Σε μια χρονιά που στη χώρα μας,εκτός από την εξέλιξη της πανδημικής κρίσης, επισκιάζεται βιβλιογραφικά από την παραγωγή έργων που σχετίζονται με την επέτειο για τα 200 χρόνια από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, κάνει τη δική του επιτυχημένη και αυτόνομη πορεία, δυο χρόνια ήδη από την πρώτη του έκδοση, το βιβλίο του ιστορικού Αντώνη Λιάκου.
Ο ελληνικός 20ός αιώνας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ. Πολλοί το έχουν χαρακτηρίσει το opus magnumτ ου συγγραφέα, αλλά είναι κάτι παραπάνω από αυτό, αφού ο καθολικός τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται την ελληνική ιστορία του προηγούμενου αιώνα, αφορά εκτός από τον ίδιο και τη δική μας θέαση των πραγμάτων.
Ξεκινώντας από την ιστορική περιοδολόγηση, ο Αντώνης Λιάκος, μάς προτείνει να «ξεκινήσουμε» τον 20ό αιώνα από τη δεκαετία του 1910φτάνοντας ως το 2010, χρονιά που είναι ταυτισμένη με τη μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Πέρα από την πραγματολογική ανάλυση αυτής της επιλογής, προς το τέλος του βιβλίου υπάρχει και η θεωρητική σχηματοποίησή της, διότι όπως αναφέρει στο κεφάλαιο 9 «στον ιστορικό χρόνο η μετάβαση από τον ένα αιώνα στον άλλο δεν συντελείται ποτέ με τον ημερολογιακό χρόνο», μια πραγματικότητα που αν τη δούμε είτε με όρους ελληνικής ή ευρωπαϊκής ή παγκόσμιας ιστορίας μάλλον επαληθεύεται.
Ένα βιβλίο και δη ιστορικό, γίνεται ελκυστικό από τη διάρθρωσή του και τη θεματολογία της, καθώς και από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Σε αυτή ακριβώς την παραδοχή κρύβεται και η επιτυχία του παρόντος τόμου, που οι 740 σελίδες του διαβάζονται με προσήλωση, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο αναγνώστης θέλει να επιστρέφει σε αυτές για να ξαναδεί πράγματα που του έκαναν εντύπωση ή για να διευκρινίσει τυχόν απορίες του που αναμετρώνται κυρίως με άλλες κυρίαρχες αναλύσεις.
Στα δέκα κεφάλαια του βιβλίου ο γνωστός ιστορικός δεν υπερτιμά και δεν υποτιμά τα διαφορετικά πεδία της ανθρώπινης ιστορικής δράσης. Παρουσιάζει την μακροϊστορία μέσα και από τη μικροϊστορία, αναφέρεται στους «μεγάλους» πρωταγωνιστές αλλά ταυτόχρονα επικεντρώνεται στον «κοινωνικό βιόκοσμο» - όρος που χρησιμοποιήθηκε σε μια εξαιρετική κριτική για το συγκεκριμένο βιβλίο- με την «αναδρομική οξυδέρκεια του ιστορικού», για να χρησιμοποιήσουμε κάποια από τα λόγια του ίδιου του κ. Λιάκου σχετικά με τη συγγραφή ενός τέτοιου πονήματος. Είναι ταυτόχρονα μια συνολική ιστορία που, ωστόσο, το πλαίσιο αφήγησής της ορίζεται κάθε φορά από ενδιαφέρουσες θεματικές ενότητες, που κάποιες από αυτές τις συναντάμε για πρώτη φορά σε ένα τέτοιου είδους έργο με το ειδικό βάρος που τους δίνει ο συγγραφέας.
