«Θα δεχόμουν να γίνω υπουργός Πολιτισμού για δύο μέρες, να το γκρεμίσω, να υπογράψω την κατάργησή του και να πάω σπίτι μου», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του το 1988 στην «Καθημερινή» και τη Μαρία Ρεζάν ο Μάνος Χατζηδάκης. Στην ίδια συνέντευξη ανέφερε επίσης πως «απόδειξη ότι δεν έχουμε πολιτισμό είναι ότι έχουμε Υπουργείο Πολιτισμού», θεσμό τον οποίο πιστώνει ως κληροδότημα απολυταρχικών καθεστώτων. Ωστόσο, παρόλο που στα περισσότερα συμφωνώ με τον αγαπημένο σε όλους μας συνθέτη, σε αυτό, με το μικρό μου διαμέτρημα, θα διαφωνήσω, γιατί η κεϋνσιανή θέασή μου των δημόσιων πραγμάτων δεν περιορίζεται στα οικονομικά ζητήματα.
Επειδή, όπως είχε πει και ο πρώτος Γάλλος υπουργός Πολιτισμού κι από τους σημαντικότερους διανοούμενους του 20ού αιώνα, Αντέ Μαλρό, «ο πολιτισμός δεν κληρονομείται, κατακτάται», θεωρώ ότι το μείζον πρόβλημα στο πεδίο του πολιτισμού στη χώρα μας είναι η σχέση μας με το παρελθόν και το όραμά μας για το μέλλον, την ίδια ώρα που το παρόν δεν λογαριάζεται όπως του πρέπει. Προσπαθούμε δηλαδή να διαχειριστούμε τα «ερείπια του έθνους» και τις «πέτρες» μας με όρους «αίματος» και ομνύοντας στον εμπορικό τους χαρακτήρα, στη δυναμική του brandname μιας «επιούσιας» κληρονομιάς ενός «περιούσιου» λαού. Κι αυτό έχει επιδεινωθεί τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, με την επίσημη πολιτιστική πολιτική να είναι μόνο θεματικά προσανατολισμένη στην εμπορική αξία του πολιτιστικού μας προϊόντος.
Η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού προσπαθεί να φανεί αποτελεσματική και όχι χαρισματική- έτσι κι αλλιώς η συνεχής επίκληση απ’ όλους, σε κάθε «στραβοπάτημα», της αείμνηστης και πληθωρικής πολιτικά Μελίνας Μερκούρη αποδομεί τις προϋποθέσεις για την όποια ανάλογη απόπειρα. Ωστόσο, και η αποτελεσματικότητα φαίνεται να μετριέται αποκλειστικά με τον βαθμό ικανοποίησης μεμονωμένων κοινοτήτων και όχι με την προώθηση του πολιτισμού στο ευρύ κοινωνικό φάσμα. Για να μην παρεξηγηθώ, η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, που έλκει την καταγωγή της στις «Χορηγίες» της κλασικής αρχαιότητας, είναι απόλυτα απαραίτητη και εποικοδομητική. Είναι άλλο αυτό όμως και διαφορετικό να δίνονται ανά πάσα στιγμή διαπιστευτήρια, που καταλήγουν, όπως λέει κι ο λαός μας, το πολύ το κυρ’ ελέησον να το βαριέται κι ο παπάς.
Από την άλλη πλευρά, η κυνική-«πραγματίστρια», όπως θέλει να εμφανίζεται, ηγεσία του υπΠολ -και ίσως γι’ αυτό- γίνεται στόχος επικρίσεων πλέον για ό,τι κι αν κάνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προσθήκη του τσιμεντένιου διαδρόμου στην Ακρόπολη που δημιουργήθηκε για να εξυπηρετεί ΑμεΑ και για αντιπλημμυρικούς λόγους, καθώς και η πρόβλεψη για αναγραφή σε μαρμάρινη πινακίδα του ονόματος της υπουργού και του χορηγού στη σύμβαση για το αναβατόριο στην Ακρόπολη.
