Σε περιόδους στενέματος του κύκλου των εναλλακτικών πολιτικών επιλογών, η επίσκεψη σε κείμενα και στοχασμούς πολιτικών ηγετών που διεύρυναν στο παρελθόν τα όρια της πολιτικής και κοινωνικής δράσης αποτελεί ευκαιρία εμπλουτισμού των ιδεών μας για το παρόν και το μέλλον. Μια τέτοια ευκαιρία μάς προσφέρει η ανθολογία με κείμενα, για την περίοδο 1969-1984, του ιστορικού ηγέτη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΙΚΚ) Ενρίκο Μπερλινγκουέρ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος, με τον τίτλο Μια άλλη ιδέα για τον κόσμο.
Η βασική ιδέα που αναπτύσσει ο Ιταλός πολιτικός, αναφορικά με τη στρατηγική του ιστορικού ευρωκομμουνισμού, προσφέρει ενδιαφέροντα ερεθίσματα για τον αναπροσανατολισμό της σύγχρονης κεντροαριστεράς. Καταρχάς, το πολιτικό σχέδιο που πρότεινε ο Μπερλινγκουέρ δεν εξαντλείται σε έναν «ντροπαλό», και ως εκ τούτου συμβιβασμένο, πολιτικό φορέα που εκκινεί από το Κέντρο και περιλαμβάνει, παρεμπιπτόντως μόνο, και ορισμένα στοιχεία από την Αριστερά. Από την άλλη πλευρά βέβαια, δεν μιλούσε για μια στενάχωρη «αριστερή εναλλακτική» αλλά για μια πιο στέρεη «δημοκρατική εναλλακτική λύση». Σύμφωνα με τον ηγέτη του ΙΚΚ, δηλαδή, η δημοκρατική εναλλακτική λύση μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια ευρεία συμμαχία πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που είναι ικανή να αποτρέψει την «οργανική συγκόλληση μεταξύ του κέντρου και της δεξιάς». Εδώ βρίσκεται η ουσία. ο πολιτικός χώρος του Κέντρου δεν διαθέτει αυθύπαρκτα ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Αντιθέτως, οι ρευστές κοινωνικές δυνάμεις που το απαρτίζουν μετατοπίζονται κατά μήκος του άξονα Δεξιά-Αριστερά, ανάλογα με τη συγκυρία και συνεπώς, αυτό που μετράει είναι η ικανότητα των δύο αντίπαλων πόλων να έλξουν τις δυνάμεις αυτές, επιτυχώς, προς την πλευρά τους.
Στην εποχή του Μπερλινγκουέρ,η παραπάνω στρατηγική μεταφραζόταν, πρακτικά, στην προσπάθεια αποφυγής της μετατόπισης προς τα δεξιά της τότε Χριστιανικής Δημοκρατίας, ώστε να διαμορφωθεί σταδιακά μια «δημοκρατική εναλλακτική λύση», στο πλαίσιο του λεγόμενου «μεγάλου ιστορικού συμβιβασμού». Η χάραξη της στρατηγικής του ιστορικού συμβιβασμού, βέβαια, δεν ήταν προϊόν αποκλειστικά εσωτερικών διεργασιών αλλά και εξωτερικών. Ο όρος αυτός υιοθετήθηκε την επομένη του πραξικοπήματος στη Χιλή, τον Σεπτέμβριο του 1973, και ήρθε να υπογραμμίσει την αναγκαιότητα συνεννόησης των λαϊκών δυνάμεων που βρίσκονταν τόσο στην κομμουνιστική και σοσιαλιστική παράταξη όσο και στον χώρο των Καθολικών, με σκοπό την ενίσχυση της αυτονομίας της Ιταλίας από εξωτερικούς και εσωτερικούς καταναγκασμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι η στρατηγική του ιστορικού συμβιβασμού βρήκε αντίθετους τόσο το ΝΑΤΟ, προφανώς, -που επεδίωκε την
πάση θυσία συμμετοχή των κομμουνιστών σε κυβερνήσεις συνεργασίας- όσο και του Σοβιετικού στρατοπέδου και μέρους της σοσιαλδημοκρατίας που έβλεπε στην ενίσχυση του ρεύματος του ευρωκομμουνισμού μια ορατή εκλογική απειλή. Η δολοφονία, βέβαια, του σπουδαίου χριστιανοδημοκράτη πολιτικού, Άλντο Μόρο, κατέδειξε την ένταση της επιρροής των εξωτερικών καταναγκασμών…
Υπό το πρίσμα, λοιπόν, τωνπαραπάνω σκέψεων, μπορούμε να αντλήσουμε ορισμένα καίρια συμπεράσματα και για τον αναπροσανατολισμό της σύγχρονης κεντροαριστεράς στην Ευρώπηαλλά και την Ελλάδα.Τρία είναι τα βασικά σημεία στα οποία θα σταθούμε:
