«Χειρότερα από ότι το περιμέναμε» στην φράση αυτή συμπυκνώνεται το κλίμα που κυριαρχούσε χθες στην ηγεσία της Χριστιανοδημοκρατίας στην σκιά της σκληρής ήττας του κόμματος προχθές Κυριακή στις τοπικές εκλογές στην Βάδη– Βυρτεμβέργη και στην Ρηνανία-Παλατινάτο.
Η κόπωση των ψηφοφόρων ένα χρόνο μετά την έναρξη της Πανδημίας δημιουργεί μια πρωτοφανή πολιτική ρευστότητα όχι μόνον στην Γερμανία με τις δημοσκοπήσεις να έχουν σχετική αξία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Βρετανία όπου στις αρχές του χρόνου κατεγράφη προβάδισμα των Εργατικών και πριν από μια βδομάδα αυξημένη πρωτιά των Συντηρητικών και της κυβέρνησης Τζόνσον.
Οι κάλπες του Σεπτεμβρίου στην Γερμανία αν δεν ανατραπεί η καταγραφείσα προχθές δυναμική δεν αποκλείεται πλέον να οδηγήσουν στην αντιπολίτευση την Χριστιανοδημοκρατία.
Την Άνοιξη του 2010 όλοι περίμεναν τις τοπικές εκλογές στην Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία πριν από την διεξαγωγή των οποίων η Μέρκελ δεν ήθελε να αναλάβει το εικαζόμενο και προεξοφλούμενο ως βαρύ πολιτικό κόστος της διάσωσης της Αθήνας που είχε χάσει την πρόσβαση στις Αγορές.
Από τότε μέχρι και σήμερα οι εταίροι της Γερμανίας στην Ε.Ε-Ευρωζώνη αναζητούν σε κάθε τοπική και εθνική πολιτική αναμέτρηση τις όποιες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή στρατηγική του Βερολίνου.
Διάλογος για την ευρωπαϊκή στρατηγική της Γερμανίας δεν υφίσταται με την έννοια μιας συγκροτημένης συνολικής εναλλακτικής διαχείρισης με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Στην θέση του ανύπαρκτου διαλόγου υπάρχει η πίεση των οπαδών της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής για προδιορισμό του χρονικού ορίζοντα – την ώρα που η Πανδημία βρίσκεται σε νέα κορύφωση- επιστροφής στον στόχο των μηδενικών ελλειμμάτων στο λεγόμενο δηλαδή «Μαύρο Μηδέν».
Δεν είναι όμως μόνο η συνέχεια της ίδιας δημοσιονομικής πολιτικής για μια και πλέον δεκαετία από τους Στάινμπρουκ, Σόιμπλε και Σολτς που μειώνει τις όποιες προσδοκίες ακόμη και η πιο μεγάλη ανατροπή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις η παρέκκλιση που υπαγορεύθηκε από την Πανδημία να γίνει στροφή με οριστική εγκατάλειψη της λιτότητας.
Αν δεν ανατραπούν οι τάσεις που καταγράφονται σε δημοσκοπήσεις και τοπικές εκλογές τότε για να υπάρξει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία θα χρειάζεται η συνεργασία τριών κομμάτων.
Αργά αλλά σταθερά η πάλαι ποτέ πρωταθλήτρια της κυβερνητικής σταθερότητας Γερμανία κατέγραψε πρώτα την σταδιακή πολυδιάσπαση του πολιτικού σκηνικού από την δικομματική Δημοκρατία της Βόννης στην επτακομματική Δημοκρατία του Βερολίνου.
Η προοπτική η για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους η προεξοφλημένη βεβαιότητα της διαδοχής του σημερινού δικομματικού Μεγάλου Συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών –Σοσιαλδημοκρατών από τρικομματική κυβέρνηση υποθηκεύει βαθιά αν δεν ακυρώνει προκαταβολικά την εγγύηση πολιτικής σταθερότητας σε ορίζοντα τετραετίας.
Ας υποθέσουμε δηλαδή ότι η επόμενη κυβέρνηση με εταίρους τους Πράσινους, τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Φιλελεύθερους πιεσθεί από τους εταίρους της στην Ε.Ε-Ευρωζώνη να παρατείνει την διάρκεια και να αυξήσει το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας του Συμφώνου Ανάκαμψης δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορέσει να ανταποκριθεί χωρίς να διακινδυνεύσει την ενότητα της.
Μέχρι στιγμής η Γερμανία δεν ήθελε να διακινδυνεύσει την περαιτέρω εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την πεποίθηση η την ψευδαίσθηση ότι τα ζωτικά συμφέροντά της εξυπηρετούνται περισσότερο στο πλαίσιο μιας εθνικής περιχαράκωσης.
Σήμερα αν ο καταλύτης της Πανδημίας φωτίσει την ευρωπαϊκή επιλογή ως υποχρεωτικό μονόδρομο είναι πιθανόν να μην συντρέχουν οι προϋποθέσεις κυβερνητικής συνοχής και σταθερότητας που είναι το προφανές προαπαιτούμενο για μια παρόμοια στροφή…
(Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος-διεθνολόγος)