Η Γερμανική Προεδρία στο δεύτερο εξάμηνο του 2020 θα περάσει στην Ιστορία ως κραυγαλέα αντίστιξη υψηλών προσδοκιών και πενιχρών αποτελεσμάτων.
Σήμερα το δεύτερο κύμα της Πανδημίας επιβάλλει αποφασιστικά βήματα στην Ευρωζώνη για τα οποία με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχει η απαιτούμενη πολιτική βούληση στο Βερολίνο.
Όσοι βιάστηκαν τον περασμένο Μάιο να καταγράψουν την κοινή πρόταση Μέρκελ-Μακρόν για το Ταμείο Ανάκαμψης σαν πιστοποίηση αποφασιστικής στροφής της πολιτικής του Βερολίνου στην Ευρωζώνη συνειδητοποιούν το λάθος τους.
Το Βερολίνο δέχθηκε να πατηθούν οι κόκκινες γραμμές της μεταφοράς πόρων και της αμοιβαιοποίησης του κινδύνου εντός της Ευρωζώνης ως προσωρινή πολιτική ειδικού σκοπού, με την επιστροφή στην κανονικότητα της μόνιμης δημοσιονομικής περιοριστικής πολιτικής να προεξοφλείται ως αυτονόητη και δεδομένη.
Με τα παραπάνω δεδομένα το Βερολίνο υποχρεώθηκε στην συνέχεια να διαπραγματευθεί τον τελικό συμβιβασμό με τους Φειδωλούς του Βορρά και τώρα προσπαθεί να αντιμετωπίσει το αδιέξοδο που προέκυψε από το Βέτο της Ουγγαρίας και της Πολωνίας στον Κοινοτικό Προϋπολογισμό στον οποίο περιλαμβάνεται το σύνολο των εκταμιεύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Με άλλα λόγια αν το Ταμείο Ανάκαμψης είχε συσταθεί στο πλαίσιο της φόρμουλας της Ενισχυμένης Συνεργασίας η Γερμανική Προεδρία θα είχε διασφαλίσει την λειτουργία του.
Έτσι, όμηρος του ευρωπαϊκοί μινιμαλισμού του Βορρά και της Ανατολής, η Ευρωζώνη δεν μπορεί ούτε να συζητήσει την πρόταση της Ρώμης προς την ΕΚΤ για απορρόφηση στο διηνεκές του κρατικού χρέους που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες αντιμετώπισης της Πανδημίας.
Έτσι με δεδομένη την αδυναμία διαμόρφωσης ομοφωνίας για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης η Γερμανική Προεδρία αναζητεί ακόμη στο παρά πέντε συμβιβασμούς του ελάχιστου κοινού παρονομαστή τόσο για την διαχείριση του Brexit όσο και στην διαμόρφωση μιας Ειδικής Σχέσης με την Τουρκία.
(Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος-διεθνολόγος)