Η ανεξαρτησία του ΑΣΕΠ έχει κατοχυρωθεί στη συνείδηση των Ελλήνων πολιτών. Την αξιοπιστία αυτή, ένας θεσμός την κατοχυρώνει πολύ δύσκολα, με κόπο και επιμονή στο σωστό, αλλά είναι πολύ εύκολο να την απολέσει με την πρώτη στραβοτιμονιά.
Γι’ αυτό κι όταν πριν 2 μήνες η κυβέρνηση μιλούσε για ένα νομοσχέδιο «τομή» που θα έφερνε τα πάνω-κάτω στο ΑΣΕΠ, το Κίνημα Αλλαγής ήταν πολύ προσεκτικό. Όχι ότι δεν χρειάζονταν αλλαγές σε κάποιες διαδικασίες προσλήψεων. Οι εξελίξεις στην τεχνολογία, την διοίκηση και την κοινωνία μετά από 27 χρόνια αδιάλειπτης εφαρμογής του Νόμου Πεπονή, είχαν αναδείξει τις διατάξεις στις οποίες έπρεπε να γίνουν κάποιες σημειακές αλλαγές.
Όταν, λοιπόν, διαπιστώθηκε ότι αυξάνονται οι θέσεις των μελών του ΑΣΕΠ από 28 σε 35, ο προβληματισμός ήταν έντονος: Ένα νομοσχέδιο που ευαγγελίζεται την απλούστευση των διαδικασιών πρόσληψης στο Δημόσιο, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι για να εφαρμοστούν οι νέες, απλουστευμένες, διαδικασίες απαιτούνται 7 επιπλέον σύμβουλοι. Το παράδοξο γίνεται πιο προφανές αν αναλογιστεί κανείς ότι η αντίστοιχη αρχή της Μ. Βρετανίας (CivilService Commission), που λειτουργεί από το 1855, έχει μόνον 11 συμβούλους – σε μια χώρα με πληθυσμό 65εκ.
Η μόνη ερμηνεία για την αύξηση των συμβούλων είναι ότι η ΝΔ επιδίωκε να «αραιώσει» το μίγμα των μελών του ΑΣΕΠ που είχαν τοποθετηθεί επί ΣΥΡΙΖΑ, ώστε έμμεσα να μπορεί να προσδοκά σε αποφάσεις πιο «ευνοϊκές» προς τις κυβερνητικές επιλογές. Αν, επιπλέον, ληφθεί υπόψη ότι επίκειται και η τοποθέτηση νέου Προέδρου, τότε η δημιουργία μερικών νέων θέσεων εξυπηρετεί την κυβέρνηση στο να ισορροπήσει μεταξύ αντεγκλήσεων και διαφωνιών, που συνήθως προκύπτουν κατά την επιλογή μελών ανεξάρτητων αρχών. Μια επιλογή, που μετά την αναθεώρηση του άρθρου 101α του Συντάγματος γίνεται ευκολότερη, αφού αρκεί πλειοψηφία 3/5 αντί 4/5της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, που ίσχυε προ της αναθεώρησης. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το διακομματικό συλλογικό όργανο της Βουλής, που συστάθηκε το 1987, επί ΠΑΣΟΚ. Η σημερινή της σύνθεση αριθμεί 22 μέλη: 11 από τη ΝΔ, 3 από τον ΣΥΡΙΖΑ και από 2 για το Κίνημα Αλλαγής, ΚΚΕ, Μέρα 25 και Ελληνική Λύση. Αυτό σημαίνει ότι αρκεί η σύμπραξη της ΝΔ με ένα οποιοδήποτε κοινοβουλευτικό κόμμα για να επιλεγεί η νέα σύνθεση του ΑΣΕΠ. Παρόλα’ αυτά, είθισται να επιδιώκεται ομοφωνία και σε κάθε περίπτωση η μέγιστη δυνατή συναίνεση στην επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών, ώστε να ενισχύεται η βιωσιμότητα και η ανεξαρτησία της αρχής.
Η Διάσκεψη των Προέδρων συνεδριάζει τακτικά μια φορά την εβδομάδα – και αν κριθεί αναγκαίο πιο συχνά. Από την δημοσίευση του Νόμου που αύξησε τα μέλη του ΑΣΕΠ, στις 15 Ιανουαρίου 2021, έχουν παρέλθει 13 εβδομάδες αλλά το θέμα δεν έχει βρει το δρόμο του στην ημερήσια διάταξη της Διάσκεψης των Προέδρων. Το γεγονός αυτό δύο τινά μπορεί να σημαίνει: ή ότι η διάσκεψη είχε πολύ πιο επείγοντα θέματα να χειριστεί ή ότι δεν είχε επιτευχθεί η επιδιωκόμενη συναίνεση ως προς τα πρόσωπα που θα στελέχωναν την αρχή.
