Με αφορμή την επέτειο των 40 χρόνων από την είσοδο της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), έγινε προσπάθεια να καλλιεργηθεί η παραπλανητική εικόνα -από ορισμένους αναλυτές και πολιτικούς, προεξάρχοντος του πρωθυπουργού- ότι η ένταξη, αυτομάτως, κατέστησε τη χώρα ισότιμη με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες.
Κάθε άλλο. Απαιτήθηκε τεράστια προσπάθεια, σχέδιο, όραμα και σύγκρουση με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, που γιγαντώθηκαν από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις που είχαν αποσπάσει μεταπολεμικά, ώστε η χώρα να γίνει ένα «κανονικό» ευρωπαϊκό κράτος. Και με τον όρο «ευρωπαϊκό κράτος» εννοούμε γενικά τον σεβασμό στο κράτος δικαίου και ειδικότερα, την τήρηση των κανόνων ισότιμου ανταγωνισμού στο πεδίο της οικονομίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα έως την ανάληψη της κυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1981, κάθε άλλο παρά ευρωπαϊκή χώρα ήταν σε επίπεδο κανόνων λειτουργίας της αγοράς – ιδίως της τραπεζικής αγοράς.
Έως τα μέσα του 1982, τη νομισματική, πιστωτική και συναλλαγματική πολιτική αποφάσιζε η Νομισματική Επιτροπή. Η συγκεκριμένη επιτροπή ήταν αρμόδια να αποφασίζει, ειδικότερα, σχετικά με την έκδοση χρήματος και την κατανομή των πιστώσεων μεταξύ των επιμέρους τομέων της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και τους όρους δανεισμού. Η Νομισματική Επιτροπή ιδρύθηκε το 1946, βάσει ενός προγράμματος σταθεροποίησης που περιλαμβανόταν στις Συμφωνίες του Λονδίνου. Η Επιτροπή απαρτιζόταν από πέντε μέλη, μεταξύ των οποίων ένας Άγγλος και ένας Αμερικανός εμπειρογνώμονας με δικαίωμα βέτο (!) στη λήψη των αποφάσεων.
Βασική επιδίωξη της πιστωτικής πολιτικής στην περίοδο της λειτουργίας της ήταν -θεωρητικά- η κατανομή των οικονομικών πόρων σε «παραγωγικές» δραστηριότητες στη βιομηχανία και στο εξαγωγικό εμπόριο. Στην πραγματικότητα, οι εμπορικές τράπεζες υπάγονταν στον ασφυκτικό έλεγχο όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά και των μεγάλων βιομηχανιών και επιχειρήσεων που δανειοδοτούσαν. Ο δανεισμός αυτός, μάλιστα, γινόταν με πολύ χαμηλά επιτόκια, κάτω του πληθωρισμού (δηλαδή, με αρνητικά πραγματικά επιτόκια), για τους ευνοούμενους πελάτες. Με αυτό τον τρόπο, σπαταλήθηκαν τα αποθεματικά των ταμείων και δημιουργήθηκαν οι λεγόμενες «προβληματικές επιχειρήσεις».
Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, με τον νόμο 1266/82 κατάργησε τον αναχρονιστικό θεσμό της Νομισματικής Πολιτικής και μεταβίβασε τις αρμοδιότητές της στην Τράπεζα της Ελλάδος. Δόθηκε, λοιπόν, η δυνατότητα στην κεντρική τράπεζα της χώρας να προχωρήσει σε ριζική μεταβολή τόσο της νομισματικής πολιτικής όσο και στην απελευθέρωση του πιστωτικού συστήματος και των επιτοκίων. Στη συνέχεια, επήλθε ενοποίηση της μεγάλης ποικιλίας των χαμηλών τραπεζικών επιτοκίων που υπήρχε έως τότε.
Επιπλέον, το πρόβλημα των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τη βιωσιμότητα και την αξιοπιστία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Για παράδειγμα, ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις (Πειραϊκή Πατραϊκή, ΑΓΕΤ-Ηρακλής κ.α.) είχαν λάβει μεγάλα δάνεια από την Εθνική Τράπεζα, με αποτέλεσμα μια ενδεχόμενη χρεοκοπία τους να συνιστά απειλή χρεοκοπίας της μεγαλύτερης ελληνικής τράπεζας. Για την αντιμετώπιση του σημαντικού αυτού προβλήματος, η κυβέρνηση Παπανδρέου ίδρυσε, το 1983, τον Οργανισμό Οικονομικής Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.). Μεταξύ άλλων, σκοπός του Ο.Α.Ε. ήταν η διάσωση των σημαντικότερων για την εθνική οικονομία υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, που θα μπορούσαν να καταστούν βιώσιμες, και η προστασία του τραπεζικού συστήματος που είχε εκτεθεί σε εκτεταμένο και επισφαλή δανεισμό. Επομένως, τα όποια λάθη στη διαχείριση των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων από τον Ο.Α.Ε. δεν αναιρούν ότι η ρίζα του προβλήματος δεν βρισκόταν στο «λαϊκιστικό» ΠΑΣΟΚ ή στους «κακούς» συνδικαλιστές αλλά στον ιδιότυπο πελατειακό καπιταλισμό που αναπτύχθηκε από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις.
Στην πραγματικότητα, το σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ ήρθε να αποκαταστήσει την ελεύθερη λειτουργία της τραπεζικής αγοράς και να θέσει ενιαίους κανόνες ανταγωνισμού. Υλοποίησε ένα σημαντικό εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο δεν ήταν εύκολο υπό τις επικρατούσες τότε αντιλήψεις και τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα που εθίγησαν.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι η απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων της χώρας και η πορεία εκσυγχρονισμού της δεν αποτέλεσαν αυτοματοποιημένες διαδικασίες που ενεργοποιήθηκαν με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Αντιθέτως, σε αρκετές περιπτώσεις εκείνο που μέτρησε ήταν η πολιτική βούληση -των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ σχεδόν πάντοτε- για σύγκρουση με τα κακώς κείμενα ενός κρατικοδίαιτου οικονομικού κατεστημένου που κρατούσε αιχμάλωτο μεταξύ άλλων και το τραπεζικό σύστημα.
Επομένως, η προσπάθεια οικειοποίησης της ανοδικής πορείας της χώρας στις προηγούμενες δεκαετίες, αποκλειστικά, από την κυβερνητική παράταξη είναι εκτός από ιστορικά ανυπόστατη και πολιτικά προκατειλημμένη.
(Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας του βιβλίου«Διάσωση και μεταρρύθμιση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στην εποχή των μνημονίων» 2020, εκδ. Παπαζήση)