Η συζήτηση για τις διευκολύνσεις των εμβολιασμένων άνοιξε και επισήμως χθες από την πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό. Ο κ. Μητσοτάκης την άνοιξε με τη φράση «η αντίληψη “ας το κάνει ο άλλος” υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και δεν πρέπει να μείνει αναπάντητη». Και η κ. Σακελλαροπούλου επικαλούμενη (και) το Σύνταγμα: «Πέρα από την προστασία της δημόσιας υγείας, το Σύνταγμα κατά κανένα τρόπο δεν αναγνωρίζει δικαίωμα σε κάποιον να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του άλλου και την υγεία του», είπε.
Από την έναρξη της πανδημίας μέχρι σήμερα, για την ακρίβεια μέχρι τις αρχές της άνοιξης, νομικοί και επιστήμονες από τον χώρο της ιατρικής συμφωνούσαν ότι η ανάγκη που επέβαλε τη λήψη έκτακτων περιορισμών για την προστασία του απειλούμενου από την πανδημία υπέρτατου αγαθού της υγείας και της ζωής ήταν ανυπέρβλητη. Η εξίσωση ήταν σχετικά εύκολη, διότι το σοκ μιας πρωτόγνωρης και άγνωστης πανδημίας λειτουργεί καταλυτικά.
Μετά μπήκε εμμέσως και με μισόλογα στο τραπέζι το ζήτημα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο, ωστόσο, έφυγε με την ίδια ταχύτητα που μπήκε, καθώς δεν μπορεί να σταθεί νομικά.
Και τώρα ήρθαν οι διευκολύνσεις ( και όχι προνόμια ) για τους εμβολιασμένους, οι οποίες, πάντως, συνιστούν μια δύσκολη εξίσωση με δυσδιάκριτα όρια. Διότι δεν θα πρέπει να γέρνουν ούτε από τη μία ούτε από την άλλη πλευρά, διότι και στις δύο περιπτώσεις θα βρεθούν μπροστά σε εμπόδια.
Το τοπίο είναι καθαρό. Παρά το γεγονός ότι τα μέλη της Επιτροπής Επιδημιολόγων κρούουν από τώρα ( έχοντας κατά νου και την περσινή, δυσάρεστη εμπειρία ) τον κώδωνα του κινδύνου, για ενδεχόμενο τέταρτο κύμα πανδημίας από το φθινόπωρο, ένα μεγάλο ποσοστό πολιτών εξακολουθεί να μην κάνει χρήση της δυνατότητας προστασίας της ζωή του και των άλλων.
Βεβαίως, στην Ελλάδα, οι αρχικές ανησυχίες περί ισχυρών αντιεμβολιαστικών κινημάτων δεν επιβεβαιώθηκαν. Πλέον, όμως, ανιχνεύτηκε με ακρίβεια ένα υπόγειο ρεύμα, το οποίο χωρίς να σηκώνει σημαίες ή να στηρίζει δημοσίως ή ιδιωτικά θεωρίες συνωμοσίας, διστάζει να εμβολιαστεί. Και δειλιάζει. Το σκέφτεται και το ξανασκέφτεται αλλά μέχρι στιγμής, ο φόβος υπερτερεί της λογικής και των επιστημονικών στοιχείων. Πρόκειται στην ουσία για τη «μετάλλαξη» της αρχικής αντίδρασης. Και περιέργως πως, καταγράφεται σε μία χώρα που κατά τα λοιπά καταπίνει χωρίς συνταγή γιατρού τα αντιβιοτικά με τις χούφτες!
Αρκετοί εμφανίστηκαν αιφνιδιασμένοι από το γεγονός ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία μία ηλικιακή κατηγορία που εμφανίζεται από διστακτική ως αρνητική, είναι όσοι διανύουν την έκτη και την έβδομη δεκαετία της ζωής του.
Είναι εξηγήσιμο, όμως. Πρόκειται για πολίτες που έχουν απολέσει την αφοβία της νεότητας, αντιστέκονται ακόμα στο αναπόδραστο της ύπαρξης, προσπαθούν να το ξεγελάσουν με καλούς δείκτες ζαχάρου, πίεσης και χοληστερίνης και θέλουν να μηδενίσουν πιθανότητα κάτι να πάει στραβά στον εμβολιασμό τους, με την αποχή τους από αυτόν.
Κι ας επιμένουν οι γιατροί ότι ο κίνδυνος δημιουργίας θρόμβων από τη νόσο του Covid είναι υπερπολλαπλάσιος. Εκείνοι φοβούνται και συνεχίζουν να κρύβονται πίσω από το δάκτυλό τους. Και γνωρίζουν – ή όχι – ότι κανένας δεν μπορεί να τους υποχρεώσει να επισκεφτούν το εμβολιαστικό κέντρο. Μπορεί μόνο να τους πείσει. Ή να τους πιέσει. Έμμεσα. Στερώντας τους για παράδειγμα, τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν μία θεατρική παράσταση σε κλειστό χώρο, ή κάποιο άλλο θέαμα ή δραστηριότητα που αγαπούν.
Το ίδιο και στην πλατιά και ζωηρή ομάδα των νεότερων γενεών, που πρέπει κυριολεκτικά να σπάσουν τα κοντέρ του εμβολιασμού, διότι, δυστυχώς, όπως με την ορμή του μεταδίδουν την όρεξη για ζωή, με την ίδια ευκολία μπορεί να συμβάλουν στη μετάδοση της θανατηφόρας νόσου. Κι εκεί πρέπει οι διευκολύνσεις που θα δοθούν στους εμβολιασμένους συνομηλίκους τους, τις παρέες τους, να λειτουργούν ως ελκυστικά κίνητρα που θα τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν τους όποιους δισταγμούς.
Από τη συζήτηση περί διευκολύνσεων, εξαιρούνται οι ειδικές κατηγορίες επαγγελματιών, που είναι απολύτως αδιανόητο να εργάζονται ανεμβολίαστοι. Και η συζήτηση περί προνομίων ή μη περιττεύει.
Το προσωπικό στο ΕΣΥ, οι εργαζόμενοι σε οίκους ευγηρίας, και ενδεχομένως και κάποιοι ακόμα, δεν δικαιούνται να αρνούνται τον εμβολιασμό. Γιατί μια τέτοια άρνηση, μπορεί να αποτελέσει αιτία άρσης του δικαιώματός τους στην εργασία και αυτό δεν συνιστά διάκριση. Άλλωστε, δεν πρόκειται για κάτι νέο ή καινοφανές, αφού η πρόσβαση σε κάποια επαγγέλματα απαιτεί κατάθεση πιστοποιητικού υγείας.
Οι διευκολύνσεις για τους εμβολιασμένους, εκτός από αυτονόητες, φαντάζει βέβαιο ότι θα λειτουργήσουν ως κίνητρο και για κάποιους έστω ανεμβολίαστους.
Ας αποφασιστούν το συντομότερο. Πριν έρθει –αν έρθει- το τέταρτο κύμα. Διότι μπορεί οι επιστήμονες να προειδοποιούν ότι θα «χτυπήσει» κυρίως τους ανεμβολίαστους, ωστόσο ο ιός παραλλάσσεται και απειλεί να (ξανα) παρασύρει τους πάντες και τα πάντα στο διάβα του. Και αυτό, η χώρα δεν το αντέχει.
Η Ελλη Τριανταφύλλου είναι δημοσιογράφος