Όταν λοιπόν, στις 2 Απριλίου κατατέθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο για τον εσωτερικό έλεγχο στο Δημόσιο, στο οποίο είχε παρεισφρήσει μια διάταξη για τον τρόπο επιλογής των μελών του ΑΣΕΠ, ήταν παραπάνω από εμφανές ότι η κυβέρνηση προσπαθούσε δια της νομοθετικής οδού να λύσει θέματα που δεν κατάφερε να λύσει συναινετικά. Στην προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι «η διανυθείσα ή διανυόμενη σε θέση αντιπροέδρου ή αναπληρωτή προέδρου ή απλού μέλους θητεία δεν αποτελεί κώλυμα για τον διορισμό του σε θέση ανώτερης βαθμίδας της ίδιας αρχής για πλήρη θητεία και μέχρι 2 θητείες κατ’ ανώτατο όριο». Η διάταξη αυτή ανατρέπει έναν νόμο (το άρθρο 49 του Ν 4779/2021) που είχε ψηφίσει μόλις πριν από ένα μήνα η ΝΔ, ο οποίος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 101α του Συντάγματος, έθετε φραγμό στην εσωτερική ιεραρχική εξέλιξη των μελών του ΑΣΕΠ, διαρκούσης της θητείας τους. Μια επιλογή απολύτως σωστή, μιας και για να διασφαλιστεί η προσωπική ανεξαρτησία των μελών της αρχής, δεν θα πρέπει αυτά να καθίστανται ευεπίφορα σε κυβερνητικές πιέσεις κατά τη διάρκεια της θητείας τους, προσδοκώντας την ιεραρχική τους ανέλιξη ως αντάλλαγμα.
Η αιφνίδια αλλαγή και διευκόλυνση υφιστάμενων μελών του ΑΣΕΠ να «προαχθούν» σε θέσεις αντιπροέδρων ή προέδρου, αντανακλά το αντιδημοκρατικό και αυταρχικό στυλ διακυβέρνησης της ΝΔ. Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση προσαρμόζει τον νόμο στα μέτρα των εκλεκτών της. Δεν είχε καλά καλά αρχίσει την κυβερνητική της θητεία όταν υποβάθμισε τα απαραίτητα προσόντα που έπρεπε να έχει ο διοικητής της ΕΥΠ για να μπορέσει να καταλάβει τη θέση το άτομο της επιλογής της. Με τον ίδιο τρόπο απάλειψε την προϋπόθεση να έχει κανείς πτυχίο για να μπορεί να τοποθετηθεί ως μετακλητός διευθυντής σε γραφείο υπουργού, ώστε να μπορέσει ο υπουργός ανάπτυξης να τοποθετήσει στη θέση αυτή τον εκλεκτό του που (δυστυχώς για τον νόμο) δεν είχε πτυχίο.
Αλλά το να φτάσει να παρέμβει και στο συνταγματικά κατοχυρωμένο ΑΣΕΠ, ξεπέρασε κάθε όριο. Οι εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας εξανεμίζονται αν η κυβέρνηση αλλάζει τον νόμο, κάθε φορά που δεν χωρούν στα κριτήριά του οι επιλογές προσώπων που έχει κάνει.
Το ότι οι κυβερνητικές μεθοδεύσεις είναι επώδυνες για την ανεξαρτησία της ναυαρχίδας των ανεξάρτητων αρχών, εν προκειμένω, αλλά και για όλες τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές, μιας και σε όλες αναφέρεται η προτεινόμενη διάταξη, προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας και από το γεγονός, ότι στη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής όπου συζητείται η εν λόγω διάταξη, το Κίνημα Αλλαγής ζήτησε να κληθεί στην ακρόαση φορέων ο νυν πρόεδρος της αρχής. Σκοπός της πρόσκλησης είναι να ενημερώσει το σώμα και του Έλληνες πολίτες γι’ αυτή την προτεινόμενη αλλαγή. Η κυβέρνηση, διαβλέποντας το φιάσκο, μιας κι ο εγνωσμένου κύρους πρόεδρος του ΑΣΕΠ δεν θα μπορούσε παρά να τοποθετηθεί αντικειμενικά για το πλήγμα που επιφέρει στην αρχή η προτεινόμενη διάταξη, επέλεξε να μην τον καλέσει, πηγαίνοντας από το ένα θεσμικό ατόπημα στο άλλο!
Η κυβέρνηση δεν αντιλαμβάνεται ότι με αυτές τις μεθοδεύσεις δεν πλήττει μόνο το κύρος του ΑΣΕΠ, αλλά και τα πρόσωπα τα οποία προωθεί για τις θέσεις του προέδρου και των αντιπροέδρων, τα οποία μπορεί να είναι καθόλα άξια και ικανά για τις θέσεις αυτές, αλλά κατόπιν αυτών των μεθοδεύσεων θα χρωστούν τη θέση τους στην κυβέρνηση κι όχι στην αξιοσύνη τους. Αλλά μάλλον αυτό ακριβώς επιδιώκει με τον αλαζονικό τρόπο διακυβέρνησης η ΝΔ: υποταγή στην κομματική γραμμή ακόμα και των άξιων, ώστε να μην μπορεί κανείς να αμφισβητήσει αξιόπιστα την «άριστη» διακυβέρνησή της.
Το Κίνημα Αλλαγής, έχει ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα που αφορούν θεσμούς που μείωσαν το ρουσφέτι στην Ελλάδα και προάγουν την διαφάνεια και την αξιοκρατία, όπως είναι το ΑΣΕΠ. Γι’ αυτό θα αναδεικνύει άοκνα οποιαδήποτε προσπάθεια παράκαμψης των δικλίδων διασφάλισης της ανεξαρτησίας αυτών, απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Η Έφη Στεφοπούλου είναι Γραμματέας του Τομέα Δημόσιας Διοίκησης στο Κίνημα Αλλαγής, Απόφοιτη της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης