Η ψήφιση του νέου νόμου για την ανώτατη εκπαίδευση έμελλε να αποτελέσει μια ακόμα αφορμή επίδειξης τακτικών στυγνής πόλωσης μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων. Η Νέα Δημοκρατία βρήκε την ευκαιρία να εμφανιστεί αυτόκλητος υπέρμαχος της κανονικότητας, ωσάν όλοι οι υπόλοιποι να μην επιθυμούμε την τήρηση των κανόνων, και ο ΣΥΡΙΖΑ άδραξε τη δική του ευκαιρία να φανεί μοναδικός υπερασπιστής της δημοκρατίας, ωσάν όλοι οι υπόλοιποι να είμαστε αντί-δημοκράτες. Είναι όμως στην πραγματικότητα κάποιος από τους δύο εκείνος που προστατεύει τη δημόσια παιδεία; Αντιμετωπίζει κάποιος από τους δύο την πανεπιστημιακή εκπαίδευση ως τον κατ’ εξοχήν μηχανισμό παροχής ίσων ευκαιριών σε μια κοινωνία;
Η απάντηση είναι αρνητική. Αν όντως είχαν μια τέτοια στόχευση, θα μιλούσαν για την ανάγκη απεξάρτησης των πρυτανικών αρχών από τις κομματικές παρατάξεις, την ανάγκη ουσιαστικής αξιολόγησης της διοικητικής και ακαδημαϊκής επάρκειας των πανεπιστημίων, την ανάγκη βελτίωσης των ακαδημαϊκών δεξιοτήτων των μαθητών και των φοιτητών που εισέρχονται με βαθμούς κάτω της βάσης ή δεν μπορούν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους μέσα στον προβλεπόμενο χρόνο φοίτησης. Και φυσικά δε θα μιλούσαν μόνο, αλλά θα έπρατταν. Θα επανέφεραν τα Συμβούλια Διοίκησης και θα ζητούσαν στρατηγικούς στόχους τριετίας και δεκαετίας από τις πρυτανικές αρχές, θα όριζαν ενιαίο ψηφοδέλτιο στις εκλογές των φοιτητών ώστε να μηδενίσουν τον ρόλο των φοιτητών παρατάξεων στις αποφάσεις των πανεπιστημιακών οργάνων, θα εφάρμοζαν τεχνικές αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου των καθηγητών που ζούνε στα πανεπιστημιακά γραφεία τους και θα οδηγούσαν στην έξοδο όσους από αυτούς δεν περνούνε καν από τα πανεπιστημιακά γραφεία τους, θα άλλαζαν τα φριχτά σχολικά εγχειρίδια και τα παρωχημένα προγράμματα σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ώστε να μην υπάρχει ούτε ένας λειτουργικά αναλφάβητος απόφοιτος λυκείου με μηδαμινή πιθανότητα ολοκλήρωσης πανεπιστημιακών σπουδών. Και φυσικά, θα έδιναν την εντολή επέμβασης της Αστυνομίας στους χώρους των ιδρυμάτων οποτεδήποτε υπήρχε η παραμικρή υπόνοια τέλεσης εγκλημάτων.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν περιλαμβάνεται στον νέο νόμο για τα πανεπιστήμια. Τίποτα από τα παραπάνω δεν περιλήφθηκε ούτε και στην αντεπιχειρηματολογία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση έκρινε ότι η ποιότητα της δημόσιας παιδείας θα βελτιωθεί, αν αξιολογήσει (και τιμωρήσει) τους μαθητές και τους φοιτητές μέσω της βάσης εισαγωγής του 10 και της διαγραφής φοιτητών μετά το πέρας χρονικού ορίου σπουδών. Έκρινε επίσης ότι η λειτουργικότητα των πανεπιστημιακών χώρων θα επανέλθει, αν προσλάβει από το παράθυρο ειδικούς φρουρούς που θα κυνηγήσουν τους «μπαχαλάκηδες» που δεν κυνηγά η αστυνομία για άγνωστους λόγους. Η δε αξιωματική αντιπολίτευση έκρινε ότι η ποιότητα της δημόσιας παιδείας θα βελτιωθεί, αν κατεβούμε ενωμένοι και χέρι-χέρι στους δρόμους εν μέσω πανδημίας. Είναι ακριβώς αυτή η αλληλεπίδραση των δύο ο λόγος που η δημόσια παιδεία τελματώνει.
Όταν η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για το δημόσιο πανεπιστήμιο είναι να βγούμε στους δρόμους και να «αντισταθούμε», τότε η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας κάλλιστα μπορεί να είναι να τους μαζέψουμε από τους δρόμους και να «απαλλαγούμε». Εύκολες ατάκες αντί για λύσεις με σύνθετη σκέψη. Το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει απαξιωθεί γιατί η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν καταφέρει να το ταυτίσουν με γκράφιτι, μολότοφ και αιώνιους φοιτητές. Για αυτό και η Νέα Δημοκρατία θεωρεί αρκετό να το ασπρίσουν και να διορίσουν ειδικούς φρουρούς.
Φοβάμαι ότι κάποιος θα πρέπει να μιλήσει στον Πρωθυπουργό για το περιεχόμενο του κοινωνικού φιλελευθερισμό ώστε να σταματήσει να παριστάνει τον «διαφορετικό» χωρίς να κάνει το παραμικρό για την ισότητα των ευκαιριών και χωρίς καν να αντιλαμβάνεται τη σημασία του δημόσιου πανεπιστημίου ως του κατ’ εξοχήν μηχανισμού παροχής των ίσων ευκαιριών. Οι πολίτες ενός δίκαιου κράτους χρειάζονται ίσες ευκαιρίες. Μόνο τότε μπορούν να δημιουργήσουν και να προοδεύσουν. Όσοι από αυτούς το θέλουν. Αυτή είναι η βάση του κοινωνικού φιλελευθερισμού, κύριε Μητσοτάκη.
Ο Νίκος Νυφούδης είναι πρώην Βουλευτής του Ποταμιού και Εκπρόσωπος Τύπου της Κίνησης Κοινωνικού Φιλελευθερισμού «εΜείς»