Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ολόκληρος ο πλανήτης βρίσκεται εν μέσω μιας κρίσης στον τομέα της υγείας, η οποία πυροδοτεί και άλλες κρίσεις, όπως η οικονομική-χρηματοπιστωτική, η πολιτική και η κοινωνική. Περιττό να πούμε ότι η πανδημία επιδείνωσε την κατάσταση και στην Τουρκία. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι η Τουρκία βρισκόταν ήδη σε κατάσταση πολλαπλών δυσκολιών και πλέον οι δυσκολίες φαίνεται να έχουν ενταθεί επικίνδυνα. Οι πρόσφατες εξελίξεις επιβεβαιώνουν σαφώς αυτή την εικόνα.
Καταρχάς, δεν είναι μυστικό ότι η χώρα έχει εισέλθει σε οικονομικό αδιέξοδο, αφού ο πληθωρισμός και η ανεργία έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο. Η εξάρτηση της οικονομίας από τις εισαγωγές καθώς και οι υπερβολικές δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες δημιουργούν σοβαρά δημοσιονομικά ελλείμματα. Από την άλλη, η αξία της τουρκικής λίρας μειώνεται όλο και περισσότερο, καθώς χάνεται με γοργούς ρυθμούς η εμπιστοσύνη τόσο στην οικονομική όσο και στην πολιτική διοίκηση. Η τελευταία αναταραχή έλαβε χώρα την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ο Πρόεδρος Ερντογάν αποφάσισε να αλλάξει τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, Νατζί Αγκμπάλ, με προεδρικό διάταγμα αργά τη νύχτα. Ήταν η τέταρτη αλλαγή Διοικητή μέσα στους τελευταίους 20 μήνες, όλες με προεδρικά διατάγματα.
Μόλις μια μέρα πριν από την απόφαση, ο διεθνής Τύπος έγραφε για το πώς οι παρεμβάσεις πολιτικής του Αγκμπάλ ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών στην τουρκική οικονομία. Η πολιτική απόφαση του Αγκμπάλ για αύξηση των επιτοκίων βοήθησε την τουρκική λίρα να αυξήσει την αξία της κατά 15% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ και οδήγησε επίσης σε εισροές άνω των 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη χώρα από τον περασμένο Νοέμβριο. Ο Ερντογάν είναι διάσημος για τη στάση του ενάντια στα υψηλά επιτόκια με αμφιλεγόμενο και ανορθόδοξο, θεωρητικά μιλώντας, τρόπο. Υποστηρίχθηκε ότι η περιφρόνηση της θέσης του Προέδρου από τον Αγκμπάλ, του κόστισε τη θέση του. Η απόφαση του Προέδρου θεωρήθηκε αυτοκτονική για την ήδη προβληματική οικονομία και, όπως αναμενόταν, με το άνοιγμα των αγορών τη Δευτέρα, η οικονομία βίωσε μια από τις χειρότερες εκποιήσεις υποτιμημένων περιουσιακών στοιχείων και πτώση της αξίας της τουρκικής λίρας κατά 7,5% σε μια μέρα.
Όλα τα προηγούμενα χρόνια, ο Ερντογάν βάσισε την πολιτική του ρητορική στην καταδίκη της οικονομικής κακοδιαχείρισης του παρελθόντος και αξιοποίησε την οικονομική ανάπτυξη ως ατμομηχανή της πολιτικής του επιτυχίας για περισσότερο από μια δεκαετία. Σήμερα, όμως, έχει αρχίσει να ενεργεί απερίσκεπτα απέναντι στις ολοένα αυξανόμενη οικονομική αναταραχή των πολιτών.
Την ίδια ακριβώς εβδομάδα, ξέσπασε και άλλη μια σοβαρή κρίση, πολιτική, με την απόφαση στέρησης των κοινοβουλευτικών δικαιωμάτων του Βουλευτή του αριστερού και φιλοκουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP), Ομέρ Φαρούκ Γκεργκερλίογλου.