Όσον αφορά στο πρώτο ζήτημα, όλοι μιλούν εκ του αποτελέσματος, που αισθητικά δεν ταιριάζει με το αρχαιολογικό και φυσικό περιβάλλον. Ωστόσο, δεν μπορεί να ασκηθεί αντιπολίτευση σε αυτό το θέμα αν δεν έχει ακουστεί μια επαρκής και τεκμηριωμένη αντιπρόταση. Η σύμφωνη γνώμη ανθρώπων, όπως ο Μανώλης Κορρές, που γνωρίζουν τον «Βράχο» όσο λίγοι από τη μια καθησυχάζει, αλλά από την άλλη δημιουργεί ερωτήματα.
Μήπως -λέω, μήπως- θα ήταν καλύτερο αμέσως πριν από την όποια παρέμβαση ή έκφραση αντίθετης γνώμης να είχε προηγηθεί μια ανοιχτή στο κοινό ημερίδα όπου οι πλέον ειδικοί στην Ελλάδα και τον κόσμο θα εξέφραζαν για μια ακόμη φορά δημόσια τη θέση τους γι’ αυτό το μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς; Επιπλέον, η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων είχε δώσει σύμφωνη εισήγηση γι’ αυτόν τον σχεδιασμό;
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, η κυρία Μενδώνη θα έπρεπε ως αρχαιολόγος να γνωρίζει ότι τα ίχνη της ιστορίας δεν αποτυπώνονται μόνο στις μαρμάρινες επιγραφές, αλλά και στα γραπτά σε χαρτί κείμενα που θα τα μελετήσει ο ιστορικός του μέλλοντος. Έτσι, αφού δεχτούμε καλόπιστα τις διαψεύσεις περί μη αναγραφής του ονόματός της, δεν θα έπρεπε να είχε προνοήσει να μην συμπεριληφθεί κάτι τέτοιο στο κείμενο της σύμβασης; Εδώ δεν έχουν βάλει το όνομά τους σε κάτι που σχετίζεται με την Ακρόπολη ο Κορρές, ο Πικιώνης και ο Τραυλός. Γιατί να το προβλέπει για μια υπουργό Πολιτισμού μια σύμβαση έργου;
Εξαιρώντας, τέλος, από το κείμενο αυτό τη δύσοσμη και άκρως επιβαρυντική για την επικοινωνιακή και θεσμική διαχειριστική ικανότητα της ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού, υπόθεση Λιγνάδη, οφείλουμε όλοι να κατανοήσουμε ότι οι δημόσιες πολιτιστικές πολιτικές δεν είναι υπόθεση μιας υπουργού. Πρώτον, γιατί ο πολιτισμός είναι μια συνεχής διαδικασία, ένα ταξίδι που εγκολπώνεται την πραγματικότητα με όρους αισθητικής, και, δεύτερον, την όποια πολιτική πράξη την εγκρίνει με τις κατευθύνσεις του ο/η εκάστοτε επικεφαλής της κυβέρνησης.
Δεν θα διαφωνήσει κανείς ότι ο πολιτισμός χρειάζεται χρήματα και φέρνει χρήματα. Ο ρόλος του εκάστοτε υπουργού-και γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει- είναι να βρίσκει τους τρόπους χρηματοδότησης, με μόνο σκοπό όμως τη διαφύλαξη και τη συνέχεια της πολιτιστικής κληρονομιάς και την επαφή της με το σύνολο της κοινωνίας. Κι αυτά μπορούν να τα κάνουν όσοι η πορεία και το όραμά τους προσπερνούν τους βυζαντινισμούς των διαδρόμων της εξουσίας και το κύρος τους ξεπερνά τα στενά κομματικά όρια. Αυτό παραμένει το στοίχημα και για τη νυν υπουργό…