Πρώτον, η αναγκαιότητα συγκρότησης μιας συνεκτικής πολιτικής συμμαχίας που θα αμβλύνει την πολιτισμική και κοινωνική πόλωση μεταξύ ποικίλων κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες βρίσκονται και πέραν της σοσιαλδημοκρατίας και της παραδοσιακής Αριστεράς(στον χώρο της Οικολογίας και των Φιλελευθέρων), ενώ θα ανοίγεται με γνήσια ευαισθησία στα λαϊκά στρώματα που μετακινήθηκαν τα τελευταία χρόνια προς τα δεξιά, είναι εξαιρετικά επίκαιρη για πολλούς λόγους. Η εκλογική άνοδος της Άκρας Δεξιάς, η επιφυλακτικότητα της ΕΕ να αφήσει, οριστικά, πίσω της το δόγμα της «επεκτατικής λιτότητας» παρά (και) την κρίση από την πανδημία -που άλλαξε άρδην τα δεδομένα στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής, όπως αποτυπώνεται και στις πολιτικές που εφαρμόζει η διοίκηση Μπάιντεν στις ΗΠΑ-, η ραγδαία αύξηση των ανισοτήτων (οικονομικών αλλά και εμβολιαστικών πλέον) παγκοσμίως αποτελούν ορισμένες μόνο από τις αιτίες που καθιστούν αναγκαία μια τέτοια στρατηγική.
Δεύτερον, η παραπάνω πολιτική συμμαχία είναι σημαντική για να αποτραπεί η προαναφερθείσα -κατά Μπερλινγκουέρ -οργανική συγκόλληση μεταξύ του Κέντρου και της Δεξιάς. Ειδικά στην Ελλάδα, είναι εμφανής η μαζική μετατόπιση κοινωνικών δυνάμεων της μεσαίας τάξης στην κεντροδεξιά, ελλείψει σοβαρής εναλλακτικής. Αυτό έχει ως συνέπεια να εμφανίζονται σαν «κανονικότητα», πολιτικές (π.χ. το ωράριο-«λάστιχο» των 10 ωρών) που περιορίζουν ακόμα περισσότερο τις όποιες ελπίδες -των νεότερων ιδίως- για αύξηση της κοινωνικής κοινωνικότητας μετά από δέκα και πλέον χρόνια κρίσης. Σε αντίθεση λοιπόν με τις πολυπληθείς πλην όμως ρηχές αναλύσεις περί ενός «νέου Κέντρου», που στην ουσία θα λειτουργεί ως προθάλαμος για την πλήρη απορρόφηση από την κεντροδεξιά, η κεντροαριστερά οφείλει να διαμορφώσει έναν εντελώς αυτόνομο και διακριτό πολιτικό πόλο.
Τρίτον, η πεποίθηση του Μπερλινγκουέρ ότι «η προοδευτική μετατόπιση των συσχετισμών δύναμης σε εσωτερικό πεδίο είναι απαραίτητη και για τη διαδικασία χαλάρωσης των εξωτερικών περιορισμών», μας υπογραμμίζει τη χρησιμότητα χάραξης μιας εξωστρεφούς στρατηγικής, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, που θα αξιοποιεί τα ρήγματα που προκύπτουν στο κυρίαρχο πλέγμα εξουσίας, γιαόσο διάστημα τουλάχιστον θα πολλαπλασιάζονται τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούν οι υφιστάμενες πολιτικές. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει καλέσει την Ε.Ε να εξετάσει το ενδεχόμενο να κάνει μόνιμο το έκτακτο Ταμείο Ανάκαμψης μετά την πανδημία, με δεδομένο μάλιστα ότι η ευρωπαϊκή οικονομία δεν θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα πριν από τα μέσα του 2022−ενώ αντίθετα η οικονομία των ΗΠΑ θα επιστρέψει φέτος.
Επομένως, τα πεδία συνεννόησης και συνεργασίας γύρω από μια εναλλακτική πολιτική είναι εφικτό να διευρυνθούν σε αυτή την πορεία, ιδιαίτερα καθώς θα βαθαίνει η κρίση. Γι’ αυτό τον λόγο παραμένει επίκαιρη η κεντρική θέση του Μπερλινγκουέρ ότι για να πραγματοποιηθούν ουσιαστικές ρήξεις είναι αναγκαία η σταδιακή «ενοποίηση της πολιτικής δράσης και ανάλυσης» από ένα προοδευτικό μπλοκ εξουσίας, σε ένα «πλουραλιστικό και δημοκρατικό πολιτικό σύστημα».
Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι δρ. στο Πανεπιστημίου Αθηνών