Η κρίση αυτή βάθυνε αργότερα μέσα στην εβδομάδα, όταν άνοιξε η δικαστική υπόθεση απαγόρευσης του HDP από τον Πρόεδρο του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, ο οποίος διορίστηκε από τον ίδιο τον κ.Ερντογάν και απαίτησε επίσης την απαγόρευση άσκησης πολιτικής δραστηριότητας για 687 στελέχη του HDP.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ο Ερντογάν επικαλούνταν συχνά στη ρητορική και τις εκστρατείες του, παλαιότερες απαγορεύσεις λειτουργίας ισλαμικών κομμάτων, ως παράδειγμα της άδικης μεταχείρισης του τουρκικού κατεστημένου έναντι του πολιτικού χώρου που εκείνος εκπροσωπεί. Σήμερα επιλέγει να γίνει ο ίδιος μέρος του κατεστημένου, που εκτελεί τέτοιες ενέργειες.
Η άλλη εξαιρετικά αμφιλεγόμενη πρόσφατη εξέλιξη είναι η αποχώρηση της Τουρκίας – με προεδρικό διάταγμα - από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία αποτελεί συνθήκη ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. Η νομιμότητα του προεδρικού διατάγματος του Ερντογάν για την αποχώρηση είναι επίσης αμφιλεγόμενη, καθώς η Σύμβαση είχε γίνει αποδεκτή ομόφωνα από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση, επομένως μόνο το ίδιο το κοινοβούλιο μπορεί να αναιρέσει μια τέτοια απόφαση. Το ενδιαφέρον είναι ότι η Σύμβαση συνάφθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 2011 με πρωτοβουλία της τουρκικής διπλωματίας, ενώ ο Ερντογάν προσφέρθηκε να δώσει το όνομα της «Σύμβασης της Ιστανμπούλ».
Η βία κατά των γυναικών και οι γυναικοκτονίες είναι ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα τον τελευταίο καιρό στην Τουρκία, προκαλώντας μια σειρά από μαζικές διαδηλώσεις. Για να δώσουμε ορισμένους αριθμούς, την περυσινή χρονιά 409 γυναίκες δολοφονήθηκαν και το πρώτο τρίμηνο του 2021 ο αριθμός έχει ήδη φτάσει τις 89. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 38% των γυναικών στην Τουρκία έχουν πέσει θύματα βίας τουλάχιστον μια φορά.
Τι συνέβη λοιπόν τώρα, που αυτοί που γιόρτασαν την «επαναστατική στάση» του Ερντογάν το 2011, γιορτάζουν την τωρινή απόφασή του με το επιχείρημα, ότι η Σύμβαση ήταν ενάντια στα τουρκικά έθιμα και τους ισλαμικούς κανόνες;
Αυτό που συνέβη είναι το εξής: η Τουρκία βρίσκεται σε κατάσταση πολλαπλών κρίσεων, όχι μόνο οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και διοικητικής κρίσης. Δυστυχώς, ο κυβερνών συνασπισμός ωθεί τη χώρα σε μη αναστρέψιμη πορεία, αυξάνοντας την πίεση και τον αυταρχισμό, αντί να επενδύει σε συμβιβασμούς. Αυτό έφερε επίσης την κοινωνία στο χείλος του κοινωνικού διχασμού. Η ενότητα της κοινωνίας, ακόμη και σε ένα θέμα όπως η καταδίκη της βίας κατά των γυναικών έχει καταστεί πρακτικά αδύνατη. Φαίνεται ότι ο κυβερνών συνασπισμός επενδύει σε αυτή τη στρατηγική, για να εξασφαλίσει μια ακόμη εκλογική νίκη. Η Τουρκία έχει μπει σ’ έναν επικίνδυνο δρόμο και όποιος ασκήσει εξουσία τα επόμενα χρόνια και πιθανόν τις επόμενες δεκαετίες, θα έχει να αντιμετωπίσει πολύ σοβαρά, δομικά προβλήματα.
Η Πινάρ Τσακίρογλου είναι Δρ. Οικονομικών