του αριθμού των υπογραφών των υπηρεσιακών παραγόντων που αιτούνται την άρση.
[6] Με έναν παρόμοιο «ενδιάμεσο» και «συμβιβαστικό» τρόπο, θα μπορούσε να επιλυθεί το ζήτημα της επίκλησης του «απορρήτου» και στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου της ΕΥΠ, στο πλαίσιο μιας προκαταρκτικής συνεδρίασης που θα αξιολογούσε τη βασιμότητα του «απορρήτου» σε συνάρτηση με την ουσιαστική εκτίμηση των λόγων «εθνικής ασφάλειας», έστω και υπαινικτικά διατυπωμένων, που δικαιολογούν τις παρακολουθήσεις.
[7] Η Αρχή διατηρεί το δικαίωμά της να αξιοποιήσει τα στοιχεία αυτά για να επιβάλλει κυρώσεις κατά της ΕΥΠ, η οποία εμπίπτει, κατά νόμο, στον έλεγχο της ΑΔΑΕ. Η θέση αυτή είναι συμβατή και με την πρόβλεψη του ν. 3115/2003, όπου ορίζεται ότι «η ΑΔΑΕ υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών». Έτσι, πχ. στην υποθετική περίπτωση που δεν εντοπίζονται καν στοιχεία στον υπηρεσιακό φάκελο που είχε τεθεί υπόψη της εισαγγελικής αρχής, ο έλεγχος της ΑΔΑΕ δεν θα αποτελούσε αθέμιτη υποκατάσταση της ουσιαστικής κρίσης του αρμόδιου δικαστικού οργάνου, αλλά διαπίστωση της απουσίας των νόμιμων προϋποθέσεων για την εποβολή ενός περιοριστικού μέτρου. Αντιθέτως, ανεπίτρεπτη υποκατάσταση θα συνιστούσε τυχόν διαφορετική εκτίμηση της ΑΔΑΕ ως προς τη στοιχειοθέτηση του κινδύνου σε βάρος της εθνικής ασφάλειας (Παπανικολάου 2022).
[8] Ο Ε. Βενιζέλος (2022γ) παρατηρεί ότι «η πρόβλεψη της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994 δεν τροποποιήθηκε με το άρθρο 87 ν. 4790/2021 που απαγόρευσε στην ΑΔΑΕ να ενημερώνει μετά το πέρας της παρακολούθησης αυτόν που υπέστη άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας», σημειώνοντας, παράλληλα ότι «στην πράξη η υποχρέωση κοινοποίησης του σώματος κάθε διάταξης στον Υπουργό Δικαιοσύνης ατόνησε γιατί το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν μπορούσε να διαχειριστεί τον όγκο των εγγράφων», ενώ «η υποχρέωση ενημέρωσης «σε κάθε περίπτωση» του Προέδρου της Βουλής και των προέδρων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή θεωρήθηκε ότι καλύπτεται από την κοινοποίηση της ετήσιας έκθεσης της ΑΔΑΕ που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία άρσεων απορρήτου».
(Ο Απόστολος Ι. Παπατόλιας είναι Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Nanterre – Σύμβουλος ΑΣΕΠ – Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το www.constitutionalism.gr)