Το Ολοκαύτωμα, η θέση των γυναικών, η Μετανάστευση, οι τεχνολογίες, το μιντιακό τοπίο, ξεχασμένες κοινότητες, ταυτότητες, ελεύθερος χρόνος, περιβάλλον κοκ, αποτελούν λειτουργικά κομμάτια στο παζλ της παρουσίασης και της ανάλυσης του συγγραφέα.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον τμήμα του βιβλίου είναι αυτό που αναφέρεται στη σύγχρονή μας εποχή, αυτήν δηλαδή που έχουμε ζήσει, δίνοντάς μας διατάσεις που είτε έχουμε ξεχάσει είτε δεν είχαμε τη συνολική εικόνα και τα αναλυτικά εργαλεία για να προβούμε σε συνδέσεις και συνθέσεις.
Σε αυτή τη δουλειά του, ο Αντώνης Λιάκος, με την εμπειρία και του δημόσιου λόγου του, χρησιμοποιεί μια γλώσσα που είναι ακαδημαϊκή και ταυτόχρονα προσιτή ακόμη και από τον λιγότερο απαιτητικό αναγνώστη. Οι μικρές και πυκνές σε νοήματα και πραγματολογικά στοιχεία προτάσεις, τα μικρά κεφάλαια και η πρωτοτυπία των θεματικών αποτυπώνονται με μια γλωσσική δεξιότητα που δεν κάνει καμιά έκπτωση στην ακαδημαϊκή της διάσταση, αλλά ταυτόχρονα φέρνει την επιστημονική ιστορία πιο κοντά στον μέσο αναγνώστη. Χυτεύει, δηλαδή -για να χρησιμοποιήσω μια από τις όμορφες λέξεις που συναντάμε στο κείμενο-, στο ίδιο καλούπι επιστήμη και κοινούς κώδικες.
Ο συγγραφέας σε όλο το βιβλίο αναμετριέται και με τη δική του πορεία, προσωπική κοινωνική, επαγγελματική. Δεν θα μπορούσε να άλλωστε να είναι διαφορετικά, αφού αυτά που γράφει αφορούν και στον δικό του ιστορικό χρόνο. Ο εκσυγχρονισμός, η ιστοριογραφία, η εκπαίδευση, η πολιτική παρουσιάζονται και μέσα από τη δική του δράση, όχι με εγωκεντρική προσέγγιση, αλλά ως μέρος τάσεων και δικτύων ή ακόμη και πρωτοπορίας.
Από την άλλη πλευρά «δεν εγκλωβίζει σε καμιά περίπτωση την αφήγηση μέσα στο σχήμα του», δημιουργώντας νέα επιστημονικά ερωτήματα.
Τέλος, αυτό που αποτελεί, ίσως την πολυτιμότερη συμβολή αυτού του εξαιρετικού τόμου είναι η συνεχής ένταξη της ελληνικής περίπτωσης στο ελληνικό και διεθνές περιβάλλον. Η σύγκριση της εμφυλιακής Ελλάδας με την Κίνα, η διαπίστωση ότι «η παγκοσμιοποίηση στην Ελλάδα πέρασε μέσα από τον εξευρωπαϊσμό της», η ελληνική εκδοχή της σύγκρουσης δύο τηλεπικοινωνιακών κολοσσών και οι εγχώριες πολιτικές της προεκτάσεις, όπου διευκρινίζει ότι«οι ιστορικοί αναζητούν τη λογική της και όχι τους ενόχους» και όλα τα ζητήματα που διατρέχουν το βιβλίο, εξυπηρετούν με συνεχή τεκμηρίωση αυτή την πρόταση θέασης της ελληνικής ιστορίας.
Σε αντίθεση με τη γέφυρα του Ρίου – Αντιρίου, που όπως αναφέρει ο συγγραφέας, όταν φτιάχτηκε έμοιαζε «να γεφυρώνει το πουθενά», ο Αντώνης Λιάκος συνδέει το νήμα της ιστορικής πορείας της χώρας μας με αυτό του υπόλοιπου κόσμου. Γράφει μια καθολική ιστορία (histoiretotale) του ελληνικού 20ού αιώνα ως ένα αναπόσπαστο τμήμα της παγκόσμιας ιστορίας (histoireglobale)…
Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι Δημοσιογράφος - Ιστορικός